Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι σχεδὸν ὑπερφυσικός, ἀόρατος καὶ (διεξάγεται) ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ ἐναντίον τῆς σαρκός, δηλαδὴ κατὰ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ τῶν παθῶν.
Στὰ γραπτά του ὁ πατὴρ Σιλουανὸς περιγράφει πῶς αὐτὸς ὁ πόλεμος τὸν ἔφερε στὴν ἀπόγνωση καὶ σχεδὸν μέχρι τὴν αὐτοκτονία. Ἡ Παναγία Θεοτόκος φανερώθηκε σ’ αὐτὸν ὅταν περνοῦσε τὸ δυσκολότερο πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τὸν ἀπεκάθηρε ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες, τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς. Ὁ Χριστὸς φανερώθηκε σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε, ὥστε νὰ νικήση καὶ νὰ βασιλεύση ἐπάνω στοὺς γήινους λογισμοὺς καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ἕνα τέταρτο αἰῶνος μὲ δυνατὸ καὶ κοπιαστικὸ πόλεμο, ἔφθασε στὴ νίκη. Ἐνῶ μέχρι τότε ἀναζητοῦσε τὸν Θεό, ἔφθασε στὴν θεογνωσία, καὶ ἀπὸ μαθητής, ἔγινε δάσκαλος.
Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἦταν καὶ δικός μου δάσκαλος. Μιὰ φορὰ τὸν ρώτησα: «Πάτερ Σιλουανέ, μήπως αὐτὸς ὁ πολὺς κόσμος φέρνει ταραχὴ στὸν νοῦ σας καὶ στὴν προσευχή σας; Δὲν θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ σᾶς νὰ πάτε σ’ ἕνα ἀσκητήριο στὰ Καρούλια καὶ ἐκεῖ νὰ ζῆτε μέσα στὴν εἰρήνη, ὅπως ὁ π. Ἀρτέμιος, ὁ π. Δωρόθεος καὶ ὁ π. Καλλίνικος; Εἴτε νὰ ζῆτε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο σπήλαιο, ὅπως ὁ π. Γοργόνιος;». «Ἐγὼ ζῶ στὸ σπήλαιο», μοῦ ἀπάντησε ὁ π. Σιλουανός. «Τὸ σῶμα μου εἶναι τὸ σπήλαιο τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἡ ψυχή μου εἶναι σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν διακονῶ, χωρὶς νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπήλαιό μου».
Παρὰ τὴ προθυμία του νὰ διακονῆ τὸν κάθε ἕνα καὶ τὴν θαυμαστὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν πρόθυμη φιλοστοργία του, μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεὸ μὲ ἐξαίρετο ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ τὴν παρρησία ποὺ θὰ μιλοῦσε κάποιος γιὰ ἕνα φίλο του: «Ἐγὼ γνωρίζω τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι φιλόστοργος, ἀγαθός, ταχὺς εἰς βοήθειαν». Ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Γέροντας, κάποιος μοναχός, ὁ π. Θεοφάνης, τὰ ἄκουγε μὲ φόβο καὶ σκεπτόταν ὅτι ὁ Σιλουανὸς εἶχε χάσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ὅμως, ὅταν διάβασε τὰ συγγράμματα τοῦ π. Σιλουανοῦ, ὁ π. Θεοφάνης ἄλλαξε γνώμη καὶ εἶπε: «Ὁ π. Σιλουανὸς προχώρησε καὶ ἔφθασε στὰ μέτρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐγὼ νομίζω ὅτι τὰ κείμενα τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ψυχολογίας. Ἂν καὶ γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, τουλάχιστον γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι (ὁ συγγραφέας τους) ἦταν ἕνας πνευματικὸς πολεμιστὴς τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν ὅσα ἐδίδαξαν καὶ ἔγραψαν δοξασμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχει καὶ κάτι καινούριο ἀνάμεσα στὶς διδαχὲς τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Ἐκφράζει (μὲ τὸ λόγο αὐτὸ) μία παρότρυνση καὶ ὑπόμνηση κατὰ τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς ἀκηδίας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια.
Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ ἄλλη ἔκφρασις: «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση (γνωσιολογία)». Αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ καὶ θεμελιώδης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.
Μὲ τὴν ἀγάπη του, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ τὴν μετὰ δακρύων προσευχή του, συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἁμαρτωλῶν, στήριζε τοὺς ἀδυνάτους, διόρθωνε αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν πονηρὰ ἔργα, θεράπευε τοὺς ἀρρώστους, εἰρήνευε τοὺς ἀνέμους. Στὸ μοναστήρι ἔκανε κοπιαστικὴ ἐργασία. Εἶχε τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ βαριὰ ἀντικείμενα.
Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ταραχή, λόγω τῆς τυραννίας τῶν μπολσεβίκων στὴν ρωσικὴ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τότε αὐτὸς ἀπήντησε: «Καὶ ἐγὼ στὴν ἀρχὴ εἶχα ταραχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ πολλὴ προσευχή μου ἦρθαν οἱ ἑξῆς λογισμοί: » Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἀνέκφραστα ὅλους». Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ σχέδια ὅλων καὶ τὸν καιρὸ τοῦ καθενός. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τὸν διωγμὸ στὸ Ρωσικὸ λαὸ γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλό. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω οὔτε νὰ τὸ σταματήσω. Αὐτὰ λέω στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ταραχή: » Ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε τὴν Ρωσία μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Μοῦ μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ θυμὸς καὶ οἱ κραυγὲς ἐναντίον τῶν ἄθεων δὲν διορθώνουν τὰ πράγματα»».
Συζήτηση του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ
με τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη.