Αγιολόγιο: Όσα θυμάμαι από τον Όσιο Ιάκωβο
Ασκητικός, αδύνατος, πολύ αδύνατος και πάντα να λάμπει, ωσάν να ελάμβανε ένα άλλο υπερκόσμιο φως, ικανό να τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσά μας.
Του Δημητρίου Λυκούδη,
Δ/ντου της Εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Τον Γέροντα τον γνώρισα στα 1989, τέλη Σεπτεμβρίου. Ήμουν μαθητής της Πέμπτης Δημοτικού και μαζί με άλλους μεγαλύτερους στην ηλικία, οικογενειάρχες τότε, μού επέτρεπαν οι γονείς μου, συχνότατα είναι αλήθεια, να πηγαίνω στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυίδ. Είχα αγαπήσει από μικρός τον Όσιο Δαυίδ και αυτό στάθηκε η αφορμή, σε μια από τις επισκέψεις μου, να γνωρίσω και τον οσιακό Γέροντα ή «παππού», έτσι τον φώναζα.
Τότε δεν είχε κόσμο η Μονή. Όλα ήταν διαφορετικά, πιο ήσυχα, πιο κατανυκτικά. Θυμάμαι ο Γέροντας είχε δώσει εντολή και κανόνα από τότε, να μην κλείνει ποτέ η κεντρική πόρτα της Μονής. Όποιος ερχόταν από κοντά ή μακριά, να βρίσκει ανοιχτό το μοναστήρι. Τότε δεν υπήρχε αυτό το πέτρινο εισαγωγικό κομμάτι στάθμευσης προ της Μονής, μετά ανηγέρθη. Και, αυτή την εντολή τη διατήρησαν οι Πατέρες της Μονής έως και σήμερα.
Ο Γέροντας ήταν απλός, πιο απλός και από ένα μικρό παιδί.Εκεί που τον έβλεπες στο Ναό όρθιο, εκεί κουλουριαζόταν, πότε μαζεμένος σε μια γωνιά, πότε μπροστά στο ηγουμενικό στασίδι του, ψάλλοντας, κλαίγοντας, ψιθυρίζοντας στους φίλους αγίους του.. Φιλακόλουθος, πράος, ιλαρός, ανεπιτήδευτος.
Θυμάμαι τον ρωτούσα με απορία: «Γέροντα είσαι άγιος;» και εκείνος χαριτωμένα με χαστούκιζε και άλλαζε κουβέντα. Πού να επιτρέψει σε κάποιον μεγαλύτερο στα χρόνια να του κάνει αυτή την ερώτηση! Δεν τα ήθελε αυτά, θύμωνε!
Του άρεσε πολύ να πίνει έναν ελληνικό καφέ, το πρωί, μετά την ακολουθία, εκεί στην παλιά τραπεζαρία, εκεί που σήμερα λειτουργεί ως πρόχειρο αρχονταρίκι, δίπλα στην εσωτερική βρύση-αγίασμα. Μετά τη Θεία Λειτουργία, μοναχοί και ελάχιστοι επισκέπτες, είχαμε πολλές φορές την ευλογία να βλέπουμε τον Γέροντα και να ακούμε όσα σύντομα μα τόσο πνευματικά και εμπειρικά λόγια μάς έλεγε. Τα θυμάμαι σαν και εχθές. Επέμενε μονίμως στο ζήτημα της πίστης, μονίμως. Αν μια φράση, αυτά τα δύο χρόνια που τον γνώρισα, κράτησα εντός μου, η οποία θεωρώ και πως τον χαρακτηρίζει, είναι η κάτωθι: «Νηστεύετε και προσέυχεσθε! Όλα είναι ολοζώντανα. Ζει Κύριος ο Θεός!».
Πολλά έχω να θυμάμαι, γιατί με παιδική απλότητα τον ρωτούσα και εκείνος, με την ίδια, ίσως και πλέον μεγαλύτερη, απαντούσε. Επέμενε στη νηστεία, επέμενε. Και όταν πολλές φορές δεν κρατούσα την υπόσχεσή μου και δεν τηρούσα τη νηστεία Τετάρτης και Παρασκευής, απλά, απροσποίητα, μα ως ωκεανός αγάπης, με μάλωνε, έπαιρνε ύφος αυστηρό! Λες και μπορούσε να γίνει αυστηρός εκείνος που ήταν «χαρά» Θεού η συναναστροφή του!
Ασκητικός, αδύνατος, πολύ αδύνατος και πάντα να λάμπει, ωσάν να ελάμβανε ένα άλλο υπερκόσμιο φως, ικανό να τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσά μας.
Θυμάμαι ωσάν και εχθές τις συμβουλές του, τα λόγια του, τις προτροπές και τις διδαχές του. Και, ακόμη και σήμερα, σαν σήμερα να ομιλεί, πολλά πραγματοποιούνται τώρα, πολλά απ᾿ όσα εκείνος μάς είχε τονίσει και γνωστοποιήσει από τότε.
Γέροντα Ιάκωβε, «παππού», πρέσβευε για εμάς και τον κόσμο σου. Πρέσβευε για το μοναστηράκι που τόσο αγάπησες. Πρέσβευε μαζί με τον Όσιο Δαυίδ και για τον τόπο ετούτο και για την κτίση όλη, απανταχού.
Παππού Ιάκωβε, δε σε λησμόνησα. Μα, πώς και να μπορέσω; Τόσο απλός, ιλαρός, ταπεινός. Τόσα μάς δίδαξες, τόσα μάς διδάσκεις!
Διαβάστε ακόμη: