Τὰ Χριστούγεννα δὲν ἐκφράζουν μόνο τὴ μεγάλη χαρὰ γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα μιᾶς εὐτυχίας, ποὺ στὴν περίπτωση τῶν διηγημάτων τοῦ κορυφαίου συγγραφέα τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἀποκτᾶ ὅλη τὴ συγκίνηση, ποὺ προκαλεῖ ἡ σκηνογραφία τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, τῆς Σκιάθου, σὲ συνάρτηση καὶ μὲ τὸ μεγάλο γεγονός, τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ.
«Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο» ἡ ἀτμόσφαιρα φορτίζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μὲ τὰ λόγια τοῦ παπα-Φραγκούλη τὸ βράδυ τῆς 23ης Δεκεμβρίου:
– Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾿ στὸ Κάστρο.
Ὁπότε μπλέκεται ὁλόκληρη περιπέτεια γιὰ τὴ διάσωσή τους, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἐπικίνδυνες προσπάθειες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀστεϊσμοὺς μεταξὺ τοῦ παπᾶ καὶ τοῦ ψάλτη, ποὺ ἔλαβαν μέρος. Καὶ ποὺ κατάφεραν τελικὰ νὰ φέρουν σὲ καλὸ τέλος τὸ μόχθο τους, ποὺ κατέληξε νὰ λειτουργήσουν στὸ ἐκκλησάκι τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἀγωνίας, ἀλλὰ καὶ πίστης μὲ τὴν ὑποβλητικὴ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.
Ἀνάλογη ἀτμόσφαιρα δημιουργεῖται στὸ «Ἀγνάντεμα», ποὺ ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀξιόλογη περιγραφή:
«Ἐπάνω στὸ βράχο τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ξωκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλο τὸ χειμώνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ λειτουργήσει. Ὁ βοριὰς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κύμα λυσσᾶ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Καὶ ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτη του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένον βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλεὰ θαλασσαετοῦ, στεφανώνει τὴν κορυφήν του».
Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ «Ἀμερικάνος». Ξεκινᾶ μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε, ὅπου:
«ὁμοίαζε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ βάρκαν κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένη, δευτερόπριμα πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδὸν ἀπὸ τὴ κουπαστὴ καὶ ραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας· ὅπου ὁ κυβερνήτης της καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλώσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθὼν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρώραν, καταπτοόντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κύμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν Χριστούγεννα καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμει τὰ ὀψώνιά του».
Στὴ συνέχεια «ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του». Καὶ τοῦ θέτει ἡ παρέα τὴν ἐρώτηση:
– Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾿ τὸ Βόλο;
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γιάννης (…) ἀνέκραξεν:
– Ἄ! Νάτος!
Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν.
Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὡς σαράντα πέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγον τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσὴν καδένα ἐπὶ τοῦ στήθους…»
«Ἐξελθὼν τοῦ καπηλειοῦ ὁ ξένος διηυθύνθη πρὸς τὴν Κολώναν τὴν ἱστάμενην ἀπέναντι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (…) Ἔστρεψε τὸ βλέμμα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ τέλος τὸ προσήλωσεν ἐπιμόνως εἰς τινὰ μικρὰν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐκοίταζε πρίν, ὅπου μεταξὺ δυὸ οἰκιῶν ἐσχηματίζετο κενόν τε, ἐν μέρει θαπτόμενον ἀπὸ λείψανα δύο τοίχων. Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα, ἐρείπιον οἰκίας τινός, οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος, ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω νὰ ἴδῃ μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλῶς εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου εἰς τὴν γωνίαν τῶν δυὸ τοίχων ἐφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ὡς νὰ ὑπῆρχεν ἑστία ἐκεῖ τὸ πάλαι. Εἰσῆλθεν ἀσκεπὴς κρατῶν τὸν πίλον εἰς τὰς χεῖρας, ἐγονάτισε κι ἐστήριξε τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας ἐκείνης, καί, ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ τρία λεπτὰ γονυκλινής, ἠγέρθη, ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως.
Ἐπανελθὼν πάλιν χαμηλότερον ἐστάθη τὸ μέσον τοῦ δρομίσκου, οὐ μακρὸν τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν πρὶν ἐφαίνετο ὅτι ἐκοίταζε. Ἐστάθη, καί, ἀφοῦ ἔριξε βλέμμα ὁλόγυρα νὰ ἴδῃ μή τις τὸν παρηκολούθει, ἔτεινε τὸ οὖς. Τί ἤκουεν ἄραγε; Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ἄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονιᾶς, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
Ἐβγᾶτ᾿, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται.
Ἐκεῖ δὲ ἀντήχει:
Κυρά μ᾿,τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβῆ σου
Αἴφνης ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παραμερίσῃ, διότι ζεῦγος παιδίων, ὧν τὸ ἓν ἐκράτει φανάριον, ἀρτίως καταβάντα ἀπὸ μίαν κλίμακα, ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ἔστρεψε βήματα τινὰ ὀπίσω, πρὸς τὸ μέρος ὀπόθεν εἶχεν ἔλθει. Τὰ παιδία ἦλθον πλησίον καὶ οὐδὲ τὸν παρετήρησαν κἄν. Ἀνέβησαν τὴν κλίμακα ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχε κοιτάξει διὰ μακρὰν ὁ ξένος. Τοῦτο ἰδὼν ἔκαμε κίνημα κι ἐστράφη ὀπίσω πάλιν μετὰ ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος. Ἐστάθη καὶ ἔτεινε τὸ οὖς.
Τὰ παιδιὰ ἔκρουσαν τὴν θύραν.
– Νὰ ῾ρθοῦμε νὰ τραγουδήσουμε θειά;
Μετὰ μίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἔνδοθεν βῆμα, ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ γραιὰ μὲ μαύρην μανδήλαν προκύψασα, εἶπε μὲ θλιβερὰν φωνήν:
– Ὄχι, παιδάκια μ᾿, τί νὰ τραγδῆστε ἀπὸ ἐμᾶς; Ἔχουμε ἐμεῖς κανέναν; Καλὴ χρονίτσα νά ῾χετε κι σύρτε ἀλλοῦ νὰ τραγ᾿δῆστε.
Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θειὰ Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζαν θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα» καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ ἐμᾶς;» κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτὰ (…)
Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθοῦσιν (…) Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη (…) εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας κι᾿ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινας ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ᾿ ἀκμαίαν ἀκόμη τὴν πιστήν του μνηστήν.
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν, ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητα οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θειὰ Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν ἐπὶ ὀλίγας στιγμὰς χρωματιστὴν πολίτικην μανδήλαν, διὰ ν᾿ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ ἑσπέρας ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:
– Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγ᾿δῆστε!
Π. Δ. Πανταζῆς
Ἄρθρο στὸ περιοδικὸ Φιλολογικὰ Περιθώρια.