Του Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας, ποὺ κράτησε σχεδὸν τέσσερεις αἰῶνες, ἦταν γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ μιὰ ἰδιαίτερα δύσκολη ἱστορικὴ περίοδος. Σ’ ἐκεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια, ποὺ ὅλα «τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά», κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Διονυσίου Σολωμοῦ, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες – Ρωμιοὶ βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ τὸν πειρασμὸ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, μὲ τοὺς διωγμούς, τὴν καταπίεση καὶ τὸ μαρτύριο, μὲ τὴν ἔλλειψη παιδείας, τὴν ἀγραμματοσύνη, τὴν ἄγνοια. Ἡ Ἐκκλησία σὰν φιλόστοργη μάνα, ποὺ ἀγκαλιάζει προστατευτικὰ τὰ παιδιά της, καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωὴ ἦταν ἐκεῖνοι οἱ παράγοντες ποὺ κράτησαν ὄρθιο τὸν Ἑλληνισμὸ σ’ αὐτὴ τὴ μακραίωνη τραγικὴ ἱστορικὴ περίοδο, ὅσο κι ἂν διάφοροι στρατευμένοι «διανοούμενοι» ἐνοχλοῦνται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴ διαγράψουν.
Ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν ἄφησε οὔτε τότε τὰ παιδιά του στὸ ἔλεος τῶν βαρβάρων κατακτητῶν. Τὰ προστάτευσε ποικιλοτρόπως μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του. Τὸ πλῆθος τῶν νεομαρτύρων κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν μιὰ συνεχὴς τρανὴ ἀπόδειξη, ὅτι οἱ ἀλλόθρησκοι κατακτητὲς δὲν μποροῦσαν μὲ κανένα βίαιο μέσο νὰ ὑποτάξουν τὶς ψυχὲς τῶν ὑποδούλων Ρωμιῶν. Δὲν ἦταν, ὅμως, μόνο τὸ πλῆθος τῶν νεομαρτύρων. Ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς φωτισμένων Διδασκάλων τοῦ Γένους ἔδρασαν σ’ αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια, γιὰ νὰ κρατήσουν ζωντανὴ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ Ἱστορία. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς Διδασκάλους τοῦ Γένους ξεχωρίζουν οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες, ποὺ κράτησαν ζωντανὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς τὴν ἡσυχαστικὴ Παράδοση τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν λοιπῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων τοῦ 14ου αἰῶνος. Νὰ ὑπενθυμίσουμε μονάχα μερικὰ χαρακτηριστικὰ ὀνόματα: Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἅγ. Μακάριος Νοταρᾶς, Ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε στὶς 24 τοῦ Αὐγούστου, ἀνήκει τόσο στὴ χορεία τῶν νεομαρτύρων, ὅσο καὶ στὴ χορεία τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, τῶν φωτισμένων Διδασκάλων τοῦ Γένους. Ἡ Ἐκκλησία μας τὸν τιμᾶ ὡς Ἰσαπόστολο καὶ ὡς Ἱερομάρτυρα. Ὑπῆρξε ὄντως μιὰ φωτεινὴ ἀποστολικὴ φυσιογνωμία τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας, ἱεραπόστολος καὶ ἐθναπόστολος, ὁ ὁποῖος σφράγισε τὸ ἀσύλληπτο σὲ ἔκταση καὶ ποιότητα ἀποστολικό του ἔργο μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή του. Ὑπῆρξε ἀκόμη θεοφώτιστος Προφήτης τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ θαυματουργὸς Ἅγιος. Κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἔθνῶν Παύλου γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια περιόδευε ἀνάμεσα στοὺς ὑπόδουλους ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς (τουρκοκρατούμενους, ἀλλὰ καὶ φραγκοκρατούμενους) καὶ δίδασκε, νουθετοῦσε, στήριζε, παρηγοροῦσε. Ὁ σκοπός του, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ στὴ συνέχεια, δὲν ἦταν νὰ ξεσηκώσει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες ἐναντίον τοῦ κατακτητῆ, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἐθνική τους ἐλευθερία, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ γίνουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ κερδίσουν τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἀπαύγασμα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δὲν ἀφοροῦσε μόνο στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας. Ἦταν καὶ παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρο. Ἰδιαίτερα στὴν τόσο δύσκολη καὶ μπερδεμένη ἐποχή μας ὁ λόγος του εἶναι ἄκρως ἐπίκαιρος. Μπορεῖ νὰ μὴν ζοῦμε σήμερα σὲ δεδομένα Τουρκοκρατίας ἢ Φραγκοκρατίας, μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει σήμερα ἡ ἔλλειψη κοσμικῆς παιδείας ποὺ ὑπῆρχε τότε, ζοῦμε ὅμως στὰ δεδομένα μιᾶς ἄλλης μεταμοντέρνας σκλαβιᾶς καὶ ὑποδούλωσης, χειρότερης ἴσως ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὴ Φραγκοκρατία, καὶ πάσχουμε ἀπὸ φοβερὴ ἔλλειψη ἀληθινῆς παιδείας, ἐκκλησιαστικῆς παιδείας. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ἀθεΐα, οἱ λογιῶν λογιῶν αἱρέσεις καὶ οἱ λοιπὲς παραχαράξεις τῆς χριστιανικῆς πίστης, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ κοσμικό, ὑλιστικό, καταναλωτικὸ – εἰδωλολατρικὸ πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἁλώσει τὰ πάντα· τὸ φοβερὸ σαράκι τῆς ἐκκοσμίκευσης, ποὺ ἀπειλεῖ ἐν πολλοῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἰτωλία, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται Αἰτωλός. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μέγα Δένδρο τῆς Αἰτωλοακαρνανίας τὸ ἔτος 1714 μ.Χ. καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Κώνστας. Σὲ ἡλικία 35 χρόνων (1749) μετέβη γιὰ σπουδὲς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου λειτουργοῦσε τότε ἡ περίφημη Ἀθωνιάδα Σχολή. Ἀπόδειξη τῆς ἰδιαίτερης ἀκμῆς τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸ 1752 τὴ διηύθυνε καὶ δίδασκε σ’ αὐτὴν ὁ πολὺς Εὐγένιος Βούλγαρης. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του (1759), ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μεταβαίνει στὴ Μονὴ Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Κοσμᾶς. Σύντομα γίνεται ἱερομόναχος, ἡ καρδιά του ὅμως φλέγεται κυριολεκτικὰ γιὰ τὴν ἱεραποστολή. Ἡ βαθειὰ ταπείνωσή του, ὡστόσο, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ κάνει ἀπὸ μόνος του κάποιο βῆμα, ὅσο κι ἂν ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του βοᾶ. Ἀρχίζει τὴν ἱεραποστολική του δράση μόνο ἀφοῦ ἐξασφαλίζει τὴν εὐλογία τῶν πνευματικῶν του πατέρων στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρχιερέων καὶ Διδασκάλων τῆς Κων/πόλεως. Ἔλαβε μάλιστα ἔγγραφη ἄδεια γιὰ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἀπὸ τὸν τότε Πατριαρχεύοντα Σεραφεὶμ τὸν ἐκ Δελβίνου, ἐνῶ ἀργότερα ἔλαβε νέα ἄδεια καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο.
Μὲ ἐπίσημη, λοιπόν, ἄδεια καὶ εὐλογία ἀρχίζει τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, ποὺ διήρκεσε, ὅπως ἀναφέραμε, εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ἔκανε τρεῖς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες σὲ ὅλη τὴν ὑπόδουλη Ἑλλάδα (τουρκοκρατούμενη καὶ φραγκοκρατούμενη), ἀλλὰ καὶ στὴ Βόρεια Ἥπειρο (τὴν ἀρχαία Ἰλλυρία), ὅπου τελικὰ μαρτύρησε. Πῶς κατάφερε νὰ ἐπιβιώσει διεξάγοντας τέτοιο κοσμογονικὸ ἔργο γιὰ δύο ὁλόκληρες δεκαετίες; Ἐπιδεικνύοντας μεγάλο σεβασμὸ ἀπέναντι στὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τῆς ἐποχῆς του, τόσο τὶς ἐκκλησιαστικὲς (Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς) ὅσο καὶ τὶς κοσμικὲς (ὀθωμανικὲς καὶ φραγκικές).
Λόγῳ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, ποὺ προσέτρεχε ν’ ἀκούσει τὸ κήρυγμά του, δίδασκε πάντοτε σὲ ὑπαίθριους χώρους Κατασκεύαζε πρώτα ἕναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, τὸν ὁποῖο ἔστηνε ἐκεῖ ὅπου θὰ γινόταν ἡ διδασκαλία. Τοποθετοῦσε ἐπίσης ἕνα σκαμνί, πάνω στὸ ὁποῖο ἀνέβαινε καὶ δίδασκε. Τὸ σκαμνὶ τὸ ἔπερνε μαζί του ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο, τὸν ξύλινο σταυρὸ ὅμως τὸν ἄφηνε γιὰ νὰ θυμοῦνται οἱ ἐκεῖ Χριστιανοὶ τὸ κήρυγμά του. Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἔκφραση καὶ ξεχείλισμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ βαθειᾶς ταπείνωσης. «Διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμιν», συνήθιζε νὰ λέει, «ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ’ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶνε» (Διδαχὴ Α’)
Ὁλόκληρη ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του κινεῖται σαφέστατα στὴ λογικὴ τοῦ σταυροῦ, στὴ λογικὴ δηλαδὴ τῆς θυσίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ὁ σταυρὸς ποὺ ἔστηνε σὲ κάθε τόπο ὅπου δίδασκε ἦταν μιὰ συνεχὴς ὑπενθύμιση τοῦ θανάτου, ἦταν μιὰ ἀδιάκοπη αἴσθηση τοῦ μαρτυρίου. Τονίζοντας στοὺς Χριστιανοὺς ὅτι δὲν εἶχε ἀπολύτως τίποτα δικό του, προσέθετε ὅτι καὶ τὸ σκαμνὶ ποὺ κουβαλοῦσε μαζί του δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ εἰκόνα τοῦ τάφου του. «Καὶ τὸ σκαμνὶ ὁποὺ ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου» (Διδαχὴ Α’). Ἡ αἴσθηση καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου εἶχαν τέτοια δύναμη μέσα του, ὥστε ἔλεγε: «Τὸν Χριστό μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου» (Διδαχὴ Α’).
Μιὰ βασικὴ παράμετρος τοῦ ὅλου ἀναγεννητικοῦ του ἔργου ἦταν ἡ μεγάλη σημασία ποὺ ἀπέδιδε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ στὴν ἐν γένει μόρφωση, ἀλλὰ καὶ στὴ δημιουργία σὲ κάθε τόπο ποὺ ἐπισκεπτόταν ἑλληνικῶν σχολείων. Μὲ δικές του ἐνέργειες κτίστηκαν 210 ἑλληνικὰ σχολεῖα καὶ ἄλλα 1100 κατώτερα σχολεῖα. «Ἕνας αὐτὸς ἀνεπλήρωσε τὴν ἔλλειψιν Ὑπουργείου Παιδείας κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τῆς Τουρκοκρατίας», σημειώνει ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος στὸ μνημειῶδες βιβλίο του γιὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. «Χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος» (Διδαχὴ Α’), ἔλεγε ὁ Ἅγιος μὲ νόημα. «Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσε τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡσὰν θηρία;» (Διδαχὴ Β’). «Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχῃς ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χώραν σου, παρὰ νὰ ἔχῃς βρύσες καὶ ποτάμια· καὶ ὡσὰν μάθῃς τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος» (Διδαχὴ Ε’).
Μὴ διανοηθεῖ κανεὶς νὰ σκεφθεῖ, βεβαίως, ὅτι στόχος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἦταν ἁπλῶς ν’ ἀνοίγουν σχολεῖα, γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ Ἕλληνες κοσμικὰ μονάχα γράμματα. Στόχος του ἦταν νὰ μαθαίνουν οἱ Ἕλληνες γράμματα ποὺ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, γράμματα ποὺ νὰ ἀποβλέπουν στὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰς ἐκκλησίας· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» (Διδαχὴ Ε’), τόνιζε μὲ ἔμφαση. «Διότι ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶνε ψυχή, σῶμα …» (Διδαχὴ Α’). Πόσο ἐπίκαιρος εἶναι σήμερα ὁ λόγος τοῦ Πατροκοσμᾶ! Σὲ μιὰ ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία πασχίζουν μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια κάποιοι δῆθεν «φωτισμένοι» καὶ κάποιοι δῆθεν «εἰδήμονες» νὰ βγάλουν ἔξω ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας ὅ,τι θυμίζει Ἐκκλησία, ὅ,τι θυμίζει Χριστό, ὅ,τι θυμίζει ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς προέτρεπε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ νὰ κοινωνοῦν συχνά, νὰ νηστεύον καὶ νὰ προσεύχονται. «Ὅσον ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, νηστεύει καὶ προσεύχεται, τόσον κατακαίεται καὶ φεύγει ὁ διαβολος» (Διδαχὴ Α’). Συμβούλευε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν, ἂν ἦταν δυνατόν, καθημερινά. «Νὰ βάνητε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κάθε ἡμέραν, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ χώρα σας» (Διδαχὴ Η’). Συνιστοῦσε στὸν λαὸ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Σᾶς συμβουλεύω νὰ κάμετε ἀπὸ ἕνα κομβολόγι μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ νὰ τὸ κρατῆτε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι, καὶ μὲ τὸ δεξιὸ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ λέγετε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλον σου» (Διδαχὴ Γ’). Φρόντισε ἀκόμη νὰ φτιαχτοῦν κολυμβῆθρες καὶ νὰ σταλοῦν σὲ ὅλα τὰ χωριὰ ποὺ δὲν εἶχαν, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τελεῖται σωστὰ τὸ Μυστήριο τῆς Βαπτίσεως.
Ἡ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ ἐποχὴ ποὺ στὴν Εὐρώπη κυκλοφοροῦσαν διάφορες ἀθεϊστικὲς θεωρίες, ποὺ ἀποτελοῦσαν θανάσιμο κίνδυνο καὶ γιὰ τοὺς ὑπόδουλους Ρωμιούς. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἦταν σὲ καμιὰ περίπτωση ἕνας λόγιος Διαφωτιστής. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ στὴ δύσκολη ἐποχή του, ἕνας αὐθεντικὸς κρίκος στὴν ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα τῆς ζωντανῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς Παραδόσεως. Ὁ λόγος του ἐπ’ αὐτοῦ ἦταν σαφέστατος: «Ἀφήνομεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὰς φλυαρίας τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀθέων, καὶ λέγομεν μόνον ὅσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Προφήτας, Ἀποστόλους καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν …» (Διδαχὴ Α’).
Μιὰ ἄλλη βασικὴ παράμετρος τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἔργου, ἐξίσου ἐπίκαιρη στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή μας ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μαμωνᾶ, ἦταν ἡ προσπάθειά του νὰ καταργήσει τὰ παζάρια τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ τὰ μεταφέρει στὸ Σάββατο. Μὲ προφητικὸ ζῆλο ἔλεγε στοὺς Χριστιανούς: «Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν» (Διδαχὴ Δ’). Αὐτὴ ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο, προκάλεσε τὸ μίσος τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἔπαθαν ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς οἰκονομικὴ καταστροφή. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ἐνῶ μέχρις ἑνὸς σημείου τῆς ἱεραποστολικῆς του δράσεως ποτὲ δὲν εἶπε ἀρνητικὸ λόγο γιὰ τοὺς Ἑβραίους, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ τὸ μίσος τους ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ τέλους γιὰ τὸν Ἅγιο.
Οἱ ῾Εβραῖοι δωροδόκησαν τὸν Κοὺρτ Πασᾶ, ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὸ Μπεράτι τῆς Βορείου Ἡπείρου, μὲ σκοπὸ νὰ θανατώσει τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε. Ὁ Ἅγιος προεῖδε τὸ μαρτυρικό του τέλος καὶ δέχθηκε μὲ χαρὰ τὴν ἀπόφαση γιὰ θανάτωσή του, ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή του, ὅπως εἴδαμε, ἦταν μιὰ πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο τόσο ποθοῦσε. Ὅταν οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, στὸ χωριὸ Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἡπείρου, γονάτισε, προσευχήθηκε θερμά, σηκώθηκε καὶ εὐλόγησε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ παραδόθηκε χωρὶς καμιὰ ἀντίσταση. Ἦταν ἡ 24η Αὐγούστου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1779 καὶ ὁ Ἅγιος ἦταν μόλις 65 χρόνων. Τὸ Τίμιο Λείψανό του τὸ ἔριξαν οἱ δήμιοί του σ’ ἕνα ποτάμι μὲ μιὰ μεγάλη πέτρα στὸν λαιμό. Τρεῖς μέρες ἀργότερα τὸ βρῆκε ἕνας εὐλαβὴς ἱερέας νὰ στέκεται πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ σὰν νὰ ἦταν ζωντανό. Ὁ Κοὺρτ Πασᾶς μετανόησε, βεβαίως, γιὰ τὴν ἄδικη καὶ βάρβαρη πράξη του, ἦταν ὅμως πλέον ἀργά.
Σὲ μεταγενέστερο στάδιο, μὲ προσταγὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἰδιαιτέρως τὸν εὐλαβεῖτο καὶ τὸν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο, ἔγινε ἀνακομιδὴ τοῦ Τιμίου Λειψάνου του καὶ κτίστηκε Μοναστήρι ἐπ’ ὀνόματί του. Ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ εὑρισκόταν μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ στὸ σαράι του στὰ Ἰωάννινα ὑπὸ τὴν εὐθύνη τῆς συζύγου του Βασιλικῆς, ἡ ὁποία, νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐν προκειμένῳ, παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της Ὀρθόδοξη Χριστιανή. Ὁ Ἀλῆ Πασᾶς, μάλιστα, ὅταν βρέθηκε σὲ ὥρα μεγάλης ἀνάγκης, ὅταν ἦταν δηλαδὴ πολιορκημένος ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Χουρσὶτ Πασᾶ, διέταξε καὶ λιτανεύτηκε ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου.
Θὰ κλείσουμε αὐτὴ τὴν ἀναφορά μας στὸν Ἱερομάρτυρα καὶ Ἰσαπόστολο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, τὸν φωτισμένο Διδάσκαλο καὶ τὸν θεοφώτιστο Προφήτη τοῦ Γένους, μὲ ἕνα λόγο του διαχρονικὸ καὶ ἄκρως ἐπίκαιρο: «Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας» (Διδαχὴ Δ’).
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 37 (2017), σ. 102-108, καὶ στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου “Ἀπόστολος Βαρνάβας”, Τόμος 79 (2018), σ. 568-573).