Όπως έχει δείξει η λεπτομερής μελέτη των πασχαλινών τελετουργιών, το μεγάλο και κύριο ζητούμενο στις εθιμικές αυτές μορφές είναι η μαγική και υπερφυσική εξασφάλιση της γονιμότητας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Διακαινήσιμος Εβδομάδα αποτελεί κρίσιμη στιγμή αυτού που ονομάζουμε «ιερό χρόνο» των παραδοσιακών κοινωνιών, αφού βρίσκεται στο μεταίχμιο από τη νέκρωση του χειμώνα προς την ανθοφορία της άνοιξης.
Σε μια τέτοια κρίσιμη και οριακή στιγμή, ο λαϊκός άνθρωπος θέλει να εξασφαλίσει τελετουργικά τη συνέργεια των υπερφυσικών δυνάμεων, των όντων που ορίζουν το επέκεινα, για την συνειρμική περιτείχιση της επιδιωκόμενης επιτυχίας της σοδειάς, η οποία αποτελούσε απαραίτητο όρο επιβίωσης για την κοινωνία του. Οι παρατηρήσεις αυτές μας επισημαίνουν το ότι την πασχαλινή τελετουργία που εξετάζουμε θα πρέπει να την δούμε στην ολότητά της, ερμηνεύοντάς την ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο τελετουργικό σύνολο, που βασικό στόχο είχε την επίτευξη της γονιμότητας.
Τόσο η λιτανεία, όσο και ο χορός που επακολουθούσε και τα τελετουργικά τραγούδια που τον συνόδευαν, λειτουργούσαν ως τελετουργικά σύμβολα, συμβολικά και συναισθηματικά φορτισμένα σημεία της όλης τελετής. Ακόμη κι αν με την πάροδο του χρόνου οι μαγικές και τελετουργικές επιτεύξεις της γονιμότητας πέρασαν σε δεύτερο επίπεδο, λόγω της προόδου της τεχνικής και της συνειδητοποίησης των αναπόδραστων φυσικών διαδικασιών που βρίσκονται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο η φύση «ανασταίνεται» την άνοιξη, παρέμεινε κυριαρχική η επίτευξη της συνοχής και της σύσφιξης των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, που με την συμμετοχή τους στα δύο σκέλη της συγκεκριμένης τελετουργίας, το εκκλησιαστικό και το κοσμικό, τόνωναν και επαναβεβαίωναν το «συνανήκειν», με προφανείς ευεργετικές συνέπειες για την κοινωνική ζωή τους.
Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το φαινόμενο της ανάληψης και τέλεσης βασικών γονιμικών τελετουργιών από γυναίκες είναι γνωστό από ολόκληρο τον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τέτοιες τελετουργίες, διάσπαρτες στον ετήσιο εορτολογικό κύκλο, έχει μελετήσει εκτενώς ο Βάλτερ Πούχνερ, σε ορισμένα εκτενή δημοσιεύματά του. Κατά τον Πούχνερ, αλλά και σύμφωνα με την προγενέστερη σχετική βιβλιογραφία, η κυριαρχική παρουσία και δράση των γυναικών στα γονιμικά αυτά δρώμενα οφείλεται στο ότι πίσω από το πατριαρχικό και αυστηρό σύστημα αξιών του λαού, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ολόκληρη η κοινωνική δομή, υπάρχει ένα άλλο, μαγικο – θρησκευτικό – θεραπευτικό, στο οποίο πρωταγωνιστούν έμπειρες και ηλικιωμένες γυναίκες, που καταξιώνεται σε κρίσιμες περιόδους και στιγμές, τόσο για την ατομική, όσο και για την συλλογική ζωή της κοινότητας.
Δικαίως ο Μ. Γ. Μερακλής, εξετάζοντας τα γονιμικά αυτά δρώμενα, γράφει για την τελετουργική κατανομή ρόλων στα φύλα, που συχνά υπερβαίνει και ανατρέπει τις παραδεδομένες κοινωνικές δομές, τις σχετικές με τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην οικογενειακή ζωή και στην εν γένει κοινωνική συγκρότηση της παραδοσιακής κοινότητας. Στην ίδια τελετουργική κατεύθυνση, εντάσσεται και ένα αξιοσημείωτο λαϊκό δρώμενο που έχει καταγραφεί στο χωριό Μάζια της Ηπείρου, που βρίσκεται στα ανατολικά της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί οι γυναίκες, μετά την πασχαλινή λειτουργία της Δευτέρας της Διακαινησίμου σχηματίζουν στην πλατεία έξω από το ναό κύκλο χορευτικό, και δύο από αυτές στέκονται μία έξω και μία μέσα στον κύκλο, παίζοντας ένα τελετουργικό ανταγωνιστικό παιχνίδι. Σε άλλα χωριά της ίδιας περιοχής, το παιχνίδι αυτό έχει πάρει τη μορφή ενός περισσότερο θεατρικού λαϊκού γονιμικού δρωμένου, που ο Πούχνερ χαρακτηρίζει ως μικροδράμα, το οποίο οι επιτελεστές του ονομάζουν «Κουτσοκάλω». Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι τελετουργικές βάσεις είναι παρόμοιες, και περιστρέφονται γύρω από τους άξονες της επίτευξης της γονιμότητας σε μια οριακή στιγμή του ιερού χρόνου, με κύριο μέσο μια τελετή στην οποία πρωταγωνιστούν γυναίκες. Οι γονιμικές απαρχές του πασχαλινού χορού φαίνονται και από τις αρχαϊκότητες που παρουσιάζει: χορός χωρίς μουσικά όργανα, τελετουργικές και αργές κινήσεις, αλλά και ανάλογα τραγούδια.