Dogma

Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ” Παναγία μου, φώτισόν μου το σκότος ”

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έφυγε από την Πόλη και, όπως ξέρουμε, πήγε όχι απλώς στο Άγιον Όρος αλλά σε ερημικό μέρος του Αγίου Όρους και έκραζε: «Παναγία μου, φώτισόν μου το σκότος». Έλεγε λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος ότι μία είναι η εντολή: η μετάνοια η αληθινή.

Διότι εκείνος ο οποίος θα δει τι σκοτάδι έχει μέσα του, τι αντίδραση, τι ξηρασία, τι αναισθησία έχει μέσα του, αυτός θα κράζει: «Φώτισέ με». Γιατί ακριβώς μόλις έρχεται το φως, φεύγει το σκοτάδι. Και μόλις φύγει το φως, έρχεται πάλι το σκοτάδι.

Δεν ξέρω αν ζήσατε τέτοιες καταστάσεις. Όσοι κάναμε στην ύπαιθρο, έχουμε τέτοιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Έβγαινε ο ήλιος τον Μάρτιο μήνα, και είχε μια ζεστασιά. Μόλις όμως κρυβόταν ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα, και αν συνέβαινε να έχει και χιόνι κάτω, πάγωναν όλα και ήταν ολοσκότεινα. Αμέσως δηλαδή δημιουργείται άλλη κατάσταση. Σ’ αυτή την περίπτωση ακόμη και προκειμένου για το σώμα του θα ήθελε κανείς να ξαναβγεί ο ήλιος για να τον ζεστάνει, θα ήθελε να βρει φωτιά για να ζεσταθεί.

Όταν συνειδητοποιήσεις στην πράξη, βιωματικά τι σημαίνει να λείπει από μέσα σου το φως του Θεού και να ασφυκτιάς μέσα στο σκοτάδι, τότε κράζεις: «Κύριέ μου, φώτισόν μου το σκότος». «Υπεραγία Θεοτόκε, φώτισόν μου το σκότος». Σε όλα τα γραπτά του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι δεν πιστεύουμε απλώς θεωρητικά, αλλά ότι όντως έρχεται μέσα στον άνθρωπο το φως του Θεού. Όχι θεωρητικά· αληθινά.

Νιώθει κανείς το φως αυτό, το ζει, το βιώνει, το χαίρεται, και εκχύνεται το φως αυτό και προς τα έξω. Όντως έρχεται η χάρη, όντως έρχεται το φως του Θεού, όντως έρχεται ο ίδιος ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο. Και χρειάστηκε να τα πει και να τα γράψει αυτά ο άγιος, ακριβώς διότι βρέθηκαν οι δυτικοί, οι οποίοι δεν τα πιστεύουν αυτά, αλλά και εδώ, κυρίως στην Πόλη, υπήρχαν κάποιοι οι οποίοι μπορεί να ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά ήταν δυτικόπληκτοι και τα έβαλαν μαζί του.

Και γι’ αυτό λοιπόν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» δεν είναι μια θεωρητική προσευχή. Λέγοντας πάλι και πάλι την ευχή, είναι, αν επιτρέπεται να πούμε, όπως βάζει κανείς μέσα του μία-μία τις μπουκιές τρώγοντας και αισθάνεται ότι έφαγε. Δεν είναι απλώς θεωρητικά τα πράγματα, αλλά έχει κανείς μέσα του τον Χριστό. Γι’ αυτό εν σχέσει με τις άλλες αρετές, όπως λέει ο άγιος, κυρίως με την αρετή αυτή, που λέγεται προσευχή, τελεσιουργείται αυτή η σύγκραση του ανθρώπου και του Θεού.

Όπως, αν επιτρέπεται να πούμε, βάζεις σε ένα κατάλληλο σκεύος το λεμόνι, βάζεις και το λάδι και, αν προσέξεις, καίτοι τα έβαλες μαζί, είναι χωριστά, δεν αναμείχθηκαν, και θα χρειαστεί πολύ να το χτυπήσεις το υγρό αυτό για να αναμειχθεί για τα καλά το λεμόνι με το λάδι. Έτσι κατ’ αναλογίαν, λέγοντας την ευχή, γίνεται αυτή η σύγκραση. Όντως δηλαδή κανείς εισέρχεται στη χάρη του Θεού και όντως δέχεται τη χάρη του Θεού. Δεν είναι απλώς μια αρετή εξωτερική.

Βέβαια, εδώ που τα λέμε, τελικά όλες οι αρετές οδηγούν εκεί, στην προσευχή, δια της οποίας γίνεται η σύγκραση του ανθρώπου και του Θεού, καθώς εκείνος που θα κάνει υπομονή, θα κάνει και προσευχή, εκείνος που θα αγαπά, θα κάνει και προσευχή ή εκείνος ο οποίος θα ταπεινώνεται, θα κάνει και προσευχή, και είναι όλες οι αρετές μαζί.

Παρακαλώ πολύ να μην αρκεστούμε απλώς στα θεωρητικά, στα συνηθισμένα, απλώς στο ότι είμαστε χριστιανοί, και αφήνουμε μέσα στην καρδιά μας να είναι οτιδήποτε άλλο. Μέσα στην καρδιά μας να πιστέψουμε στον Χριστό, μέσα στην καρδιά μας να αγαπήσουμε τον Χριστό. Όλο τον εαυτό μας να τον δώσουμε στον Χριστό με πίστη απόλυτη, και ο Κύριος, όπως έκανε με όλους τους αγίους, θα κάνει και μ’ εμάς. Θα μας δώσει πνευματικά, ουράνια βιώματα, θα μας δώσει την αληθινή ζωή.

Και εδώ που τα λέμε, τότε αρχίζει κανείς να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, από τη ρουτίνα. Καθώς γλυκαίνεται η ψυχή από τη θεία ζωή που δίνει ο Κύριος, ορμά και μάλιστα ακαρτέρητα, αν επιτρέπεται να πούμε, ορμά όσο μπορεί περισσότερο προς τον Χριστό.

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Νοέμβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2019, σελ. 195.