«Μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, καί, μὴ ὄντας ὁ ἄνθρωπος σὲ θέση νὰ ἀντέξει τὸ ἄκτιστο φῶς, “ἐκρύβη ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ” καὶ ὁ Θεὸς ἀποτραβήχτηκε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ φόβο μήπως ἐκμηδενίσει τὸν παραβάτη μὲ τὴν ἁγία παρουσία Του.
Τότε ἦταν ποὺ Ἐκεῖνος ὄντας Ἕνας σὲ Τρία Πρόσωπα, ἀπὸ ἀνείπωτο ἔλεος πρὸς τὸ ἀποξενωμένο ἄνθρωπο τὸν πλησίασε μὲ διαδοχικὲς ἀποκαλύψεις, ὥστε “ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”, νὰ μπορέσει νὰ αὐξηθεῖ καὶ γιὰ ἀκόμη μία φορὰ νὰ ἀνυψώσει τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο…
Πρέπει νὰ δοῦμε τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σὰν ἕνα θαῦμα ποὺ δόξασε τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ συνδέεται οὐσιαστικὰ μὲ τὴν σωτηρία μας»