Αυτόκλητοι υπερασπιστές
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τη δική της φωνή, όπως εκφράζεται μέσα από το συνοδικό πολίτευμα και όπως διατυπώνεται από τα αρμόδια και εξουσιοδοτημένα κάθε φορά εκκλησιαστικά πρόσωπα. Και στο πλαίσιο αυτό βεβαίως είναι χρήσιμη και η έκφραση των απόψεων του ποιμνίου, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλης τάξεως φαινόμενο: έχουμε απέναντί μας έναν κατά κανόνα φονταμενταλιστικό, σκληρό ενίοτε δε και απειλητικό και απρεπή λόγο, συνονθύλευμα προφητειών, απειλών και ύβρεων, που επιτίθεται αδιακρίτως εναντίον όσων δεν συμφωνούν ή διαφοροποιούνται, και που εκλαμβάνει και ερμηνεύει και την πλέον καλόπιστη κριτική ως ύβρη και ως βλασφημία.
Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Στην δύσκολη περίοδο που περνάμε, ένα από τα φαινόμενα που καθημερινά αναφύονται στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο είναι εκείνο των αυτόκλητων υπερασπιστών της πίστης και της Εκκλησίας, ανθρώπων που επειδή θεωρούν ότι κατέχουν την πλήρη αλήθεια σπεύδουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, χωρίς κανείς να τους το ζητήσει. Ανθρώπων που κατά κανόνα διακατέχονται από ανεπίγνωστο ζήλο, κι έτσι προκαλούν αφαντάστως περισσότερα δεινά από το όποιο καλό θεωρούν ότι κάνουν.
Τις περισσότερες φορές μιλούν ή γράφουν με φράσεις κλισέ: έχουν αποδελτιώσει και χρησιμοποιούν χωρία και φράσεις, χωρίς να γνωρίζουν την βαθύτερη έννοιά τους. Φαίνεται αυτό άλλωστε από τον τρόπο που γράφουν, τις ασυνταξίες και τους σολοικισμούς τους, καθώς και από το ότι σπανίως είναι σε θέση να αναφερθούν λ.χ. στις διάφορες πτώσεις του προσδιοριστικού «Γέρων» χωρίς να κάνουν σωρεία γραμματικών λαθών. Κι όμως, επιμένουν να διαφωτίσουν το κοινωνικό σύνολο, προβάλλοντας ως κανόνα όχι τον λόγο της Εκκλησίας, αλλά τις δικές τους ιδεοληψίες, προς τις οποίες αν η Εκκλησία δεν ταυτίζεται και συμπλέει την «μαλώνουν» ή την «ανακαλούν στην τάξη».
Βεβαίως η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τη δική της φωνή, όπως εκφράζεται μέσα από το συνοδικό πολίτευμα και όπως διατυπώνεται από τα αρμόδια και εξουσιοδοτημένα κάθε φορά εκκλησιαστικά πρόσωπα. Και στο πλαίσιο αυτό βεβαίως είναι χρήσιμη και η έκφραση των απόψεων του ποιμνίου, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλης τάξεως φαινόμενο: έχουμε απέναντί μας έναν κατά κανόνα φονταμενταλιστικό, σκληρό ενίοτε δε και απειλητικό και απρεπή λόγο, συνονθύλευμα προφητειών, απειλών και ύβρεων, που επιτίθεται αδιακρίτως εναντίον όσων δεν συμφωνούν ή διαφοροποιούνται, και που εκλαμβάνει και ερμηνεύει και την πλέον καλόπιστη κριτική ως ύβρη και ως βλασφημία.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια έκφραση εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνην την Εκκλησίας, καθώς και πρόσφατα είδαμε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που η Εκκλησία αισθανόταν αδικημένη από τις κρατικές ρυθμίσεις, την αντίθεσή της την εξέφρασε με λόγο ήπιο, καίριο, μεστό και ευπρεπή, ακριβώς όπως ταιριάζει σε θεοΐδρυτο ιερό καθίδρυμα. Αντιθέτως στις περιπτώσεις των αυτόκλητων υπερασπιστών κυριαρχούν η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός, η αμετροέπεια, οι προκλητικές και προσβλητικές διατυπώσεις, ο επιθετικός τόνος, η απαξίωση και οι απειλητικές καταλήξεις.
Ένας τρόπος έκφρασης δηλαδή που εδράζεται στο ιδεολόγημα μιας Εκκλησίας που παίζει ρόλο πολιτικό πρωτίστως και όχι πνευματικό, και απηχεί αλλότριες των εκκλησιαστικών μεθοδεύσεις και σκοπιμότητες, γι’ αυτό και κατά κανόνα ειρωνεύεται την επίκληση της αγάπης και της ανεκτικότητας, της οικονομίας και της καταλλαγής, που αποτελούν τα κύρια μέσα άσκησης του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Μιας Εκκλησίας που πρέπει βέβαια να διαμαρτύρεται και να αντιστέκεται όταν αδικείται, αλλά πάντα μέσα στα όρια της κοσμιότητας και της αγαπητικής κατανόησης, του «ανεχόμενοι αλλήλους εν παροξυσμώ αγάπης», όχι απειλών που στην εποχή μας φαντάζουν συχνά κωμικοί.
Οι αυτόκλητοι υπερασπιστές επικαλούνται την αγάπη τους στην Εκκλησία και στην τήρηση της παράδοσης, της οποίας αυτοανακηρύσσονται θεματοφύλακες. Μήπως όμως είναι προσωπικές στρατηγικές και σκέψεις που επιβάλλουν κάποτε την στάση τους; Μήπως το μόνο που επιδιώκουν είναι να εξασφαλίσουν θέση για τους εαυτούς τους στο σύγχρονο γίγνεσθαι, από το οποίο αισθάνονται ότι αδίκως έχουν παραγνωριστεί, πιστεύοντας ότι είναι παραγνωρισμένα και αδικημένα «σημαντικά μεγέθη»; Μήπως πίσω από τους λόγους τους δεν υπάρχει παρά η υποσυνείδητη κάποτε διάθεση να ανάψουν πρώτα την φωτιά για να λειτουργήσουν κατόπιν δήθεν σωστικά, ως πυροσβέστες; Δεν είναι εύκολο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, καθώς κάθε περίπτωση βέβαια είναι διαφορετική της άλλης, το γεγονός όμως ότι καθολικά σχεδόν αγνοούνται από την Διοικούσα Εκκλησία είναι νομίζω ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο εκκλησιαστικός χώρος «εκτιμά» την «προσφορά» τους.
Δεν μπορώ να γνωρίζω τα κίνητρα καθενός που γράφει. Το βέβαιο είναι ένα: υπερασπιζόμαστε τις αρχές και τις αξίες μας, μόνο όταν εκφράζουμε έναν λόγο στιβαρό αλλά νηφάλιο, που κι αν δεν πείσει – και πράγματι αρκετοί δεν θέλουν να πεισθούν – τουλάχιστον προβληματίζει. Στεκόμαστε στο πλευρό της Εκκλησίας μας μόνο όταν εκφράζοντας την ατράνταχτη και ακλόνητη πίστη μας διατρανώνουμε όχι μόνο το βίωμα της Εκκλησίας μας, αλλά και το εκκλησιαστικό ήθος που διδαχθήκαμε και προσλάβαμε στον εκκλησιαστικό χώρο. Και το ήθος αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα: εμπιστοσύνη στους ποιμένες και τους Επισκόπους μας, και έκφραση των απόψεών μας με κοσμιότητα, αξιοπρέπεια και νηφαλιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό κομπορρημοσύνες, ύβρεις, υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και απαξιωτικές διαπιστώσεις περιττεύουν.