Ανδρέας Κάλβος: μεταξύ νεοκλασικισμού και ρομαντισμού
Του Δημητρίου Λυκούδη, Φιλολόγου, Υπ. Δρα ΕΚΠΑ
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, φιλόλογος
Εκεί που το διαφωτιστικό ιδεώδες της ελευθερίας και οι φιλελεύθερες αξίες του διαφωτισμού διαπότισαν και συνάντησαν τη συνείδηση των Ελλήνων, εκεί που η αξιολογική αναφορά της «ευδαιμονίας» γνώρισε ως συνοδοιπόρο το κίνημα του ρομαντισμού, κάπου εκεί, ανάμεσα, μπορούμε και αξίζει να μελετήσει κανείς το ιδεολογικό υπόστρωμα και το εν γένει έργο του Ανδρέα Κάλβου. Πρόκειται για τη σύζευξη μιας νεοκλασικιστικής παιδείας που συνοδοιπορεί με την ποίηση του ρομαντισμού και, ακόμη περισσότερο, ενίοτε, το ένα αλληλοπεριχωρείται στο άλλο. Σε αυτό το πνευματοφόρο και αρχαιοελληνικό πνεύμα, έχει περίοπτη θέση η ποιητική πνοή και έμπνευση του Κάλβου.
Τα πρώτα χρόνια – Σπουδές – Σταδιοδρομία
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1792. Η μητέρα του, Ανδριανή Ρουκάνη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια στο νησί. Ο πατέρας δε, σε αντίθεση, ήταν τυχοδιώκτης, πρώην ανθυπολοχαγός του βενετικού μισθοφορικού στρατού(1). «Ο πατέρας του τον απέσπασε σε τρυφερή ηλικία από τη μητέρα του και τον πήρε μαζί του στο Λιβόρνο, όπου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Ήταν αυτοδίδακτος. Τον γοήτευσε η κλασσική παιδεία, προνόμιο της τάξης των ιταλών λογίων της εποχής, και κατέλαβε απεγνωσμένες προσπάθειες για να καταξιωθεί στον χώρο των ευυπόληπτων λογίων. Σε ηλικία είκοσι ετών έγινε γραμματέας του Ygo Foscolo στη Φλωρεντία (αντέγραφε τα έργα του, αλλά εκτελούσε και άλλα καθήκοντα) και αργότερα τον ακολούθησε στην Αγγλία όπου ο ιταλός ποιητής κατέφυγε ως πρόσφυγας. Πολύ σύντομα οι δρόμοι τους χώρισαν και από τότε ο Κάλβος έζησε στο Λονδίνο δίνοντας μαθήματα ιταλικών και μεταφράζοντας στα ελληνικά θρησκευτικά βιβλία»(2).
Στα 1813, υπό την πνευματική καθοδήγηση του Foscolo και ενώ έχει πεθάνει ο πατέρας του, ο Κάλβος γράφει στα ιταλικά τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Στα 1814 συνθέτει το έργο του «Ωδή εις Ιονίους» και στα 1816 δοκιμάζεται βαθύτατα από τον θάνατο της μητέρας του, την οποία πολύ αγαπούσε. Στις αρχές του 1817 συγκρούεται με τον Foscolo και τερματίζεται η φιλία τους, καθώς, ως διασώζεται, αμφότεροι ήταν οξύθυμοι και δύστροποι χαρακτήρες και προσωπικότητες. Λίγο αργότερα, η ενασχόλησή του με το αγγλικανικό δόγμα θα τον κάνει να μεταφράσει στα ελληνικά (επιμελείται και την ιταλική μετάφραση) το γνωστό βιβλίο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, το «Book of Common Prayer», το οποίο, με τη σειρά του, θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Στα 1819 παντρεύεται την Τερέζα Τόμας και προσχωρεί στο Αγγλικανικό Δόγμα. Παρά δε ταύτα, ένα χρόνο αργότερα, τόσο η σύζυγός του όσο και το νεογέννητο κοριτσάκι τους πεθαίνουν. Θα ακολουθήσει μία πιθανολογούμενη απόπειρα αυτοκτονίας του ποιητή, προφανώς, μετά την αποτυχημένη ερωτική σχέση που συνήψε με την μαθήτριά του Σούζαν Ριντού!
Στα 1820 (κατ᾿ άλλους 1821), τον συνέλαβε η αστυνομία στη Φλωρεντία, καθώς εμπλέκεται στο κίνημα των καρμπονάρων (3). Θα προσαχθεί και πάλι στα 1826, αυτή τη φορά από την αστυνομία της Γαλλίας, καθώς «τον θεωρούσε επικίνδυνο για την έξαρση των φιλελεύθερων αισθημάτων του»(4).
Θα καταφύγει στη Γενεύη. Εργάζεται ως καθηγητής ξένων γλωσσών και παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε πλούσια σπίτια. Στο άκουσμα της Επανάστασης των Ελλήνων, συνεπαρμένος, γράφει τη «Λύρα», μία συλλογή δέκα ωδών και θ᾿ ακολουθήσουν τα «Λυρικά», δέκα νέες ωδές.
Στα τέλη Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται. Νιώθει ξένος, μη αναγνωρίσιμος. Θα καταφύγει στην Κέρκυρα, όπου διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία έως στα 1827. Έπειτα, για εννέα χρόνια, μόνος και μοναχικός, παραδίδει μόνο ιδιαίτερα μαθήματα. Στα 1936 θα επιστρέψει και πάλι στην Ακαδημία! Παράλληλα γράφει στον τοπικό τύπο της εποχής του και για λίγους μήνες αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, απ᾿ όπου και παραιτείται σύντομα. Στα μέσα του 1853, στην Αγγλία πλέον, παντρεύεται την Charlotte Wadams και διδάσκει στο Παρθεναγωγείο της εως το τέλος της ζωής του. Στις 3 Νοεμβρίου του 1869 πεθαίνει. Σήμερα, ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, στην Αγγλία, δίπλα στον τάφο της γυναίκας του.
Τα θέματα και η γλώσσα του Κάλβου
Ο Κάλβος πραγματεύεται θέματα που ενθουσιάζουν τους φιλέλληνες, κυρίως δε, θέματα που κυριαρχούν την εποχή του στις συζητήσεις και στην ελευθεροτυπία της Ευρώπης: ο Κανάρης, η σφαγή της Χίου, οι προδοσίες και οι διχόνοιες, οι προστριβές, η καταστροφή των Ψαρών, ο Ιερός Λόχος. «Η επικαιρότητα δεν θα τον εμποδίσει να αξιολογήσει και ορισμένα μυθολογικά θέματα, που βεβαίως τα εκτιμούσαν οι αναγνώστες με κλασική παιδεία, Έλληνες και φιλέλληνες, αλλά αυτά δεν αποτελούν αυτοσκοπό. Απεναντίας η παρουσία τους είναι απόλυτα αιτιολογημένη επειδή χρησιμεύουν για τη σύγκριση ανάμεσα στην αρχαία αίγλη και τη σύγχρονη πραγματικότητα»(5).
Η γλώσσα του ποιητή χαρακτηρίζεται από μια μείξη αρχαιότροπης και ομιλουμένης. Επιλέγει ένα λεξιλόγιο που ανήκει στη λόγια παράδοση, αν όχι στην αρχαία και συχνά, είτε χρησιμοποιεί λέξεις της κοινής, δίδοντας σε αυτές κλασική, τρόπον τινά, μορφή είτε επιστρατεύει λέξεις της δημοτικής και παρέχει συνοδευτικά και την εξήγησή τους (6). «Οι έλληνες λογοτέχνες κράτησαν διαφορετική στάση απέναντι στο έργο του. Αν οι Φαναριώτες και οι ποιητές της Αθήνας καταδίκαζαν τη γλώσσα και τη στιχουργία των ωδών του, όπως είχε κάνει ο Νερουλός, οι δημοτικιστές των Ιονίων Νήσων προτιμούσαν να τις αγνοούν, ακόμη και όταν ο Κάλβος βρέθηκε ανάμεσά τους με την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα (1825 – 1865), όπου μεταξύ άλλων δίδαξε και στην Ιόνιο Ακαδημία που εγκατέλειψε μετά από ρήξη με ρομαντικούς του κύκλου της»(7).
Επιλεγόμενα
Ο Ανδρέας Κάλβος δεν ευτύχησε να έχει συνεχιστές στην ποίησή του. Θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το ποιητικό του ύφος και μοντέλο γραφής κατόρθωσε, έστω και στο ελάχιστο, να επηρεάσει την ελληνική ποιητική παραγωγή της εποχής του. Άλλωστε, ο ίδιος ποτέ δεν πήρε ξεκάθαρα γλωσσική θέση στην ποίησή του, συνδυάζοντας δημοτική με καθαρεύουσα και παραλληλίζοντας τον νεοκλασικισμό με τον ρομαντισμό. Ας μιλήσουν, λοιπόν, οι στίχοι του:
«Εσύ όπου τρέχεις, πρόσμενε,
ω στρατιώτα. Ειπέ μου,
και ας μη σε κυνηγήσει
βόλι του εχθρού, πού υπήγαν
οι σύντροφοί σου;»(8).
Παραπομπές:
1.Πρβλ., Αφιέρωμα (Πρακτικά συνεδρίου), στο περιοδικό «Πόρφυρας», τχ. 64 (1993), σελ. 5-380, Βλάσσης Τρεχλής, Ανδρέας Κάλβος — Το χαμένο πορτραίτο, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2014, Mario Vitti, Ο Κάλβος και η εποχή του. Αθήνα 1995.
2.Mario Vitti, Ανδρέας Κάλβος, Υμνητής της Επανάστασης, στο «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας», Οδυσσέας, Αθήνα 2008, σελ. 186.
3.Πρβλ., Κώστας Πορφύρης, Ο Ανδρέας Κάλβος καρμπονάρος, 1975.
4.Mario Vitti, Ανδρέας Κάλβος, Υμνητής της Επανάστασης, σελ. 187. Ο αστυνομικός θα γράψει στην αναφορά του για τον Κάλβο: «il professe les sentiments du liberalisme plus exalte», Α. Ιντιάνο, Άγνωστες σελίδες από τη ζωή και το έργο του Α. Κάλβου, Λευκωσία 1960, σελ. 18.
- Mario Vitti, Ανδρέας Κάλβος, Υμνητής της Επανάστασης, σελ. 188.
- Πρβλ., Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία, μετρική και ποιητική του Κάλβου, Ηράκλειο 1995, σελ. 313, Νάσος Βαγενάς. Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου: επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004. σελ. 329.
- Mario Vitti, Ανδρέας Κάλβος, Υμνητής της Επανάστασης, σελ. 190.
- Για το έργο του Κάλβου, βλ. «Ωδαί (Η Λύρα – Λυρικά – Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος)», Ωκεανίδα 1997. Στέφανος Διαλησμάς, Εισαγωγή, Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, εκδ. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1988, σελ. 7-40.