Αφιερωματικές Τελετουργίες στην ελληνική λαϊκή λατρεία – Β΄
Του Δρος Μ. Βαρβούνη
Τα νεοελληνικά αναθήματα είναι τόσο αντικείμενα που τάζονται, όσο και προσωπικές θυσίες και δεσμεύσεις, όπως το «μαυροφόρεμα», το «καλογέρεμα», δηλαδή η τελετουργική και εικονική δουλεία σε άγιο, ναό ή μονή, όσο και εθιμικές λατρευτικές πρακτικές, όπως η τέλεση θείας λειτουργίας, το περίζωμα ναού με κερί, η τέλεση παράκλησης, το άναμμα καντηλιών κ.λπ. Σύμφωνα δε με τις αντίστοιχες ελληνικές λαϊκές αντιλήψεις το τάμα, από τη στιγμή του ταξίματος, ανήκει στον άγιο, ο οποίος και το διεκδικεί αλλά και το προστατεύει, ως αναπόσπαστη περιουσία του, διεκδικώντας το αν δεν αποδοθεί, και τιμωρώντας σκληρά τους ιερόσυλους που θα τολμήσουν να αφαιρέσουν το τάμα από το ναό ή την εικόνα του αγίου.
Στα πλαίσια αυτά, όταν μιλούμε για «ασήμωμα» εννοούμε την τελετουργική κάλυψη της επιφάνειας μιας εικόνας με ασημένια επένδυση, τα γνωστά «ασημένια πουκάμισα», όπου σκαλίζονται οι λεπτομέρειες του εικονίσματος. Συνήθως ασημώνονται μεγάλες εφέστιες ή θαυματουργές εικόνες, οι ίδιες που περιφέρονται και στις εκκλησιαστικές λιτανείες, στον αστικό ή στον αγροτικό χώρο. Κάποτε ασημώνονται μόνο τα φωτοστέφανα, τα χέρια και τα πόδια των εικονιζομένων αγίων, προφανώς για οικονομικούς λόγους.
Επίσης, με τον ίδιο όρο προσδιορίζεται και η αφιερωτήρια πρακτική να κρεμούν στις εικόνες των αγίων ασημένια πλακίδια με παραστάσεις των μελών του σώματος που νοσούσαν και ιάθηκαν μετά την επίκληση και την θαυματουργική επέμβαση του αγίου, στο πλαίσιο της παραδοσιακής αφιερωτικής πράξης και πρακτικής του λαού μας. Ακόμη αφιερώνονται παρόμοιες αναπαραστάσεις ζώων, σπιτιών ή πλοίων, που διασώθηκαν ή αποκτήθηκαν με θαυματουργική παρέμβαση του αγίου.
Σε περιπτώσεις απεικόνισης ανθρώπων, ο λαός ονομάζει τα τάματα αυτά «ασημόπαιδα». Πρόκειται για χαρακτηριστική μορφή της ελληνικής παραδοσιακής αργυροχρυσοχοΐας, αλλά και για τελετουργική επιβεβαίωση της αρχής της ανταποδοτικότητας (do ut des), που χαρακτηρίζει τη σχέση του ανθρώπου με το θείον, στον λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό.
Με τον όρο «καλογέρωμα» νοείται η συμβολική προσωπική αφιέρωση ενός παιδιού ή ενός ενήλικα, που βασανίζεται από χρόνια συνήθως ασθένεια ή καχεξία σε κάποιον άγιο ή άλλο ιερό πρόσωπο. Είναι γνωστό και ως «σκλάβωμα», για το οποίο έγινε λόγος και προηγουμένως. Συνήθως ο άρρωστος ζυγιάζεται τελετουργικά και το βάρος του αποδίδεται σε κερί ή λάδι στον άγιο, αφού περάσουν τα χρόνια που οι συγγενείς του ζητούν από τον άγιο να διαφυλάξει την υγεία και τη ζωή του.
Μετά το ζύγιασμα έβαζαν στο λαιμό του ένα «χαλκά» από ασημένιο σύρμα, μέχρι να περάσει το χρονικό διάστημα που είχε οριστεί, μετά την παρέλευση του οποίου αποδίδονταν το τάξιμο στο ναό του αγίου. Τότε και «ξεσκλάβωναν» το παιδί, δηλαδή του αφαιρούσαν από το λαιμό το «χαλκά» και τον κρεμούσαν στην εικόνα του αγίου. Σε άλλες περιοχές ο σκλαβωμένος φορούσε μαύρα ενδύματα για όλο το ταγμένο και «συμφωνημένο» με τον άγιο διάστημα. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι ταμένοι δεν αποκαλούνται με το όνομά τους, αλλά προσφωνούνται «καλόγεροι» ή «καλόγριες», αναλόγως του φύλου τους. Όταν μάλιστα έρθει ο καιρός του «ξεκαλογερώματος» φορούν μόνο άσπρα ενδύματα, την πρώτη εβδομάδα μετά τη λήξη της δέσμευσής τους.
Ο Γ. Α. Μέγας σημειώνει πως στην Κέρκυρα, την Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία οι «καλογερωμένοι» ρασοφορούν πάνω από τα άφθαρτα ιερά λείψανα των αγίων Σπυρίδωνος, Διονυσίου και Γερασίμου, αντιστοίχως. Πρόκειται για είδος αφιερωματικής προσωπικής δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ του πιστού και του αγίου, σύμφωνα με την οποία ο πάσχων άνθρωπος στερείται συμβολικά για ένα διάστημα την ελευθερία της κοσμικής ζωής του, με αντάλλαγμα την παροχή της θαυματουργικής ίασης της ασθένειάς του από τον άγιο, εντάσσεται δε στα όρια της αφιερωματικής πράξης και πρακτικής του ελληνικού λαού.
Ειδικότερα στην αφιερωματική τελετουργία του «σκλαβώματος», ο άρρωστος ζυγιάζεται τελετουργικά και το βάρος του αποδίδεται σε κερί ή λάδι στον άγιο, αφού περάσουν τα χρόνια που οι συγγενείς του ζητούν από τον άγιο να διαφυλάξει την υγεία και τη ζωή του. Μετά το ζύγιασμα έβαζαν στο λαιμό του ένα «χαλκά» από ασημένιο σύρμα, μέχρι να περάσει το χρονικό διάστημα που είχε οριστεί, μετά την παρέλευση του οποίου αποδίδονταν το τάξιμο στο ναό του αγίου. Τότε και «ξεσκλάβωναν» το παιδί, δηλαδή του αφαιρούσαν από το λαιμό το «χαλκά» και τον κρεμούσαν στην εικόνα του αγίου.
Σε άλλες περιοχές ο σκλαβωμένος φορούσε μαύρα ενδύματα για όλο το ταγμένο και «συμφωνημένο» με τον άγιο διάστημα. Πρόκειται για είδος αφιερωματικής προσωπικής δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ του πιστού και του αγίου, σύμφωνα με την οποία ο πάσχων άνθρωπος στερείται συμβολικά για ένα διάστημα την ελευθερία της κοσμικής ζωής του, με αντάλλαγμα την παροχή της θαυματουργικής ίασης της ασθένειάς του από τον άγιο, εντάσσεται δε στα όρια της αφιερωματικής πράξης και πρακτικής του ελληνικού λαού. Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για τελετουργική δέσμευση της ελευθερίας ενός ανθρώπου από τον άγιο, με αντάλλαγμα την θαυματουργική ίασή του, την οποία επιδιώκει.