Πρωτ. Νικολάου Χριστοδούλου
Το διήγημα «Χωρίς στεφάνι» δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου του 1896 και, όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίστηκε ως το πιο ορθόδοξο διήγημα του μεγάλου σκιαθίτη διηγηματογράφου. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Αθήνα του 19ου αι. με ηρωίδα μία κατατρεγμένη δασκάλα, τη Χριστίνα, θύμα τόσο του πολιτειακού κράτους όσο και του ανδρός με τον οποίο διατηρούσε δεσμό. Το πρώτο την εκμεταλλευόταν χωρίς να της παρέχει μονιμότητα στην εργασία της ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική κάλυψη και πρόνοια, ενώ ο δεύτερος, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, ζώντας αστεφάνωτοι, την εκμεταλλευόταν από κάθε άλλη εναπομείνασα άποψη! Αυτή παρέμενε εκεί, «μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα… Επικραίνετο… Εγήρασκε και άσπριζε… Υπέφερεν εν σιωπή».
Η αγάπη και η συμπάθεια, με την οποία μιλά ο Παπαδιαμάντης για την ταλαίπωρη δασκάλα, μοιάζει απόλυτα με την αγάπη του Χριστού, ο οποίος, όταν ήρθε στη γη, αγκάλιασε κάθε φτωχό και κατατρεγμένο, διαβεβαίωσε ότι «οι πόρνες και οι τελώνες προάγουσιν ημάς εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 21,31) και ότι, στο τέλος, «έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5,8). Η πίστη στο Χριστό και κατ’ επέκταση η ίδια η Εκκλησία Του, ως σχέση και δώρο, αντλεί την αυτοσυνειδησία της από τον ερχόμενο και διαρκώς παρόντα Χριστό. Η ιδιότητα του χριστιανού εύκολα δηλώνεται, εξίσου εύκολα υποκλέπτεται και άλλο τόσο εύκολα αλλοτριώνεται. Το ζητούμενο είναι ο «βίος», ο τρόπος ζωής, ο οποίος προϋποθέτει διαρκή, επίπονη άθληση αλλά και νόμιμη, για την οποία μιλά ο Απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τίτο (Β΄ Τιτ. 2,5). Η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο σε ένα άλλο τρόπο ύπαρξης, βασισμένο στην ελευθερία και στην αγάπη. Το ζητούμενο δεν είναι η ηθική μας βελτίωση, η βελτίωση της συμπεριφοράς μας, αλλά να καταφέρουμε να περάσουμε από το φαίνεσθαι, στο είναι!
Τα φαινόμενα υποκρισίας της θρησκευτικής κοινωνίας είναι, δυστυχώς, συνομήλικα των ανθρώπων. Καθώς γινόμαστε καθημερινά απελπιστικά ηθικιστές και απογοητευτικά μικρόψυχοι και στενόκαρδοι, ας προβληματιστούμε από τη γραφίδα των λογοτεχνών μας, οι οποίοι με βεβαιότητα δηλώνουν ότι «πάντοτε οι πτωχοί και κατατρεγμένοι θα εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε Αυτόν που ανέστη ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων». Ίσως, ακολουθώντας αυτή την αντίστροφη πορεία, να μας συγκινήσει τελικά και ο λόγος του Ευαγγελίου, ο λόγος της Εκκλησίας, που είναι λόγος κένωσης και όχι επίδειξης δυνάμεως.
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος