Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος υπογραμμίζει: «Τα υφιστάμενα προβλήματα είναι πολλά. Γι’ αυτόν, όμως, ακριβώς τον λόγο η διεξαγωγή της είναι αναγκαία. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν όλα. Ας εξετασθούν έστω μερικά. Προτιμότερο το λίγο από το τίποτε».
Διαβάστε αναλυτικά:
Όπως έχει προγραμματισθεί, κατά την εβδομάδα της Πεντηκοστής, θα συνέλθει στην Κρήτη η αναμενόμενη από πολλά χρόνια Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Για να κατανοηθεί καλύτερα η σημασία της, είναι αναγκαία μια αδρή σύνοψη της ζωής της Εκκλησίας στους 20 αιώνες της ιστορικής της πορείας.
1. Στην πρώτη χιλιετία, με τη θρησκευτική ελευθερία που αναγνώρισε το διάταγμα των Μεδιολάνων, διαμορφώθηκαν πέντε βασικά κέντρα: η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα. Με την ανάπτυξη του Χριστιανισμού, εμφανίστηκαν διάφορα προβλήματα στις τοπικές Εκκλησίες: απειλές από ποικίλες αιρέσεις, πολιτικές σκοπιμότητες, διασπαστικές τάσεις κ.ο.κ. Για την αντιμετώπισή τους συγκαλούντο Σύνοδοι των Ορθόδοξων Επισκόπων. Ορισμένες ήταν τοπικές, ενώ για τα σοβαρότερα θέματα, ιδίως τα δογματικά, συνήλθαν οι Οικουμενικές. Την Οικουμενική Σύνοδο τη συγκαλούσε ο Αυτοκράτορας, αλλά στις εργασίες της προήδρευε πάντοτε Πατριάρχης. Ετσι πραγματοποιήθηκαν οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαιρέτου Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας.
Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας συνέβη η οδυνηρή δοκιμασία του Σχίσματος των Εκκλησιών μεταξύ Δύσεως και Ανατολής (1054). Γεγονός θλιβερό, το οποίο προκάλεσε συγκρούσεις και αναστολές στη διάδοση του Χριστιανισμού. Εν συνεχεία δημιουργήθηκαν δύο διοικητικοί πόλοι: Στη Δύση η Ρώμη, όπου στα μέσα του 15ου αιώνα εμφανίσθηκαν κινήσεις Διαμαρτυρίας. Αποτέλεσμα η σταδιακή πολυδιάσπαση του δυτικού χριστιανισμού και η δημιουργία πολλών εκκλησιαστικών σωμάτων. Στην Ανατολή παρέμειναν ενωμένα τα 4 πρεσβυγενή Πατριαρχεία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα.
Ακολούθησαν μεγάλες δοκιμασίες ύστερα από τις ισλαμικές επιδρομές και κατακτήσεις. Παράλληλα, όμως, στο τέλος της πρώτης χιλιετίας η Ορθοδοξία αναπτύχθηκε σημαντικά προς Βορράν με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και στη συνέχεια των Ρώσων. Ο ρωσικός λαός σύσσωμος προσήλθε στην Ορθόδοξη πίστη και η Εκκλησία του συνέχισε την ιεραποστολική προσπάθεια του Βυζαντίου στη Βορειοανατολική Ασία. Ετσι διαμορφώθηκε και νέο εκκλησιαστικό κέντρο: το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου, οι Ορθόδοξοι λαοί της Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής ζούσαν υπό την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά τη σταδιακή απελευθέρωση των βαλκανικών χωρών, αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το Αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας. Τον εικοστό αιώνα παραχωρήθηκε το Αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας-Σλοβακίας και αναγνωρίσθηκε ως Πατριαρχείο η Εκκλησία της Βουλγαρίας και της Γεωργίας. Η Εκκλησία της Κύπρου έχει το Αυτοκέφαλο με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (5ος αι.).
Η σημερινή κατάσταση, λοιπόν, για την Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζεται ως εξής: Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία: Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων. Τα νεότερα Πατριαρχεία: Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες: Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας-Σλοβακίας. Συνολικώς 14 Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η «Κατά Ανατολάς» Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διατήρησε την ενότητά της, με την Αποστολική Διαδοχή των Επισκόπων της, την κοινή μυστηριακή ζωή, κατ’ εξοχήν με τη Θεία Ευχαριστία, διαφυλάσσοντας απαρασάλευτες τις πηγές της Πίστεως: την Αγία Γραφή, την Ιερά Παράδοση και τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες. Συντονιστικό κέντρο όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
2. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες αντιμετώπισαν ποικίλους διωγμούς από αθεϊστικές κυβερνήσεις που επικράτησαν στις χώρες τους, έως την κατάρρευση των απολυταρχικών κομμουνιστικών καθεστώτων. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την έναρξη της Χριστιανικής Οικουμενικής κινήσεως, οι διάφορες διαχριστιανικές συναντήσεις, συνεδρίες και συσκέψεις έδωσαν την ευκαιρία στους Ορθοδόξους να συναντώνται, γεγονός που επαύξησε την επιθυμία για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Το 1961 στη Ρόδο αποφασίσθηκε η προετοιμασία της και προσδιορίσθηκαν τα προς μελέτην βασικά θέματα. Αργότερα αποφασίσθηκε η συγκρότηση Πανορθοδόξων επιτροπών για την επεξεργασία και τη σύνταξη των Προσυνοδικών κειμένων. Με την πάροδο του χρόνου εμφανίσθηκαν ποικίλα προβλήματα και οι συνεχείς αναβολές οδήγησαν σε σκεπτικισμό, ειρωνικά σχόλια και αμφιβολία για την πραγματοποίησή της. Ευτυχώς θεσπίστηκαν οι Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (Κωνσταντινούπολη 1993, Ιεροσόλυμα 2000, Κωνσταντινούπολη 2008/2014, Σαμπεζύ 2016), που έδωσαν την ευκαιρία στενότερης επικοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικές υπήρξαν οι Συνάξεις των ετών 2008 και 2014 και τα μηνύματα που απηύθυναν.
Στη Σύναξη του 2014 αποφασίστηκε να συγκληθεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, στην Κωνσταντινούπολη, στον ιστορικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, εκτός απροόπτου. Επίσης κάθε Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία να εκπροσωπείται από 24 Επισκόπους και να έχει μια ψήφο. Ομως το απρόοπτο συνέβη: η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροπλάνου και η ένταση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Κατόπιν τούτου υπήρχαν 2 επιλογές: αναβολή ή ανεύρεση νέου τόπου συγκλήσεως.
Στην τελευταία Σύναξη στο Σαμπεζύ της Γενεύης (22-28 Ιανουαρίου 2016), αποφασίστηκε η οριστική σύγκληση της Συνόδου την εβδομάδα της Πεντηκοστής (19-26 Ιουνίου 2016) στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης. Η τοπική Εκκλησία είναι Αποστολική, Αυτόνομη υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ η νήσος Κρήτη αποτελεί τμήμα χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι αποφάσεις για την οριστική σύγκληση δεν ήταν εύκολες. Απαιτούσαν θερμή προσευχή, ευελιξία σκέψεως, δυνατότητα συνθέσεως απόψεων, επίμονη προσπάθεια να πεισθούν όσοι είχαν διαφορετικές επιθυμίες και προγράμματα.
3. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν είναι ένα «ακριβές αντίγραφον» των Οικουμενικών Συνόδων ούτε ένα «τηλεομοιότυπον (φαξ)» άλλης Δυτικής Εκκλησίας ή Ομολογίας. Προσαρμοσμένη στις συνθήκες και τις δυνατότητες του 21ου αιώνα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, διατηρώντας τον σαφή συμβολισμό της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, πολύτιμο για τη ζωή τους και τη μαρτυρία τους στον σύγχρονο κόσμο.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η πιστή αντιγραφή ή ακόμη η πανομοιότυπη επανάληψη πρακτικών του παρελθόντος είναι απαραίτητα για κάθε εκκλησιαστική πρωτοβουλία και προσπάθεια. Αλλά το Αγιο Πνεύμα δεν ενεργεί μόνο σε μία εποχή. Παραμένει ο καθοριστικός οδηγός της Εκκλησίας στη ροή του χρόνου. Η Εκκλησία υπενθυμίζει: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾱς συνήγαγε…»
Στις τελευταίες εβδομάδες έχει ενταθεί η συζήτηση σχετικά με την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένη. Η ακύρωσή της δεν μπορεί να γίνει από μεμονωμένες δηλώσεις, ανακοινώσεις και μηνύματα διαφόρων πλευρών.
Προφανώς τα υφιστάμενα προβλήματα είναι πολλά. Γι’ αυτόν, όμως, ακριβώς τον λόγο η διεξαγωγή της είναι αναγκαία. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν όλα. Ας εξετασθούν έστω μερικά. Προτιμότερο το λίγο από το τίποτε. Η προσέγγιση και ρύθμιση των πολυποίκιλων ζητημάτων ας δεηθούμε να γίνει σε μία προσεχή Σύνοδο και η Μεγάλη Σύνοδος των Ορθοδόξων να καταστεί θεσμός του 21ου αιώνα. Η τυχόν αναβολή της προγραμματισθείσης θα πλήγωνε τους ανά τον κόσμον Ορθοδόξους και θα τραυμάτιζε το κύρος της Ορθοδοξίας. Αντιθέτως η πραγματοποίησή της μπορεί να αποβεί ευλογία για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τον χριστιανικό κόσμο και την πορεία της ανθρωπότητας.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή