Dogma

Από τη ζωή του αββά Ποιμένος

Στην Αίγυπτο, προτού να πάει εκεί ο αββάς Ποιμήν με τους αδελφούς του, ήταν ένας γέροντας που είχε πνευματική γνώση και τον τιμούσαν πολύ.

Όταν λοιπόν ανέβηκαν από τη Σκήτη ο αββάς Ποιμήν και οι δικοί του, οι άνθρωποι άφησαν αυτόν τον γέροντα και πήγαιναν στον αββά Ποιμένα, ο οποίος όμως στενοχωριόταν γι’ αυτό, και είπε στους αδελφούς του:

«Τι να κάνουμε με αυτόν τον μεγάλο γέροντα; Οι άνθρωποι μας έφεραν σε δύσκολη θέση· τον άφησαν αυτόν και προσέχουν εμάς που δεν είμαστε τίποτε. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να αναπαύσουμε τον γέροντα;» Στη συνέχεια τους είπε: «Ετοιμάστε λίγα φαγητά, πάρτε και ένα σταμνί κρασί, και ας πάμε να φάμε μαζί του. Ίσως με αυτό να μπορέσουμε να τον αναπαύσουμε».

Πήραν λοιπόν τα φαγητά και πήγαν. Όταν χτύπησαν την πόρτα, άκουσε από μέσα ο μαθητής του και τους ρώτησε: «Ποιοι είστε;» Εκείνοι του απάντησαν: «Πες στον αββά ότι είναι ο Ποιμήν και θέλει να πάρει την ευλογία σου». Μόλις το ανήγγειλε αυτό ο μαθητής, ο γέροντας του είπε να απαντήσει: «Πήγαινε, δεν ευκαιρώ». Εκείνοι όμως περίμεναν με υπομονή μέσα στον καύσωνα λέγοντας: «Δεν φεύγουμε, αν δεν αξιωθούμε να δούμε τον γέροντα».

Βλέποντας ο γέροντας την ταπείνωση και την υπομονή τους, ένιωσε κατάνυξη και τους άνοιξε. Μπήκαν μέσα και κάθισαν να φάνε μαζί του. Καθώς έτρωγαν, είπε ο γέροντας: «Στ’ αλήθεια, δεν είναι μόνο όσα έχω ακούσει για εσάς, αλλά είδα εκατό φορές περισσότερα στη συμπεριφορά σας». Από τη μέρα εκείνη έγινε φίλος τους.

Ένας αδελφός από τα μέρη του αββά Ποιμένος πήγε κάποτε σε ξένο τόπο και εκεί κατέληξε σε κάποιον αναχωρητή, ο οποίος είχε αγάπη και δεχόταν πολλούς. Ο αδελφός τού μίλησε για τον αββά Ποιμένα, και ο αναχωρητής, όταν άκουσε για την αρετή του, επιθύμησε να τον δει.

Όταν ο αδελφός γύρισε στην Αίγυπτο, μετά από κάποιο διάστημα σηκώθηκε ο αναχωρητής και πήγε από τον ξένο τόπο στην Αίγυπτο, στον αδελφό που τον είχε τότε επισκεφτεί, γιατί του είχε πει πού μένει. Εκείνος, όταν τον είδε, απόρησε και χάρηκε πολύ. Ο αναχωρητής του είπε: «Δείξε αγάπη και πήγαινέ με στον αββά Ποιμένα».

Ο αδελφός τον πήρε και πήγαν στον γέροντα, στον οποίο ανέφερε τα σχετικά με τον αναχωρητή λέγοντας: «Είναι σπουδαίος άνθρωπος και έχει πολλή αγάπη, και στον τόπο του τον τιμούν πολύ. Του μίλησα για εσένα, και ήρθε επιθυμώντας να σε δει». Τον δέχτηκε λοιπόν με χαρά και αφού αλληλοασπάστηκαν κάθισαν.

Άρχισε τότε ο ξένος να μιλά από τη Γραφή για πράγματα πνευματικά και ουράνια, ο αββάς Ποιμήν όμως έστρεψε αλλού το πρόσωπό του και δεν του αποκρίθηκε. Αυτός, βλέποντας ότι δεν μιλά μαζί του, λυπήθηκε, βγήκε έξω και είπε στον αδελφό που τον έφερε: «Άδικα έκανα όλο αυτό το ταξίδι. Ήρθα στον γέροντα και να, δεν θέλει ούτε να μιλήσει μαζί μου».

Ο αδελφός πήγε μέσα στον αββά Ποιμένα και του είπε: «Αββά, για εσένα ήρθε ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, που έχει τόση δόξα στον τόπο του, και γιατί δεν μίλησες μαζί του;» Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Αυτός είναι από τον ουρανό και λέει πράγματα επουράνια, εγώ είμαι από τη γη και λέω επίγεια. Αν μου μιλούσε για τα πάθη της ψυχής, εγώ θα του απαντούσα· αν όμως μιλά για πνευματικά πράγματα, εγώ αυτά δεν τα γνωρίζω».

Ο αδελφός βγήκε τότε και είπε στον αναχωρητή: «Ο γέροντας σπάνια μιλά από τη Γραφή, αλλά αν κανείς τον ρωτήσει για τα πάθη της ψυχής, του απαντά». Εκείνος ένιωσε κατάνυξη και πήγε στον γέροντα και του είπε: «Τι να κάνω, αββά, που με κυριεύουν τα πάθη της ψυχής;» Ο γέροντας τον κοίταξε με χαρά και απάντησε: «Τώρα καλώς ήρθες· τώρα άνοιξε το στόμα σου γι’ αυτά τα θέματα και θα το γεμίσω με αγαθά».

Ο αναχωρητής ωφελήθηκε πολύ και είπε: «Πράγματι, αυτός είναι ο αληθινός δρόμος». Και επέστρεψε στον τόπο του ευχαριστώντας τον Θεό που αξιώθηκε να συναντήσει τέτοιον άγιο.

Κάποτε ο άρχοντας της περιοχής φυλάκισε κάποιον από το χωριό του αββά Ποιμένος, και ήρθαν όλοι παρακαλώντας τον γέροντα να πάει και να τον ελευθερώσει. Εκείνος τους είπε: «Αφήστε με τρεις μέρες, και μετά θα έρθω».

Προσευχήθηκε λοιπόν ο αββάς Ποιμήν στον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, μην επιτρέψεις να μου γίνει αυτή η χάρη, γιατί δεν θα με αφήσουν πια να καθίσω σε αυτόν τον τόπο». Πήγε έπειτα στον άρχοντα να τον παρακαλέσει, αυτός όμως του είπε: «Για έναν ληστή παρακαλείς, αββά;» Ο γέροντας τότε χάρηκε, γιατί δεν του έκανε τη χάρη που ζήτησε.

 

 

Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 240 (Αββάς Ποιμήν 4, 8, 9).