Αγιαστικές μορφές στο Περιβόλι της Παναγίας
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Είναι αλήθεια, και σήμερα, αγιαστικές μορφές δεν έλειψαν, δεν απουσιάζουν και ούτε πρόκειται να εκλείψουν από τον Αγιώνυμο Άθωνα, αλλά και από την κτίση ολάκερη. Στέκουν και υπάρχουν γύρω και ανάμεσά μας, κρυφίως διάγουν και ησύχως πολιτεύονται, βιώνοντας τα χριστιανικά ιδεώδη και ασκούμενοι στο ασκητικό μονοπάτι της μόνωσης, της ολοκληρωτικής και αμέριμνης σχεδόν, εγκατάλειψής τους στην Πρόνοια του Θεού, στη Θεία Αυτού Βούληση.
Ειπώθηκαν πολλά και εγράφησαν περισσότερα και για τον μακαριστό γέρο-Βικέντιο, τον αγωνιστή μοναχό της Σκήτης της Αγίας Άννης. Πολύκλαυστος, ανεπιδιώκτως επιβλητικός στην απλότητά του, μειλίχιος, με το ευγενές και θάλπον ὐφος του, διαρκώς να αγωνιά και να αδημονεί για την σωτηρία της ψυχής του: «Ο γέρο-Βικέντιος ήταν γεμάτος φυσική απλότητα. Όπου κι αν βρισκόταν, προσευχόταν με δυνατή φωνή. Στα μονοπάτια, στο Κυριακό, στις συναντήσεις του με τους άλλους. «Σώσε με, Παναγία μου. Σώσε με. Ελέησέ με», τον ακούγαμε συχνά να φωνάζη. Η φωνή του έβγαινε με πόνο, με αγωνία, σαν από πληγωμένα στήθη. Η πονεμένη κραυγή του θύμιζε τα σοφά λόγια του αγίου Μακαρίου: «Εάν δε στενάξη η ψυχή και βοήση προς τον Θεόν, εξαποστέλλει αυτή τον πνευματικόν Μωϋσέα, τον λυτρούμενον αυτήν εκ της δουλείας των Αιγυπτίων. Αλλά πρώτον βοά και στενάζει και τότε της απολυτρώσεως την αρχήν λαμβάνει». Τον απασχολούσε ακατάπαυστα η υπόθεσις της σωτηρίας. Τού δημιουργούσε ψυχική οδύνη. Όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο, μετά το «ευλογείται», συνήθιζε να ερωτά με την βαρειά ρουμελιώτικη προφορά του, γιατί καταγινόταν από τα μέρη του Καρπενησίου: «Τι λες, ωρέ πάτερ, θα σωθούμε;». Τίποτε άλλο δεν έλεγε. Τίποτε άλλο δεν τον απασχολούσε. Ήταν ένας άλλος Εφραίμ Σύρος στην κατάνυξι» (Από το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 152-153).