Μεσημεριανές ώρες, σχεδόν, της 29ης Μαΐου 1453. Η βασιλίδα των πόλεων, η Πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχει ήδη κυριευθεί από τους Τούρκους επιδρομείς.
Στον περικαλλέστατο Ναό της του Θεού Σοφίας, ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Γεννάδιος Σχολάριος, προσπαθεί, λίγο πριν παραβιαστούν οι χάλκινες πύλες και καταλυθεί ο Ναός, να εμψυχώσει τους πολιορκημένους βυζαντινούς, που κατέφυγαν στον ιερό Ναό και περίμεναν το τέλος τους, προσευχόμενοι: «Όσοι πιστοί, παύσατε τους θρήνους και ακροάσθητε των λόγων μου: «Αδελφοί! μετά τοσούτων αιώνων ύπαρξιν, η αυτοκρατορία των Ελλήνων κρημνίζεται… Αλλ᾿ εάν κατέπεσαν τα σύμβολα, εάν κατεβλήθη η αρχή, η παναγιωτάτη θρησκεία των Ελλήνων, μα τας πολλάς και παντοίας δυστυχίας μας, μα το αθώον αίμα, το οποίον εχύθη, ουδέ κατεβλήθη, ουδέ, έως υπάρχουσιν ουρανός και γη, θέλει καταβληθή» […] Την πίστιν σας τηρήσατε, αδελφοί, παυσάμενοι τους θρήνους, υπακούσατε μετά θρησκευτικής μεγαλοψυχίας καί εις ταύτην την βουλήν του Υψίστου…Ακούσατε τί ο Θεός από του αγίου βήματος φωνεί: «Έρχομαι προς υμάς. Καί υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε, πάλιν δε όψομαι υμάς καί χαρήσεται υμών η καρδία καί την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ᾿ υμών»[1].
Γράφω και, μέσω της ως άνω ιστορικής αναφοράς, στρέφομαι στους σύγχρονους και πάντοτε «επίκαιρους» μάντεις και κινδυνολόγους της εποχής μας και λέγω: όσοι πιστοί, παύσατε τους θρήνους και ακροάσθητε τους λόγους του Ευαγγελίου και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μας. Κάθε φυσική καταστροφή, αιφνίδια ή, τρόπον τινά, αναμενόμενη, κάθε έκτακτο θρησκευτικό-κοινωνικό και περιβαλλοντικό γεγονός, κάθε αναδυόμενη, πανελλαδικά ή παγκόσμια, δυσάρεστη είδηση, μεταξύ άλλων, αποτελεί ορόσημο σωτηριολογικό και συνάμα κοσμολογικό και, δη, «εσχατολογικού» χαρακτήρα, που σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, «σημείο των καιρών» και προάγγελο μεγάλων και φοβερών εξελίξεων και δεινών! Είναι τότε που ξεθάβονται κάθε λογής «προφητείες», δήθεν σοφά λόγια και συμβουλές «αγίων» γερόντων της Εκκλησίας μας και μάς παρακινούν σε απίστευτα όσα και αχαρακτήριστα και ανορθόδοξα λαϊκά «γιατροσόφια», από ραντισμό σε εξορκισμό, από «ξεμάτιασμα» σε ηλεκτρονικό φακέλωμα και χάραγμα, ως «ενέργεια δι᾿ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Και εύλογα, κάθε φιλάρετη και φίλεργη ψυχή, αναρωτιέται με απορία: μα καλά! Πώς παρείσφρησαν τόσες γελοιότητες και φαιδρά σκηνικά δρώμενα εντός της ορθόδοξης πνευματικής ζωής;
Αναρίθμητες και ατέρμονες αυτοσχέδιες, κυρίως, προφητείες περί ελεύσεως του Αντιχρίστου και τελικής Κρίσεως, σάλπιγγες της Αποκαλύψεως που ηχούν και προαναγγέλλουν ότι εγγίζει το τέλος του σύμπαντος κόσμου, φανατισμένοι «νέο-ψευδομάρτυρες» που προθερμαίνονται για να εκφράσουν δημόσια πάντοτε και «μαρτυρικά» την ομολογιακή πίστη τους! Ένα απίστευτο συνονθύλευμα ανοησιών και γραφικών χαζοπροφητειών και ειδήσεων που πνίγει, συνθλίβει και κατακερματίζει ανθρώπινες προσωπικότητες και ψυχές βαπτισμένες και χρισμένες στ᾿ όνομα της Παναγίας Τριάδας. Και, συνήθως, γεγονός που προκαλεί ανείπωτη αδημονία και θλίψη σε πολλούς, πηγές ή πομποί μετάδοσης αυτών των γραφικών και θεατρινίστικων ειδήσεων είναι άνθρωποι που, κατά κοινή και γενική ομολογία, μετέχουν ενεργά των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας μας, έχουν λειτουργική ζωή και αγωνίζονται πνευματικά τον καλόν αγώνα της Πίστεως. Είναι, πράγματι, λυπηρό και ανησυχητικό συνάμα!
Με αναρίθμητες, λοιπόν, χαζοφλυαρίες και απίστευτα μυθεύματα, οι πιστοί, κάποιοι, βέβαια, κατορθώνουν, σχεδόν αβίαστα, ν᾿απωλέσουν την ειρήνη της καρδιάς τους, τη θέση της οποίας καταλαμβάνει το άγχος, η αβεβαιότητα, η έλλειψη πίστης, ο σκοταδισμός του νου και η τελική αποθέρμανση και υποτονική πρόοδος και εξέλιξη της πνευματικότητάς τους, καθώς ο φόβος του διαβόλου και του αντιχρίστου αντικαθιστά το προσευχητικό διακόνημα και έργο και απομακρύνει την καρδιακή πραότητα, που η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος ενσταλάζει στις ψυχές των πιστών.
Σ᾿ ένα παρόμοιο άρθρο μου, με τίτλο «Προφητείες και πνευματική ζωή», σημειώνω: «Ασφαλώς και δεν παραγνωρίζω την ύπαρξη, παρουσία και αγιοπνευματικά παρεχόμενη χάρη του «προφητεύειν», πλην, όμως, εκ του αποτελέσματος, διαφαίνεται περίτρανα ότι οι καθημερινές «προφητείες», που δήθεν διατυπώθηκαν από σύγχρονους αγίους και γεροντάδες, με τις οποίες μάς βομβαρδίζουν καθημερινά, όχι μόνο δεν προάγουν ημάς στην ορθοπραξία και σωτηρία και, δη, στον αγιασμό, αλλά, στον αντίποδα, «γελοιοποιούν» την πνευματική ζωή, διαγράφουν την έκφραση και παρουσία της Θείας Πρόνοιας, και, τελικώς, μετατρέπουν τον Άγιο Θεό σε ανθρωπομορφική καθέδρα επί της γης, που κύριο μέλημα έχει την άμεσα μελλοντική ανάκτηση των «αλησμόνητων» πατρίδων και «χαμένων» γαιών, την ενασχόληση με τα κοινωνικοπολιτικά παιχνίδια μιας χώρας και τη στρατιωτική-πολεμική επικράτηση του «εκλεκτού» Του λαού ανά τα πέρατα της Οικουμένης!».[2]
Και, λίγο παρακάτω, προσθέτω: «Φθάσαμε ακόμη, και ξεπεράσαμε την ανέστια εκείνη κατάσταση, να μιλάμε σήμερα, και να ασχολούμεθα περισσότερο χρόνο και καιρό με τον αντίχριστο παρά με τον Κύριο Ιησού Χριστό, περισσότερο καιρό με τον διάβολο παρά με τα θέματα τα πνευματικά».[3]
Βρίθουν, είναι αλήθεια, σε περιόδους με τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, πολλοί «κήρυκες» εκκλησιαστικοί, κληρικοί και λαϊκοί, που επιχειρούν – και αρκετοί κατορθώνουν – να ορθοτομήσουν ορθόδοξο και ορθόπρακτο λόγο. Σε αυτούς, πράγματι, αξίζουν εγκάρδιες ευχαριστίες εκ μέρους όλων μας.
Από την άλλη – γιατί να το αποκρύψουμε; – είναι, ίσως και οι περισσότεροι, όσοι, κληρικοί πάλι και λαϊκοί, αποχαυνωμένοι στην καταχνιά της προσωπικής τους ευμάρειας και καλοπέρασης, είτε σιωπούν και καθεύδουν «δικαιωμένοι» είτε, ως παραφωνίες μέσα στην εν γένει απουσία τους – αναφέρομαι σε αυτούς που έχουν εκκλησιαστικό και θεσμικό ρόλο – απομονωμένοι στα σκοτεινά αδιέξοδα της μελαγχολίας και απελπισίας τους, στρέφονται κατά πάντων καί λοιδορούν καί κατακρίνουν καί στηλιτεύουν καί απειλούν τους πάντες, γύρω και ανάμεσά τους. Γεγονός λυπηρό, αξιοθρήνητο!
Έχω την αίσθηση ότι δέον να επικρατήσει ψυχραιμία και ορθή έκφραση της ορθοδόξου πίστεως, χωρίς φανατισμούς, εσχατολογικές ονειρόξεις και φαντασιοπληξίες και, ταυτόχρονα, μακριά από πνευματική απραξία, χριστολογική εθελοτυφλία και λογοκεντρική νωθρότητα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τονίζει: «Άπειρον το θείον και ακατάληπτον. Καί τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και ακαταληψία».[4]
Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να παριστάνουμε τους ονειροκρίτες και γνήσιους εκφραστές του θείου θελήματος και των θείων ενεργειών. Και στο πιθανό επόμενο, αλλά και κάθε φυσικό και μη, φαινόμενο ή γεγονός που θ᾿ ανακύψει, ας θυμόμαστε τους μακαρίους λόγους του Οσίου Μάρκου του Ασκητού, του και μαθητού χρηματίσαντος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ο νους απερισπάστως ευχόμενος, θλίβει καρδίαν. Καρδίαν δε συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός ουκ εξουδενώσει».[5]
Παραπομπές:
[1] Ι. Κοτσώνη, Από το χρονικόν της Αλώσεως, περιοδικό ΑΚΤΙΝΕΣ, αριθμ. 139 (1953), 224-255, ιδιαίτ. σελ. 254-255.
[2] Δημ. Λυκούδη, Θεολογίας γόνοι αθεολόγητοι, Ηρόδοτος, Αθήνα 2017, σελ. 78-79.
[3] Αυτόθι, σελ. 79.
[4] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, 4, σελ. 36-37, ιδιαίτ. σελ. 36 και 1, σελ. 26-28, ιδιαίτ. σελ. 26: «Ότι ακατάληπτον το θείον καί ότι ου δεί ζητείν καί περιεργάζεσαθι τα μη παραδεδομένα ημίν υπό των αγίων προφητών καί αποστόλων καί ευαγγελιστών».
[5] Οσίου Μάρκου του Ασκητού, Περί νόμου πνευματικού, Φιλοκαλία, Αστήρ, Αθήναι 1982, τόμος Α’, λδ’, σελ. 111.