Είπε κάποιος από τους Πατέρες ότι στις όχθες του ποταμού, κοντά στο χωριό όπου ο μακάριος Σιλουανός ζούσε στην Παλαιστίνη, κατοικούσε ένας αδελφός που προσποιούνταν τον σαλό. Έτσι, κάθε φορά που τον συναντούσε κάποιος αδελφός, άρχιζε και γελούσε. Γι’ αυτό λοιπόν κι εκείνος τον άφηνε κι έφευγε.
Συνέβη κάποια φορά να επισκεφθούν τον αββά Σιλουανό τρεις Πατέρες. Και αφού έκαναν προσευχή, τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους για να δούν τους αδελφούς μέσα στα κελιά τους. Είπαν επίσης στον Γέροντα:
«Κάνε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας πάει σ’ όλους».
Και ο Γέροντας ενώπιόν τους είπε στον αδελφό:
«Να πας τους Πατέρες σε όλους».
Ιδιαίτερα όμως του παρήγγειλε:
«Πρόσεξε, να μην τους πας σ’ εκείνον τον σαλό, για να μην σκανδαλισθούν».
Καθώς περνούσαν απ’ τα κελιά των αδελφών οι Πατέρες, έλεγαν στον οδηγό τους: «Δείξε αγάπη να μας πας σε όλους». Και απαντούσε εκείνος: «Βεβαίως». Όμως δεν τους πήγε στο κελί του σαλού σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα.
Όταν επέστρεψαν στον Γέροντα τους είπε:
«Είδατε τους αδελφούς;»
«Ναί -του είπαν- και ευχαριστούμε. Αλλά λυπούμαστε που δεν πήγαμε σ’ όλους».
Ρωτάει τότε ο Γέροντας τον οδηγό τους:
«Δεν σου είπα να τους πας σε όλους;»
«Έτσι έκανα, πάτερ» απάντησε ο αδελφός.
Αλλά και την ώρα που έφευγαν οι Πατέρες είπαν πάλι στον Γέροντα:
«Αληθινά σας είμαστε ευγνώμονες, που είδαμε τους αδελφούς, για ένα μόνο λυπούμαστε που δεν τους είδαμε όλους».
Παίρνει τότε ο αδελφός τον Γέροντα ιδιαίτερα και του λέει:
«Στον σαλό αδελφό δεν τους πήγα».
Αφού έφυγαν οι Πατέρες, ο Γέροντας καλοσκέφτηκε αυτό που έγινε, σηκώνεται λοιπόν και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν τον σαλό.
Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά-σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δυό καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά.
Σαν είδε τον Γέροντα, άρχισε -όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
«Ασ’ τα τώρα αυτά και πες μου ποια είναι η άσκησή σου».
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
«Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί, αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε εδώ».
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα, του λέει:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω, αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω. Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας».
Θαύμασε σαν τ’ άκουσε ο αββάς Σιλουανός, και είπε:
«Πράγματι οι Πατέρες που ήρθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού. Γιατί και με την παρουσία τους ένιωσα μεγάλη χαρά και ευφροσύνη πνευματική».
Εκ του Γεροντικού.