Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο «διδάκτωρ» της Εκκλησίας

  • Δόγμα

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου-Φιλολόγου, Υπ. Δρα ΕΚΠΑ

Ο Κύριλλος γεννήθηκε το 378 στο Θεοδόσιο, ένα προάστιο της Αλεξάνδρειας[1]. Σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα του  και την κηδεμονία και όλη φροντίδα του ανέλαβε ο θείος του Θεόφιλος, ο και χρηματίσας αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (το διάστημα 385-412)[2]. Σε σχετικά νεαρή ηλικία, ο Κύριλλος ασπάσθηκε το μοναχικό βίο στην έρημο της Νιτρίας. Είναι το διάστημα που θα επιδοθεί στη μελέτη της θεολογικής αλλά και της θύραθεν επιστήμης[3].

Μετά την παρέλευση πέντε ετών στην έρημο, χειροτονείται διάκονος και ιερέας από το θείο του Θεόφιλο[4]. Στις 17 Οκτωβρίου του 412, τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Θεόφιλου, ο Κύριλλος, με τη σύμφωνη γνώμη μεγάλου μέρους του κλήρου και του λαού, χειροτονείται και ενθρονίζεται αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας[5].

Οι πρώτες ενέργειες του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας ήταν χαρακτηριστικές: «Η από του 412 μέχρι του 428 περίοδος της αρχιερατείας του Κυρίλλου χαρακτηρίζεται εκ του εντόνου αγώνος αυτού κατά των παλαιών αιρετικών και των Εθνικών, αλλ΄ ήτο οπωσδήποτε ολιγώτερον ταραχώδης της επομένης περιόδου. Ως πρώτα μέτρα αυτού μνημονεύονται τα κατά του σχίσματος των Νοβατιανών, των οποίων τους ναούς έκλεισεν, αφού αφήρεσε τα ιερά αυτών σκεύη…»[6]. Ασφαλώς, οι πρώτες αντιδράσεις δεν άργησαν να αναδυθούν ενάντια στον ακάματο και δραστήριο ιεράρχη[7]. Δεν έφθανε όμως η αντιδικία μεταξύ Χριστιανών και του επάρχου Ορέστη. «Την ίδια περίοδο ο Κύριλλος αντιμετώπισε τους αιρετικούς Αρειανούς και τους διαδόχους τους που είχαν παραμείνει στην Αλεξάνδρεια»[8]. Αποκορύφωμα δε της αντιαιρετικής δραστηριότητας του σοφού ιεράρχου ήταν όταν στα 431 συγκλήθηκε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο, με πρόεδρο τον Κύριλλο[9], η οποία και, ως γνωστόν, καταδίκασε τον αιρετικό Νεστόριο και τη διδασκαλία του, δεσπόζουσα θέση της οποίας αποτελούσε η φράση «Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς. Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἤν. Ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον»[10].

Η νίκη του Κυρίλλου στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο δεν επέφερε και τον ποθούμενο τερματισμό των συγκρούσεων[11]. Παρά τις όποιες δυσκολίες, «ο Κύριλλος αγωνίστηκε για δέκα ακόμη χρόνια ενάντια στα υπολείμματα του Νεστοριανισμού. Πέθανε το 444. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει την μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με τη μνήμη του άλλου μεγάλου αλεξανδρινού Πατέρα, του Μ. Αθανασίου, όπως επίσης και στις 9 Ιουνίου»[12].

Το δε συγγραφικό έργο του Κυρίλλου είναι ωσαύτως πλούσιο ως και η εκκλησιαστική του δραστηριότητα. Εξηγητικό και ερμηνευτικό των κειμένων της Παλαιάς και Καινής  Διαθήκης, υπομνήματα, επιστολές, Ομιλίες εορταστικές, δογματικά, απολογητικά, αντιαιρετικά κ.ά. Δύναται να διακριθεί σε δύο περιόδους: στην πρώτη περίοδο, σε όσα δηλαδή συνέγραψε πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της μοναχικής του μόνωσης στην έρημο της Νιτρίας και σε αυτό της δευτέρας περιόδου, που σηματοδοτεί την αντιαιρετική του  δράση , κυρίως κατά τη μακραίωνη διάρκεια της αρχιερατείας του (412-444), με κυρίαρχη θέση τα αντινεστοριανικά του έργα[13].

Ο Κύριλλος ως πνευματική «σφραγίδα της πατερικής παραδόσεως»[14], άσκησε και, ακόμη και σήμερα, ασκεί τεράστια θεολογική επίδραση στην όλη διαμόρφωση της ορθόδοξη σκέψης. «Εις των πολυγραφοτέρων συγγραφέων ο Κύριλλος, παρήγαγε κείμενα επί όλων των τομέων της εκκλησιαστικής λογοτεχνίας. Τα σωζόμενα έργα του καταλαμβάνουν δέκα ογκώδεις τόμους, ενώ τα απολεσθέντα θα ηδύναντο να καταλάβουν αρκετούς τόμους ακόμη»[15]. Είναι αυτός ο εκκλησιαστικός άνδρας που δικαίως και αξίως δύναται να φέρει διαχρονικά τον τίτλο που τιμητικά του απέδωσαν ως «διδάκτωρ της Εκκλησίας»[16].

Παραπομπές:

[1] Για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας γέννησης του Κυρίλλου βλ., F.M. Abel, Saint d’ Alexandrie dansses rapport savec a Palestine, Kyrilliana: Spicilegia edita sancti Cyrilli Alexandrini XV recurrente saeculo, Cairo 1947, σελ. 230-231.

[2]Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Κυρίλλου που αναφέρεται στο θείο του: «…ἐγώ, διά τήν τοῦ Σωτῆρος χάριν, ἀεί γέγονα ὀρθόδοξος, καί ἐτραφηνεἰς χείρας ὀρθοδόξου πατρός», ACO, 1, 1, 4, σελ. 14. Παράβλεπε σχ., Χρυσοστόμου Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 27-28 και κυρίως την παραπομπή υπ΄αριθμόν 4, σελ. 27.

[3]Παβλ., Χρ. Σταμούλη, Κατά ανθρωπομορφιτών, σελ. 28: «Κατά την εκεί παραμονή του, ασχολήθηκε με τους μοναστικούς αγώνες, την ερμηνεία της θείας Γραφής και τη σπουδή της θεολογίας των «περικλεεστάτων της Εκκλησίας Πατέρων και διδασκάλων», όπως οι Διονύσιος και Αθανάσιος αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας, ο Κλήμης Ρώμης, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Άμμωνας επίσκοπος Αδριανουπόλεως της Αιγύπτου, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ιδιαίτερα οι Καππαδόκες Πατέρες. Επιδόθηκε επίσης στη μελέτη της ελληνικής κλασικής γραμματείας, επαυξάνοντας έτσι την πρώτη του γνώση».

[4] Αυτόθι, σελ. 29.

[5] Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει ως πιθανή ημερομηνία χειροτονίας του Κυρίλλου την 18η του ίδιου μήνα, βλ. σχ., Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ’, Περίοδος θεολογικής ακμής, Δ’ και Ε’ αιώνες, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 340, πρβλ., Χρ. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών, σελ. 30, την παραπομπή υπ΄αριθμόν 14.

[6] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ’, σελ. 340-341.

[7] Βλ.. σχ., Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σελ. 27: «Ο Κύριλλος συνέχιζε το πνευματικό έργο με σφρίγος και νεανικό ζήλο, αλλά γρήγορα προσέκρουσε στον ισχυρό Έπαρχο (αυγουστάλιος – διοικητής) της Αιγύπτου Ορέστη. Αυτός ανέλαβε καθήκοντα το 415 (ή το 414) και υποψιαζόταν ή διαπίστωσε ότι ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ανέπτυσσε υπέρμετρη δραστηριότητα μεταξύ του λαού, με συνέπεια έμμεσα ν΄αποκτά μεγάλη επιρροή, που ανήκει στον αυτοκράτορα και ο οποίος την μεταβιβάζει στον Έπαρχο».

[8] Χρ. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών, σελ. 34.

[9] Για την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο βλ.: C. Hefele – H. Lecleg, Histoire des conciles 2, 1, Paris 1908, κυρίως τις σελίδες 248-422, Α. Διαμαντοπούλου, Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος εν Εφέσω, Θεολογία, τόμος 9ος, 10ος, 11ος, Αθήνα 1931-1933, Ι. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος 1ος, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 311-317.

[10]Πρβλ., Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 2, PG 86, 2425α’.

[11] Χρ. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά ανθρωπομορφιτών, σελ. 37: «Το τέλος της Συνόδου και η νίκη του Κυρίλλου, ή της πίστης, όπως συνήθιζε ο ίδιος να την ονομάζει, δε σταμάτησε τη διαμάχη. Οι σκληροπυρηνικοί Αντιοχειανοί καταφέρονταν εναντίον του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας».

[12] Αυτόθι, σελ. 39.

[13] Για το συγγραφικό έργο του Κυρίλλου βλ.: M. Geerard,, Corpus Christianorum, Clavis Patrum Graecorum III, Brepols – Turnhout 1979, σελ. 5200-5438, Α. Παπαδόπουλου, Η αληθής έννοια της φράσεως «μία φύσις ή υπόστασις του Θεού λόγου σεσαρκωμένη» που χρησιμοποιήθηκε από τον άγιο Κύριλλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας, και η δι΄ αυτής προσέγγιση Ορθοδόξων και μη Χαλκηδονίων, στο Πρακτικά ΙΘ’ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 375-391, Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 41-60, Χρ. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών, σελ. 40-48.

[14] Αναστασίου Σιναΐτου, Οδηγός, PG 89, 113.

[15] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ’, σελ. 347.

[16] V. Campenhausen, The Fathers of the Greek Church, (transl. L A Garrard), Edinburg 1963.

TOP NEWS