Dogma

Άγιος Αντώνιος, των μοναζόντων ο πρόκριτος

Ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας (251-356 μ.Χ.) ανήκει στους ασκητές πρώτης γενιάς. Συνήθως λέμε για τα μηχανήματα, ότι τελειότερα είναι αυτά της τελευταίας γενιάς. Κινητά τηλέφωνα πέμπτης γενιάς. Μαχητικά F-16 τρίτης γενιάς και πάει λέγοντας. Εδώ όμως συμβαίνει το αντίστροφο. Οι αρχαίοι ασκητές είναι ανώτεροι από αυτούς της τελευταίας γενιάς. Όσο πιο πίσω, τόσο καλύτεροι. Όσο πιο παλιοί, τόσο ασκητικότεροι και αγωνιστικότεροι.

Έτσι, ο άγιος Αντώνιος αποτελεί σημείο αναφοράς της ασκητικής μας παράδοσης. Μαρτυρεί γι’ αυτόν ο επίσης σπουδαίος ασκητής της εποχής του όσιος Σισώης ο Μέγας (6 Ιουλ.), που όταν ρωτήθηκε αν έφτασε στα πνευματικά μέτρα του αγίου Αντωνίου, απάντησε: «Αν είχα έστω και έναν από τους λογισμούς (τα πνευματικά νοήματα) του αγίου Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν φωτιά». Σε τέτοια περιωπή είχαν τον Αντώνιο οι σύγχρονοί του.

Ο άγιος Αντώνιος είναι αυτός που τόλμησε να πει για τον εαυτό του τον φοβερό λόγο του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ’ αγαπώ αυτόν. Η γαρ αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι είχε γίνει «πνευματοφόρος», ήταν δηλαδή «πλήρης Πνεύματος Αγίου». Γνώριζε όσα γίνονταν στον κόσμο, αλλά και τα μέλλοντα, αν και απέφευγε να μιλάει για το χάρισμά του αυτό, για να μην τον τιμούν οι άνθρωποι.

Και όμως, αυτός ο κατά Θεόν σοφός, υπήρξε εντελώς αγράμματος κατά κόσμον. Ήταν μόνο «διδακτός Θεού». Η σοφία του υπερέβαινε τη σοφία του κόσμου. Παρά την αγραμματοσύνη του, γνώριζε την Αγία Γραφή. Και δίδασκε, ότι προϋπόθεση για να την κατανοήσει κανείς, είναι η ταπείνωση.

Τον επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί μοναχοί και ο άγιος, για να τους δοκιμάσει, ανέφερε κάποιο λόγο απ’ την Αγία Γραφή, και ζήτησε να του τον εξηγήσουν. Όλοι έλεγαν τη γνώμη τους, ό,τι καταλάβαιναν, μα ο άγιος έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Μαζί του έτυχε να είναι τότε και κάποιος αββάς Ιωσήφ. Μετά από όλους τον ρώτησε και αυτόν: «Εσύ τί νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος αυτός;» «Ουκ οίδα», είπε ο αββάς Ιωσήφ. «Δεν γνωρίζω». Και λέγει ο άγιος Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ, λέγοντας “ουκ οίδα”, βρήκε τον δρόμο για να το μάθει».

Η ταπείνωση, «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα», ανοίγει την οδό για τη γνώση. Προσωπικές γνώμες δεν μετράνε εδώ. Για την κατανόηση «των ευαγγελικών κηρυγμάτων» απαιτείται «το της θεογνωσίας ακήρατον φως». Θεία έλλαμψη που διανοίγει «τους της διανοίας ημών οφθαλμούς».