Από τον άνθρωπο στον Θεάνθρωπο
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος, φιλόλογος, Ιστορικός
Αρκετή ώρα μού πήρε να βρω τρόπο να ξεκινήσω να γράφω. Θέλει τρόπο, ορθή έκβαση και διαχείριση των λογισμών, ώστε να περάσουν «ήσυχα», να έλθουν και ν᾿ ακουμπήσουν οι σκέψεις στο χαρτί, χωρίς φασαρία και περισσό θόρυβο. Και, σε αυτή την αναζήτησή μου, είναι αλήθεια, με έβγαλε από τη δυσκολία – ποιος λέτε; – το εν πολλοίς και πάλιν και πολλάκις και εσαεί αγαπημένο μου Γεροντικό, το και μόνιμο εντρύφημά μου σε καιρούς και περιόδους δύσκολες, ως η εφηβεία, ως η ενηλικίωση, ως η σημερινή.
Η διήγηση αναφέρεται στον αββά Θεόδωρο της Φέρμης: «Είπε ο αββάς: «Καμιά αρετή δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την αρετή να μην εξουθενώνουμε τον άλλον»» (Το Μέγα Γεροντικόν, τόμ. Γ’, Ησυχ. Γενέσιον της Θεοτόκου, Θεσ/νίκη 1997, σελ. 63). Και ευθέως, ειλικρινώς το καταθέτω, σκέφθηκα εσάς, τους φίλους αναγνώστες της εφημερίδος «Κιβωτός της Ορθοδοξίας». Αλήθεια, μονολόγησα, πόσες φορές και έως πού σας «εξουθένωσα» διά της στυπτικής και εν γένει τοιουτοτρόπου γραφικής συμπεριφοράς και γραφίδος μου! Ξέρω, η ευγένειά σας μπορεί να διαμαρτυρηθεί καλόπιστα, πλην, όμως, «αρκεί τα έργα (εν προκειμένω τα γραπτά μου) φωνής λαμπρότερον διδάξαι», κστά τον Ιερό Χρυσόστομο. Αλήθεια, πόσες φορές και έως πού σας εξουθένωσα!
Όλη δε αυτή η εξουθένωση, έγκειται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι έχουμε, ειδικότερα έχω, εσφαλμένη εικόνα, αντίληψη και πίστη περί της σημασίας, σημασιολογίας και σπουδαιότητας της ορθοδόξου χριστιανικής ιδιότητος, αυτής καθεαυτής της έννοιας. Ποιος, όμως, ο ορισμός και τι σημαίνει να είναι κανείς χριστιανός ορθόδοξος; Ας αφήσουμε τον Όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς (1894-1979, εορτή 1/14 Ιουνίου, αγιοκατάταξη 2/5/2010) να μας διαφωτίσει: «Διότι τι σημαίνει να είναι κανείς ορθόδοξος χριστιανός; Σημαίνει τούτο: να ευρίσκεται εις τον συνεχή αγώνα από τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον, να ευρίσκεται εις την συνεχήν οικοδομήν του εαυτού του διά των θεανθρωπίνων μυστηρίων, ασκήσεων και αρετών. Και εις αυτό ο ορθόδοξος άνθρωπος, ποτέ δεν είναι μόνος, αλλά κάθε αίσθησίς του και κάθε πράξις και σκέψις του είναι προσωπικαί – καθολικαί. Όχι μόνον προσωπικαί και όχι μόνον καθολικαί, αλλά θεανδρικαί» (Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1970, σελ. 123).
Και συμπληρώνει: «Όταν ο ορθόδοξος χριστιανός σκέπτεται, το κάμνει εν προσευχή μετά φόβου και τρόμου, διότι γνωρίζει ότι εις αυτό μυστικώς συμμετέχει όλος ο χορός των Αγίων, όλος ο χορός όλων των μελών της Εκκλησίας. Ουδέποτε ούτος ανήκει εις τον εαυτόν του, αλλά εις όλους τους Αγίους, και δι᾿ αυτών εις τον πανάγιον Κύριον Ιησούν. Όταν θεωρή το πνεύμα του ο ορθόδοξος χριστιανός, λέγει εις τον εαυτόν του: «το πνεύμα μου δεν είναι τίποτε, εάν δεν πληρωθή και τελειωθή με το Άγιον Πνεύμα»» (Αυτόθι, σελ. 123).
Διαβάζω στο Συναξάρι της ημέρας: τη 15η μηνός Ιουλίου μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αβουδίμου. Έζησε και έδρασε επί Διοκλητιανού, κατά το έτος 299 μ.Χ. Αρνούμενος να θυσιάσει στα είδωλα, συνελήφθη και υπέστη φρικτότατα βασανιστήρια: «δέθηκε από τέσσερις πασσάλους και απλώθηκε. Στην συνέχεια δάρθηκε από εννέα στρατιώτες και επειδή δεν θέλησε ούτε καν να γευθή από τις ειδωλόθυτες θυσίες, γι᾿ αυτό ξεσχίσθηκε με νύχια σιδερένια και τελευταία αποκεφαλίστηκε και έτσι ανέβηκε νικηφόρος στα Ουράνια» (Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου). Αυτό είναι το αποκορύφωμα, σκέπτομαι, της πορείας από τον άνθρωπο προς τον Θεάνθρωπο!
Θέλεις, όμως, φιλοαγιορείτα αναγνώστα, να διαβάσεις και άλλο παράδειγμα, ωσαύτως χαρακτηριστικό ως το προηγούμενο, που εξαίρει αυτόν τον αγώνα, την έμπονη και κοπιαστική πορεία από τον άνθρωπο προς τον Θεάνθρωπο; Ιδού, σού παραθέτω το κάτωθι απόσπασμα προς τέρψη πνευματική και αγαλλίαση νοός και ψυχής: «Ξεκίνησα κάποτε από την Αγία Άννα και περνώντας από την Κερασιά, άρχισα να κατηφορίζω προς τα Καυσοκαλύβια. Σε λίγη ώρα έφθασε στ᾿ αυτιά μου, σιγά στην αρχή, ευκρινέστερα αργότερα, η φωνή κάποιου που έλεγε την «ευχή». Σταμάτησα για ν᾿ ακούσω καλύτερα. Η φωνή άγνωστη, ο τόνος θρηνώδης. Όσο προχωρούσα η «ευχή» ακουγόταν πιο έντονα και το σπάσιμο της φωνής πρόδιδε χαρακτηριστική συγκίνηση. Ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Όταν πλέον είχα προχωρήσει πολύ, έκανα το βήμα μου όσο το δυνατόν πιο αθόρυβο, για να μην ενοχλήσω τον προσευχόμενο: «Πού να είναι»; διερωτώμουν. Ξαφνικά, σε μία στροφή του δρόμου, πίσω από ένα βράχο, βρέθηκα μπροστά σ᾿ ένα απροσδόκητο θέαμα: Είδα τον γερο-Τιμόθεο, με τον ντορβά ακουμπισμένο κάτω, με τον σκούφο βγαλμένο, με το κομποσχοίνι στο χέρι, με ανοιγμένο το ζωστικό στο στήθος, με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό και το πρόσωπο μουσκεμένο από τα δάκρυα, να επικαλήται γοερώς το όνομα του Κυρίου. Βέβαιος ότι εκείνη την ώρα δεν υπήρχε περίπτωσις να περάσει κανείς από εκεί, ήταν παραδομένος στην προσευχή και κτυπώντας το στήθος, ζητούσε το έλεος του Θεού. Από τον λαιμό του κρεμόταν παλαιός σταυρός, μ᾿ ένα πολύ λερωμένο σχοινάκι» (Χερουβείμ Καράμπελα, Από το Περιβόλι της Παναγίας, Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1997, σελ. 239-240).
Ασφαλώς, αυτή η πορεία από τον άνθρωπο προς τον Θεάνθρωπο μυσταγωγείται, μυστικώς, εις το «Υπερώον» του ανθρώπου, κατά τους Αγίους Πατέρες, και εννοούν το χώρο του νοός αρχικά, και της καρδίας, αργότερα ενδεχομένως, και σταδιακά. Εκφράζεται και εκδηλώνεται, ουκ ολίγες φορές, διά της σιωπής και της αυτοθέλητης και εκουσίας μονώσεως, που, ταυτόχρονα, διδάσκει λόγο ορθόπρακτο και ορθόδοξο, λόγο φωτιστικό και αγιαστικό «άμα τη οράσει» και μόνον, κάμνοντας τα λόγια περιττά και εν πολλοίς, για να θυμηθώ και τον τρόπο που εξεκίνησα τις σημερινές σκέψεις μου εδώ, εξουθενωτικά!
Πορεία από τον άνθρωπο προς τον Θεάνθρωπο. Η δική σου πορεία, ο δικό μου αγών, η προσπάθεια όλων μας να αρέσουμε στον Ουρανό και στον Κύριο και Νυμφίο της καρδιάς μας, Τον κε Γλυκύτατο Ιησού Χριστό. Ας θυμόμαστε δε, πως ετούτη η προσπάθεια συντελείται μυστικώς, «εν τω Υπερώω» και διδάσκει πιότερο διά της σιωπής, διά της ταπεινώσεως και εκουσίας αφάνειας, πρωτίστως τον εαυτό μας και, ακολούθως, και τους υπόλοιπους, όσοι δύνανται και θέλουν να ατενίζουν τους αστέρες του Ουρανίου στερεώματος.
«Ο Αββάς Δανιήλ διηγήθη περί του Αββά Αρσενίου ότι απέφευγε πάντοτε να ομιλή περί ζητημάτων της Αγίας Γραφής, αν και είχε την δύναμιν, εάν ήθελεν, ούτε και ευκόλως έγραφεν επιστολήν (εις όσους εζήτουν την επίλυσιν αποριών). Όταν δε ήρχετο, κατ᾿ αραιά διαστήματα, εις το Καθολικόν της Σκήτης, παρέμενε κρυμμένος, πίσω από μίαν κολώναν, διά να μην τον ίδη κανείς και τον προσέξη εκ σεβασμού, ή και αυτός προσέξη κανέναν αποσπώμενος από την ιερότητα της ακολουθίας» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Αθήναι 2001, Υπόθεσις ΙΖ’, 9, σελ. 316)