Νύχτα χειμωνιάτικη. Στο παραθύρι μου ακούγεται η βροχή. Βάζω δυο καυσόξυλα στο τζάκι, και κάθομαι στην πολυθρόνα, απέναντι από την τηλεόραση. Κοιτάω την ώρα και μονολογώ: Πέμπτη βράδυ 10:30! Απόψε και πάλι η σειρά «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό».
Οι πρώτες σκηνές ήδη εναλλάσσονται στην μικρή οθόνη. Ο γενέθλιος τόπος και η οικογένεια του Αγίου Παϊσίου, ο παπάς του χωριού- ο Άγιος Αρσένιος, ο αποκαλούμενος Χατζηαφεντής. Οι ευλογημένοι Φαρασιώτες, καθένας από αυτούς ένα σκαλοπάτι στην σκάλα που ενώνει τα Φάρασα με τον ουρανό. Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, και τα άλλα έξι παιδιά της ευλογημένης οικογένειας έτσι όπως ζούνε και μοιράζονται τη ζωή, μας μιλούνε για το τι είχαμε και τι χάσαμε.
Όλα αυτά μαζί ανοίγουν της μνήμης μου το παράθυρο στο χτες. Από εκεί κοιτώ τα χρόνια εκείνα, όταν ήμουν μικρό παιδί, που με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου στα προσκυνήματα του στο Άγιον Όρος. Τα προσκυνήματα εκείνα που τις περισσότερες φορές τα συνδύαζε με τις επισκέψεις του στον παππούλη π. Παΐσιο.
Θυμάμαι εκείνο το απομεσήμερο, που από την Μονή Κουτλουμουσίου, πήραμε το δρόμο για το κελάκι του στην Παναγούδα. Ο πατέρας είχε κάνει πολλές φορές αυτήν τη διαδρομή και είχε μια εξοικείωση με το περιβάλλον. Εγώ κοιτούσα γύρω μου την πλούσια βλάστηση και με κυρίευε ένα ιερό δέος. Ήτανε η πρώτη μου επίσκεψη στο Άγιον Όρος.
Άκουγα το τιτίβισμα των μικρών πουλιών και είχα την αίσθηση ότι μου μιλούσανε για τον μοναχό που σε λίγο θα βρισκόμασταν κοντά του. Το αεράκι που σφύριζε καθώς κυλούσε από την κορυφή του Άθωνα, σαν απόηχος της καρδιακής προσευχής, μας συνόδεψε μέχρι στο μικρό υπαίθριο αρχονταρίκι του αγιασμένου μοναχού.
Καθισμένος σε ένα από τα μικρά κούτσουρα που είχε στήσει ο Άγιος στην μικρή αυλή της απέριττης φτωχικής καλύβης του, συνομιλούσε με έναν παπά. Λίγο πιο πέρα ένα ψιλόλιγνο, ασπρουλιάρικο αγόρι, κοντά στα χρόνια τα δικά μου, πεταγότανε από τη θέση του. Που και που και έκανε μικρές νευρικές κινήσεις χτυπώντας το πόδι του δυνατά στο έδαφος. Ήθελα να τον πλησιάσω, να παίξω μαζί του, αγνοώντας με όλη την παιδικότητά που μπορεί να διακατέχει έναν 7χρονο, τον χώρο αλλά και την σπουδαιότητα του παππούλη που θα είχα την ευλογία στα επόμενα λεπτά, να πάρω την ευχή του.
Στη σκέψη μου φάνταζε σαν ένας ασκητής μοναχός, με πολλές ρυτίδες χαραγμένες στο πρόσωπο του. Αυστηρά σοβαρός. Πίστευα πως θα αντίκριζα μια ανθρώπινη ύπαρξη πολύ μακριά από τα δικά μας δεδομένα. Θα μιλούσε με τον πατέρα, θα απαντούσε στα ερωτήματα του, θα έδινε κάποιες συμβουλές σε εμένα. Όμως από την πρώτη οπτική επαφή μαζί του αυτή η εικόνα που έπλασα στο μυαλό μου, κατέρρευσε. Ο ιερέας, που ήταν ο πατέρας του μικρού που δεν σταμάτησε να σηκώνει και να κατεβάζει με δύναμη το πόδι του στη γη και ο Θεόπτης μοναχός, πλησίασαν προς τον μικρό.
–Τι κάνεις εκεί Πρόδρομε; ρωτάει ο μοναχός στο συνομήλικο μου.
-Σκοτώνω τα μυρμήγκια πάτερ.
-Γιατί τι σου κάνανε αυτά τα μικρά πλασματάκια του Θεού και τα σκοτώνεις. Θα ήθελες να ήσουν ένα από αυτά;
– Όχι πάτερ, απάντησε ο μικρός.
Τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε ο Γέροντας:
-Και αυτά είναι δημιουργήματα του Θεού! Και ότι δημιούργησε ο Θεός είναι καλό! Χρήσιμο για την ζωή μας πάνω στη γη. Και το εμπιστεύτηκε σε εμάς τους ανθρώπους. Όχι να τα βασανίζουμε. Αλλά να τα αγαπάμε. Να δίνουμε την δυνατότητα να γευτούν την Αγάπη Του, που είναι ο παράδεισος γι’ αυτά εδώ στη γη.
Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι του στο χέρι του Γέροντα και το φίλησε. Το ίδιο έκανα και εγώ χωρίς να το σκεφτώ. Εκείνος χάραξε το σημείο του Σταυρού πάνω στα κεφάλια μας.
Ο παπάς με τον γιο του μας αποχαιρέτησε και πήρανε το δρόμο της επιστροφής. Ο γέροντας έκανε δυο τρία βήματα και πλησίασε σε εμάς και καθίσαμε σε τρία κούτσουρα που ήτανε το ένα κοντά στο άλλο.
Σε όλη την διάρκεια της συνομιλίας μετάγγιζε τα βιώματα του με λέξεις στις καρδιές μας. Στη συζήτηση κάθε τι που έλεγε το τόνιζε στην αρχή με το «νομίζω πως…», «νομίζω ότι…», δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι ήταν συνοδοιπόρος στη ζωή του συνομιλητή του.
Κάποια στιγμή μου έδωσε τον λόγο ρωτώντας ποιο είναι το όνομά μου.
-Σκέφτομαι απόψε στην αγρυπνία να σε κάνουμε μοναχό, είπε αστειευόμενος ο παππούλης διακρίνοντας στο καθαρό ηλικιωμένο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο.
-Όχι πάτερ είμαι μικρός ακόμη, απάντησα με σοβαρό ύφος.
-Πώς είσαι μικρός. Εγώ είμαι μικρότερος από εσένα και είμαι καλόγερος!
Κοντοστάθηκα για λίγο, συλλογιζόμενος πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. “Δεν μπορεί κάποιο λάθος κάνει ο Γέροντας”, σκέφτηκα. “Κάτι δεν κατάλαβε σωστά”.
-Όχι πάτερ, ψέλισα δειλά.
-Πότε έχεις γεννηθεί;
– Το 1986 παππούλη, συνέχισα να απαντώ με το ίδιο ύφος.
-Ε, πώς εγώ είμαι το 1924 γεννημένος. Ποιος αριθμός είναι μεγαλύτερο 1924 ή το 1986;
-Το 1986, Γέροντα.
-Ε, να λοιπόν αφού το 1924 είναι μικρότερος αριθμός από το 1986 και είναι η χρονολογία της γέννησης μου, εσύ είσαι μεγαλύτερος μου.
Τον κοιτώ απορώντας, ενώ μια πρωτόγνωρη αίσθηση με διαπερνά. Λέξεις δεν βρήκα τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα που θα μπορέσουν να εξαντλήσουν στη διατύπωση αυτό που βίωνα. Είχα την αίσθηση ότι με παίρνει μαζί του από την αυλή του κελιού του για τον ουρανό. Στο βλέμμα του ενωνότανε το κτιστό με το άκτιστο.
Παρόλα αυτά είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που με έφερε υπαρξιακά πολύ κοντά του, τόσο που όσες φορές πρόλαβα να τον συναντήσω μέχρι τη μακαρία κοίμησή του διαπίστωνα ολοένα και περισσότερο την απλότητα του και την αγιότητα του. Στο πρόσωπο του έβλεπα να γίνονται πράξη ζωής τα λόγια του Κυρίου «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν» (Λουκ. ιη΄ 15 – 17).
Αυτός είναι ο Γέροντας Παΐσιος που κουβαλώ στη μνήμη μου και προσευχητικά κατεβάζω στην καρδιά μου. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από τα Φάρασα και έφτασε στον Ουρανό.