Την περίοδο μεταξύ 1988-1991, όπως και στα μετέπειτα χρόνια, δίδασκα κατά διαστήματα στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός» του Πατριαρχείου Αντιοχείας, κατ’ αρχάς την Ελληνική γλώσσα και έπειτα την Ηθική και την Βιοηθική, και γνώρισα σχεδόν όλους τους Αρχιερείς του Πατριαρχείου καί, βεβαίως, τους φοιτητές, οι οποίοι στην συνέχεια έγιναν Επίσκοποι και Καθηγητές.
Έχω κρατήσει λεπτομερές ημερολόγιο από την εποχή εκείνη, στο οποίο παρουσιάζονται πρόσωπα και γεγονότα από την αποστολή μου στον Λίβανο –κατά την διάρκεια του εκεί εμφυλίου πολέμου– και την Συρία και το οποίο θα δημοσιευθή κατά τον κατάλληλο καιρό.
Στο τριπρόσωπο που καταρτίσθηκε για την εκλογή του νέου Πατριάρχη Αντιοχείας συμπεριλήφθηκε ο Μητροπολίτης ο από Δυτικής και Κεντρώας Ευρώπης και εκλεγείς νέος Πατριάρχης κ. Ιωάννης, ο Μητροπολίτης Χαλεπίου κ. Παύλος, και ο τοποτηρητής του Πατριαρχείου Μητροπολίτης Βόστρων κ. Σάββας.
Και με τους τρεις αυτούς Μητροπολίτες συνδέομαι από ετών και τους εκτιμώ. Και οι τρεις κατάγονται από την Λαττάκεια-Λαοδίκεια, πνευματικά τέκνα του νύν Μητροπολίτου Λαοδικείας κ. Ιωάννου, ενός σοβαρού και φιλομόναχου Επισκόπου.
Ο εκλεγείς Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης, όταν το 1988 πήγα για πρώτη φορά στον Λίβανο για να διδάξω στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, ήταν αρχιμανδρίτης και καθηγητής στην Σχολή αυτή και το επόμενο έτος ανέλαβε ως Σχολάρχης. Μέ την νέα του ιδιότητα με κάλεσε να διδάξω το μάθημα της Ηθικής, καθώς επίσης προσκάλεσε και τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τον οποίο είχε καθηγητή και εκτιμούσε.
Μού συμπαραστάθηκε ως γνήσιος αδελφός σε όλες τις δυσκολίες που συνάντησα, κυρίως από τον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στην περιοχή και την κατάσταση που επικρατούσε στην Σχολή, και με βοήθησε αποτελεσματικά στο έργο μου. Μάλιστα μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το ότι μου ζήτησε να ομιλήσω σε όλους τους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής για την νοερά προσευχή, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, και εκείνος μετέφραζε στην αραβική γλώσσα με πολλή χαρά και ενθουσιασμό, που σημαίνει ότι αγαπά την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.
Ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, Μητροπολίτης Βόστρων κ. Σάββας, τότε ήταν Διάκονος, και υπήρξε από τους πιο αγαπητούς μου φοιτητές στο μάθημα της Ηθικής, αλλά συγχρόνως είχαμε στενή καθημερινή επικοινωνία και με συνόδευε σε όλες τις περιοδείες και τις αποστολές μου στον Λίβανο και την Συρία. Επανειλημμένως επισκέφθηκα την Λαττάκεια, με δική του πρόσκληση, γνώρισα την οικογένειά του και υπήρξε ο μεταφραστής από την αγγλική στην αραβική γλώσσα σε πολλές ομιλίες τις οποίες έκανα τόσο στον Λίβανο όσο και στην Συρία.
Ο Μητροπολίτης Χαλεπίου κ. Παύλος είναι αδελφός του εκλεγέντος Πατριάρχου, και διαδέχθηκε τον αδελφό του ως Σχολάρχης στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή και με προσκάλεσε το έτος 2001 να διδάξω το μάθημα της Βιοηθικής, με πρόσκλησή του δε επισκέφθηκα την επαρχία του για διάφορες ομιλίες.
Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον εκλεγέντα Πατριάρχη Αντιοχείας κ. Ιωάννη.
Κατάγεται από μια ευλαβεστάτη οικογένεια από την Λαττάκεια της Συρίας. Γνώρισα την μητέρα του, φιλοξενήθηκα στο σπίτι τους, καθώς επίσης φιλοξενήθηκα στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταρτούς, στην οποία Ηγουμένη είναι η Γερόντισσα Μακρίνα, αδελφή του νύν Πατριάρχου και του Μητροπολίτου Χαλεπίου κ. Παύλου, που κάνει ένα σημαντικό έργο στην περιοχή.
Πράγματι, μια ευλογημένη οικογένεια, από την οποία προήλθαν δύο καλοί Επίσκοποι και μία ευλογημένη Γερόντισσα και προσφέρουν πολλά στην Εκκλησία.
Ο Πατριάρχης Ιωάννης, πέρα από τις σπουδές τις οποίες έκανε στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, απ’ όπου έλαβε και διδακτορικό δίπλωμα, υπό την επίβλεψη του αειμνήστου καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη και θέμα «Το Μυστήριο της Βαπτίσεως: Ιστορική, Θεολογική και Λειτουργική μελέτη», στην οποία φαίνεται ο σύνδεσμος του Μυστηρίου του Βαπτίσματος με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Το σημαντικό είναι ότι ομιλεί άριστα την ελληνική γλώσσα, εκτός από την αραβική, την αγγλική και την γαλλική. Έκανε χρέη μεταφραστή σε πολλές ομιλίες που έκανα στον Λίβανο, την Συρία και την Δαμασκό και κατάλαβα ότι είναι ικανότατος χειριστής της ελληνικής γλώσσας.
Είναι πολύ καλός θεολόγος και γνώστης της πατερικής θεολογίας, την οποία μελέτησε από τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και από την εμπειρία την οποία απέκτησε στο Άγιον Όρος, διότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου Αγίου Όρους, κάτω από την επίβλεψη του ηγουμένου π. Παρθενίου.
Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα είχε Πνευματικό Πατέρα τον μακαριστό π. Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, Πνευματικό τότε του Ιερού Ησυχαστηρίου της Σουρωτής και μετέπειτα της Κοιμήσεως Θεοτόκου Μάκρης Αλεξανδρουπόλεως.
Πολλά είναι τα χαρίσματα, τα οποία κοσμούν την προσωπικότητά του. Είναι ευφυής, διακριτικός, σταθερός στις απόψεις του, επικοινωνιακός, συνετός, διαθέτει εκκλησιαστικό φρόνημα, αγαπά τον μοναχισμό και αγαπά την Ελλάδα και το Άγιον Όρος. Μάλιστα μερικοί τον αποκαλούσαν: «ο Έλληνας». Αγαπά την Ρωμηοσύνη, γι’ αυτό και σεβόταν πολύ τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που ήταν και διδάσκαλός του.
Όταν ήμουν στον Λίβανο συζητούσαμε επί ώρες και ημέρες για όλα τα προβλήματα που απασχολούσαν την περιοχή και την Εκκλησία της Αντιοχείας και καταλάβαινα το γνήσιο φρόνημα που τον διέκρινε καί, βέβαια, την αγάπη του στον Θεό, την Ορθόδοξη Παράδοση και την Εκκλησία.
Ήταν από τους Κληρικούς εκείνους που ενδιαφέρονταν για την σύνδεση των φοιτητών της Μπελεμεντείου Θεολογικής Σχολής με την Ελλάδα, το Άγιον Όρος και τις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και κατάρτιζε προγράμματα τακτικών επισκέψεων των φοιτητών στην Ελλάδα και τους Κληρικούς της. Φρόντισε να εισαχθή η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή.
Όταν πληροφορήθηκα την κατάρτιση του τριπροσώπου το οποίο αποτελείτο από εκλεκτούς και αγαπητούς αδελφούς μου, τους οποίους γνωρίζω πολύ καλά, χάρηκα πολύ και δόξασα τον Θεό. Καί, βεβαίως, η εκλογή του Μητροπολίτου Δυτικής και Κεντρώας Ευρώπης Ιωάννου ως νέου Πατριάρχου Αντιοχείας με γέμισε χαρά.
Ελπίζω ότι θα αναδειχθή καλός Πατριάρχης στην δύσκολη αυτή περίοδο, αφού διαθέτει πολύ πείρα και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, θα αναζωπυρωθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ Πατριαρχείου Αντιοχείας και Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή του στις διορθόδοξες σχέσεις θα είναι πολύ σημαντική.–