«Αναστάσεως ημέρα»: Ελληνορθόδοξα Εθιμικά Β΄

  • Δόγμα

Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

          Βασικό στοιχείο των αναστάσιμων λαϊκών τελετουργιών ήταν η κούνια, ή «αιώρα», με τους πανάρχαιους γονιμικούς συμβολισμούς της. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η γονιμική κατά βάση τελετουργία της αιώρας είχε και πιο πρακτικούς σκοπούς, καθώς συχνά εξειδικεύονταν σε πρακτικά γονιμικά αλλά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η εξεύρεση συζύγου. Έτσι στην Αίνο, όπου συσχέτιζαν την αιώρα με την πρόοδο της καλλιέργειας και της σοδειάς του σουσαμιού, τα κορίτσια που κουνούσαν η μία την άλλη συνδιαλέγονταν μέσω των τελετουργικών τραγουδιών του εθίμου. Με τελετουργικές πράξεις και τελετουργικά επίσης τραγούδια, οι Έλληνες προσπαθούσαν να επιδράσουν συνειρμικά και μαγικά πάνω στη ευφορία της φύσης.

Ο Γ. Κ. Σπυριδάκης, έχει σημειώσει ότι ανάλογες τελετουργικές αιωρήσεις συναντούμε όχι μόνο στους υπολοίπους βαλκανικούς λαούς, αλλά και σε λαούς ευρωπαϊκούς, όπως επίσης και στη Β. Αμερική, τη Β. Αφρική, τη ΝΑ Ασία, αλλά και στους αρχαίους Αθηναίους, που επίσης έστηναν τελετουργικές αιώρες, κατά τα Ανθεστήριά τους. Ο Σπυριδάκης πιστεύει ότι η τελετουργική αιώρηση είχε σκοπό την καρποφορία όχι μόνον των αμπελιών αλλά και την ενίσχυση «γενικώτερον της γονιμότητος όλων των παραγωγικών μέσων του φυτικού και του ζωϊκού βασιλείου». Αυτό, μέσω του τελετουργικού εξιλασμού του αέρα από κακοποιά πνεύματα, που από την παλαιότερη βιβλιογραφία θεωρείται σκοπός της τελετουργικής αιώρησης, μπορούσε να επιτευχθεί με την μαγική εξασφάλιση ενός αέρα εύκρατου και υγιεινού, για τον οποίο δέεται ευχετικά και η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε πολλές από τις λατρευτικές τελετές της.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο χαρακτήρας των τελετουργιών του Πάσχα και της Εβδομάδας που ακολουθεί είναι έντονα γονιμικός και διαβατήριος, συμφωνώντας με τα γενικότερα εθιμικά χαρακτηριστικά της οριακής αυτής εορτολογικής περιόδου. Τον χαρακτήρα δε αυτόν συνεχίζει ο λαός και στις τελετουργίες των υπολοίπων ανοιξιάτικων εορτών που σχετίζονται με το Πάσχα και τον κύκλο των κινητών εορτών που συνδέονται μαζί του, τόσο θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και λατρευτικά, όσο και από την άποψη της λαϊκής θρησκευτικής συμπεριφοράς.

Τέλος, το κάψιμο του Ιούδα αποτελεί ένα ιδιαίτερο τελετουργικό δρώμενο, που σχετίζεται με τις γιορτές του Πάσχα. Στη Σηλυβρία, έκαιγαν την Μεγάλη Παρασκευή ομοίωμα Εβραίου, με παλιά ρούχα και καπέλο. Στη Μάδυτο πάλι, τη Δευτέρα του Πάσχα έντυναν Ιούδα κάποιον ενορίτη, και με το «σήμαντρο» του ναού τον πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, όπου τους φιλοδωρούσαν με χρήματα, και τρόφιμα (ψωμί, τυρί και αβγά), τα οποία και αργότερα διένειμαν, δίνοντας μεγάλο μερίδιο σε εκείνον που είχε υποδυθεί τον Ιούδα. Η τελετουργική αυτή περιφορά, στα πλαίσια ενός παιδικού αγερμού, γινόταν και σε άλλα χωριά της Ανατολικής Θράκης, όπως στις Μέτρες και στο Τσακήλι, όπου όμως περιέφεραν ομοίωμα του Ιούδα, συγκεντρώνοντας καύσιμη ύλη. Αφού την στερέωναν στο ομοίωμα αυτό, και το περιέχυναν με πετρέλαιο, το σήκωναν όρθιο και του έβαζαν φωτιά, τραγουδώντας ένα τελετουργικό τραγούδι.

Η πληροφορία αυτή μας δίνει την πραγματική τελετουργική υπόσταση και σημασία του δρωμένου μόνο αν συνδυαστεί με πληροφορίες από την Ανατολική Θράκη, σύμφωνα με τις οποίες το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, κατά την περιφορά του επιταφίου, αφού έκαιγαν τον Ιούδα κατά την στάση της λιτανευτικής πομπής σε κάποιο παρεκκλήσι του χωριού, και καθώς ο ιερέας διάβαζε τη σχετική με τον Ιούδα ευαγγελική περικοπή, έπαιρναν όλοι από μια χούφτα της στάχτης που έμενε, για να την ρίξουν το Μεγάλο Σάββατο στους τάφους των συγγενών τους, «ή δια μαγικήν χρήσιν».

Η τελετουργική αυτή χρήση της στάχτης, με τις νεκρολατρικές και γονιμικές διαστάσεις της, μας δείχνει πώς μέσα από την τελετουργική διαδικασία απλά υλικά αντικείμενα, όπως η στάχτη, σημασιοδοτούνται συμβολικά, αποκτώντας γονιμοποιητική δύναμη αλλά και τις ιδιότητες φαρμάκων, για την ύλη και το πνεύμα, για σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Σωστά, νομίζω, ο Σέργης συνδέει τις αποδιδόμενες αυτές ιδιότητες με την πάγια λαϊκή πίστη για την αναγέννηση των νεκρών, για την ερμηνεία του θανάτου ως προαγγέλου της ανάστασης και του ενταφιασμού ως προμηνύματος της θαυματουργικής έγερσης, κατ’ αναλογία της πορείας του σπόρου και της σποράς : σπορά : θάνατος / χειμώνας – αναβλάστηση: ανάσταση / άνοιξη.

Εν προκειμένω η στάχτη είναι το κατάλοιπο από το ομοίωμα του Ιούδα, που συνειρμικά ταυτίζεται με τα κατάλοιπα ενός πραγματικού ανθρώπου, κι ακόμη περισσότερο ενός ενιαύσιου δαίμονα, μιας δαιμονικής μορφής που τελικά αποκτά γονιμοποιητικό ρόλο, σε ένα εννοιολογικό και ιδεολογικό περιβάλλον που τα όρια μεταξύ «καλού» και «κακού» είναι μάλλον ρευστά και εξαρτημένα από την τελική αποτελεσματικότητα κάθε όντως, φυσικού ή υπερφυσικού, στο αναμενόμενο και ποθούμενο αποτέλεσμα της βλάστησης.

Ο Πούχνερ, συνδυάζοντας τον μύθο με τα σχετικά τελετουργικά λαϊκά δρώμενα καταλήγει, λοιπόν, στο ότι κατ’ ουσίαν ο Ιούδας συνδέεται «με τα αρχέγονα φαλλικά είδωλα του βαλκανικού πολιτισμού και έχει κι αυτός τη θέση του στη σειρά των γονιμολατρικών ομοιωμάτων που συμβολίζουν τον κύκλο της βλάστησης». Γι’ αυτούς τους λόγους είναι ιδιαίτερη η γονιμική δύναμη της τελετουργίας αυτής, ιδίως για τις αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες της Ανατολικής και της Βόρειας Θράκης, που στα πασχαλινά και ανοιξιάτικα δρώμενα αναγνώριζαν τον χαρακτήρα ενός πανίσχυρου τελετουργικού μέσου, για να επιτευχθεί, με διαβατήριες τελετουργίες, η καλοχρονιά, η υγεία και η αφθονία της αγροτικής παραγωγής. Στη Νάξο την καμπάνα για τον Εσπερινό της Αγάπης σήμαιναν, κατ’ εξαίρεση, οι γυναίκες και τα ανύπαντρα κορίτσια, πιστεύοντας ότι αυτό θα τις προφύλασσε από παθήσεις της μέσης, κατά την εκτέλεση των αγροτικών εργασιών, το καλοκαίρι που ερχόταν.

TOP NEWS