Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: Λόγος στην Ανάσταση του Κυρίου
Και ακόμη το ιερώτατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δε λέγει, ̒Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες᾽, αλλά τι λέγει; «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, ας προσκυνήσομε άγιο Κύριον Ιησούν, που είναι ο μόνος αναμάρτητος»». Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια
Αδελφοί και πατέρες, ήδη το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, ή καλύτερα γίνεται κάθε ημέρα και συνεχώς μέσα σ’ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πω καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι’ αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία, πέρασε. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας διαπέρασε από το πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) της νηστείας και μας οδήγησε με ευθυμία στον λιμένα της αναστάσεώς Του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι περάσαμε το δρόμο της νηστείας με θερμή πρόθεση και αγώνες αρετής, και όσοι ασθένησαν στο μεταξύ από αδιαφορία και ασθένεια ψυχής, επειδή ο ίδιος είναι που δίνει με το παραπάνω τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους σ’ εκείνους που αγωνίζονται, και πάλι αυτός είναι που απονέμει τη συγγνώμη στους ασθενέστερους ως ελεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις, παρά τους κόπους του σώματος, με τους οποίους γυμνάζομε τους εαυτούς μας στην αρετή, ή επαυξάνοντας την άσκηση λόγω της προθυμίας της ψυχής ή ελαττώνοντας αυτήν από τα σπουδαία εξ αιτίας του σώματος, και σύμφωνα με τις προθέσεις μας ανταποδίδει τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, κάμνοντας κάποιον από τους αγωνιζόμενους περίφημο και ένδοξο ή αφήνοντάς τον ταπεινό και έχοντα ακόμη ανάγκη από κοπιαστικότερη κάθαρση.
Αλλά ας δούμε, εάν νομίζετε, και ας εξετάσομε καλώς, ποιο είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε εμάς που θέλομε, και πως μέσα μας ο Χριστός θάπτεται σαν σε μνήμα, και πως αφού ενωθεί με τις ψυχές, πάλι ανασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του και εμάς. Αυτός είναι και ο σκοπός του λόγου.
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού υψώθηκε στο σταυρό και κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου (Ιω. 1, 25) και γεύτηκε το θάνατο (Εβρ. 2, 9), κατήλθε στα κατώτατα μέρη του άδη (Εφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Όπως λοιπόν όταν ανήλθε πάλι από τον άδη εισήλθε στο άχραντό Του σώμα, από το οποίο όταν κατήλθε εκεί δεν χωρίσθηκε καθόλου, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ’ αυτό ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), έτσι και τώρα, όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ’ αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι εκείνος, αφού ποτέ δεν έπεσε στην αμαρτία (Ιω. 8, 46, Εβρ. 4, 15. 7, 26), όπως έχει γραφεί, ούτε αλλοιώθηκε καθόλου η δόξα του, πως θ’ αναστηθεί ποτέ ή θα δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε υπερδοξασμένος και που διαμένει επίσης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία (Εφ. 1, 21); Ανάσταση και δόξα του Χριστού είναι, όπως έχει λεχθεί, η δική μας δόξα, που γίνεται μέσα μας με την ανάστασή Του, και δείχνεται και οράται από εμάς. Διότι από τη στιγμή που έκανε δικά του τα δικά μας, όσα κάμνει μέσα μας αυτός, αυτά αναγράφονται σ’ αυτόν. Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζει ούτε μπορεί να ζει, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ’ εαυτήν μπορεί να ζει, εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή (Α´ Ιω. 5, 20). Διότι πριν από αυτή την ένωση ως προς τη γνώση και όραση και αίσθηση είναι νεκρή, αν και νοερά υπάρχει και είναι ως προς τη φύση αθάνατη. Διότι δεν υπάρχει γνώση χωρίς όραση, ούτε όραση δίχως αίσθηση.
Αυτό που λέγω σημαίνει το εξής. Η όραση και μέσω της οράσεως η γνώση και η αίσθηση (αυτό το αναφέρω για τα πνευματικά, διότι στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση). Τι θέλω να πω; Ο τυφλός όταν χτυπά το πόδι του σε λίθο αισθάνεται, ενώ ο νεκρός όχι. Στα πνευματικά όμως, εάν δεν φθάσει ο νούς σε θεωρία των όσων υπάρχουν πάνω από την έννοια, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια. Αυτός λοιπόν που λέγει, ότι αισθάνεται στα πνευματικά πριν φθάσει σε θεωρία αυτών που είναι επάνω από το νού και το λόγο και την έννοια, μοιάζει με τον τυφλό στα μάτια, ο οποίος αισθάνεται βέβαια τα όσα αγαθά ή κακά παθαίνει, αγνοεί όμως τα όσα γίνονται στα πόδια ή στα χέρια του καθώς και τα αίτια ζωής ή θανάτου του. Διότι τα όσα κακά ή αγαθά του συμβαίνουν δεν τα αντιλαμβάνεται καθόλου, επειδή είναι στερημένος από την οπτική δύναμη και αίσθηση, γι’ αυτό, όταν πολλές φορές σηκώνει την ράβδο του ν’ αμυνθεί από τον εχθρό, αντί εκείνον μερικές φορές χτυπά μάλλον τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που και την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δεν μπορεί να πεί Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το άγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3), και αλλού «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά»» (Ιω. 4, 24).
Και ακόμη το ιερώτατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δε λέγει, ̒Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες᾽, αλλά τι λέγει; «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, ας προσκυνήσομε άγιο Κύριον Ιησούν, που είναι ο μόνος αναμάρτητος»». Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια (Ο Συμεών ο Νεός Θεολόγος έζησε τέλη 10ου και αρχές 11ου αιώνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά την Ανάσταση του Κυρίου) έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη.αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στο καθένα από μας τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί (Ιω. 21, 4), ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε.«Θεός είναι ο Κύριος και φανερώθηκε σε μας»» (Ψαλμ. 117, 27), και υποδηλώνοντας τη Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τα εξής. «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26).
Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας διά του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλον ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει (Εφ. 2, 6) και συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δούν. Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα (Ιάκ. 2, 18). Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες (Ιάκ. 2, 19) και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε»» (Μαρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «εσένα τον Υιό του Θεού»» (Ματθ. 8, 29) και αλλού «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Αλλ’ όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα τους ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά τον θείο απόστολο. Διότι λέγει, «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή»» (Ιάκ. 2, 26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πως είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί (Α´ Τιμ. 6, 13), επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε «αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου»» (Ιω. 14, 21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθομε και θα κατοικήσομε μέσα του»» (Ιω. 14, 23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δεί μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, ή καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό. Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), να διαφυλαχθούν και αυτοί απ’ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη.