Dogma

Από τους Εμμαούς στην Ανάληψη του Χριστού

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Γιορτάσαμε προχθές την μεγάλη Θεοπατερική Εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου, η οποία σηματοδοτεί την επιστροφή του Υιού του Θεού στον Θρόνο της Επουρανίου Βασιλείας Του. Ο Χριστός, αφού ολοκλήρωσε, σύμφωνα  με το Σχέδιο της Θείας Οικονομίας, την Αποστολή Του στην γη με την Ενανθρώπισή Του, το Εκούσιο Πάθος  και την εκ νεκρών Ανάστασή  Του, παρέμεινε σαράντα ημέρες στην γη κοντά στους Μαθητές Του. Και  την  40η ημέρα από της Αναστάσεώς Του αναλήφθηκε στους Ουρανούς. Για την Ανάληψη του Κυρίου μάς ομιλούν δύο εκ των Ευαγγελιστών. Ο Μάρκος (ιστ΄ 19) και ο Λουκάς (κδ΄ 50). Οι άλλοι δύο Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος (κη΄ 16-20) και ο Ιωάννης (κ΄ 17) παραπέμπουν στην Ανάληψη του Χριστού εμμέσως, χωρίς όμως να την  περιγράφουν ειδικά.

Τελειώνουν το Ευαγγέλιό τους με την υπογάμμιση ότι ο Χριστός μάζεψε τους Μαθητές Του πριν αναληφθεί στους Ουρανούς και, αφού τους ευλόγησε, τούς ζήτησε να κηρύξουν το μήνυμά Του σε όλα τα έθνη της γης και να βαφτίσουν τους λαούς στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος διδάσκοντας αυτούς να τηρούν όλα όσα τους άφησε ως πνευματική παρακαταθήκη, τους διαβέβαίωσε δε ότι θα είναι για πάντα μαζί τους μέχρι της συντελείας του αιώνος. Αντιθέτως ο Μάρκος και ο Λουκάς, όχι μόνο περιγράφουν την σκηνή της Αναλήψεως του Κυρίου, αλλά την συνδέουν ως αφετηρία της 40ημερης παρουσίας του Ιησού στην γη μετά την Ανάστασή Του και με το γεγονός της συμπόρευσης Αυτού με δύο Μαθητές Του, τον Πέτρο και τον Βαρνάβα, στους Εμμαούς, μια μικρή δηλ. κώμη που απέχει από την Ιερουσαλήμ εξήντα σταδίους.

Για να υπολογίσουμε σε σημερινή μονάδα μετρήσεως την απόσταση αυτής της μικρής πόλης από την Ιερουσαλήμ, πρέπει να πούμε ότι απείχε από την Ιεουσαλήμ 11 περίπου χιλιόμετρα, αφού κάθε στάδιο στην αρχαία εποχή  ισοδυναμούσε με 183 σημερινά μέτρα, όσο είναι δηλ. το μήκος ενός σταδίου. Οδοιπορούσαν λοιπόν ο Πέτρος και ο Βαρνάβας, για να μεταβούν στους Εμμαούς, χωρίς όμως να μπορέσουν να αντιληφθούν ότι ο ξένος που συνεπορεύετο μαζί τους εκείνη την ημέρα ήταν ο Χριστός. Και τούτο, διότι, όπως μάς λέει χαρακτηριστικά ο Λουκάς (κδ΄ 16), «οι οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν», δηλ. κάτι εμπόδιζε τα μάτια τους, για να μη καταλάβουν, ποιός ήταν αυτός ο ξένος, με τον οποίο μάλιστα άνοιξαν συζήτηση σε κάποιο σημείο του δρόμου.

Ας δούμε λοιπόν την αλληλουχία των γεγονότων, όπως τα περιγράφει λεπτομερέστερα σε σύγκριση με τον Μάρκο ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η αφετηρία των γεγονότων αυτών, που σχετίζονται με την οδοιπορία των δύο Μαθητών προς τους Εμμαούς, τοποθετείται, όπως ελέχθη, στην τρίτη ημέρα μετά την Σταύρωση του Ναζωραίου, συμπίπτει δηλ. με την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, ενώ  το τέλος τους προσδιορίζεται αρκετές ημέρες αργότερα, πολύ κοντά χρονικά στην  Ανάληψη του Κυρίου.  «Ιδού δύο εξ αυτών ήσαν πορευόμενοι εν αυτή τη ημέρα», μάς λέει ο Λουκάς, «εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα από Ιερουσαλήμ, η όνομα Εμμαούς. Και αυτοί ομίλουν προς αλλήλους περί πάντων των συμβεβηκότων τούτων. Και εγένετο εν τω ομιλείν αυτούς και συζητείν και αυτός ο Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς». Μόλις τους άκουσε ο Ιησούς να συνομιλούν, προσποιήθηκε άγνοια των συμβάντων και τούς ρώτησε, για να μάθει, τί ήσαν αυτά που συζητούσαν: «Τίνες οι λόγοι ούτοι, ους αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες και εστέ σκυθρωποί»; Τού απάντησε ο ένας εκ των δυο συνομιλητών που το όνομά του ήταν Κλεώπας και του είπε: «Μένεις στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα συνέβησαν σε αυτήν τούτες τις ημέρες»; Και ο Χριστός τον ξαναρώτησε: «Για ποιά γεγονότα μιλάτε»;   «Για τα περί Ιησού του Ναζωραίου», του είπε, «που υπήρξε μεγάλος Προφήτης, δυνατός συνήγορος με τον λόγο Του του Θεού και μάρτυρας Αυτού ενώπιον τον ανθρώπων, τον οποίο οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σταύρωσαν, ενώ εμείς πιστεύαμε ότι αυτός θα λυτρώσει τον λαό του Ισραήλ».

Και συμπλήρωσε ότι «η σημερινή ημέρα (η ημέρα δηλ. της οδοιπορίας προς τους Εμμαούς) είναι η τρίτη ημέρα απότε που έγιναν όλα αυτά, που σου περιγράφω. Κάποιες μάλιστα γυναίκες μυροφόροι, που πήγαν ξημερώματα στο Μνημείο του Εσταυρωμένου, δεν τον βρήκαν εκεί, αλλ’ αντ’ αυτού είδαν ένα Άγγελο που τούς είπε ότι ο Χριστός ηγέρθη από τον νεκρών και τούς έδειξε άδειο το μέρος, στο οποίο εναποτέθηκε το Σώμα Αυτού. Αλλά και κάποιοι από εμάς, που πήγαν στο Μνημείο, διαπίστωσαν τα ίδια πράγματα». Το σχόλιο του Ιησού σε αυτά που του είπε ο Βαρνάβας ήταν αυστηρό: «Ω, ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι Προφήται», παρατήρησε ο Χριστός. Τους είπε δηλ. ότι με αυτά που λέτε αποδεικνύετε ότι δεν έχετε την νόηση που χρειάζεται, αλλά ούτε και την εσωτερική διάθεση, για να δεχθείτε μέσα στην καρδιά σας όλα εκείνα που προανήγγειλαν για Αυτόν οι Προφήτες. «Δεν έπρεπε λοιπόν να τα υποστεί όλα αυτάπου λέτε ο Χριστός και να εισέλθει μέσω αυτών στην Θεϊκή Του Δόξα»; Και αρχίζοντας από τον Μωϋσή και και από όλες τις Προφητείες τούς εξηγούσε όλα όσα ήσαν έλεγαν οι Γραφές για Αυτόν.

Είχαν φτάσει ήδη στο μέρος, όπου πήγαιναν, μάς λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά αυτός ο ξένος προσποιήθηκε ότι πηγαίνει πιό πέρα. Τον πίεσαν όμως να μείνει μαζί τους, διότι βράδιασε ήδη: «Και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες: μείνον μεθ’ ημών ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα». Πριν όμως κατακλιθούν, ο Χριστός πήρε τον άρτο, τον ευλόγησε και τούς τον μοίρασε. Τότε ανοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο Μαθητών και αναγνώρισαν ότι ο ξένος ήταν ο Χριστός, ο οποίος όμως εξαφανίσθεκε αμέσως από μπροστά τους. Την ίδια στιγμή ο Βαρνάβας και ο Πέτρος πήραν τον δρόμο του γυρισμού στην Ιερουσαλήμ και ενημέρωσαν και τους άλλους Μαθητές ότι Ανέστη πράγματι ο Κύριος.

Δεν θα συνεχίσουμε εδώ μνημονεύοντες τις άλλες εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάστασή Του ενώπιον των Μαθητών του. Θα πάμε κατ’ ευθείαν στην τελευταία εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, που είναι συνυφασμένη με την Ανάληψη Αυτού στους Ουρανούς, αφού όμως πρώτα απαντήσουμε σε δύο σπουδαία ερωτήματα: Ήτοι αφ’ ενός μεν, γιατί ο Χριστός δεν Αναλήφθηκε αμέσως στους Ουρανούς μετά την Ανάστασή Του, αλλά χρειάσθηκε να παραμείνει στην γη 40 ημέρες ακόμη και αφ’ ετέρου, πώς Αναλήφθηκε ο Χριστός, με το ανθρώπινο Σώμα του ή χωρίς αυτό; Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα μάς την δίνει η ίδια η λογική: Έάν ο Χριστός έφευγε αμέσως μετά την Ανάστασή Του για τους Ουρανούς, άσχετα με το τί είχε πει και τί είχε προαναγγείλει ο ίδιος για τον Σταυρικό Του θάνατο και την εκ νεκρών Ανάστασή Του,  θα περνούσε στον κόσμο η εκδοχή των Γραμματέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι, μόλις έγινε γνωστή η Ανάσταση του Κυρίου, φοβούμενοι ότι θα χάσουν το ποίμνιό τους, έδωσαν πολλά χρήματα στην κουστωδία που αποτελούσε τους φρουρούς του Τάφου του Χριστού, για να πούν ότι πήγαν οι Μαθητές του Εσταυρωμένου την νύκτα, που τούς είχε πιάσει ο ύπνος, και έκλεψαν του Σώμα Του. Έπρεπε λοιπόν να παραμείνει λίγες ακόμη ημέρες στην γη ο Ναζωραίο, ώστε με τις πολλές εμφανίσεις Του, πρωτίστως ενώπιον των Μαθητών Του, να διαλύσει την σχετική δόλια διάδοση των Εβραίων Αρχόντων ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι μύθος.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ακόμη και μεταξύ των Μαθητών του Χριστού υπήρχε για ορισμένους εξ αυτών δυσπιστία, εάν  πράγματι Αναστήθηκε ή όχι ο Κύριος, όπως τούς διεβεβαίωναν όσοι είδαν το κενό Μνημείο, αλλά και με τα ίδια τους τα μάτια αναστημένο τον Διδάσκαλό τους, όταν παρουσιάσθηκε ενώπιόν τους. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της δυσπιστίας αποτελεί η περίπτωση  του Θωμά. Έπρεπε λοιπόν να πεισθούν πρώτα οι Μαθητές του Χριστού για την Ανάσταση του Κυρίου, για να μπορέσουν να πείσουν και  όλους τους άλλους. Το δεύτερο ερώτημα, για το πώς ακριβώς έγινε η Ανάληψη του Χριστού, μάς το απαντάει ο Ευαγγελιστής Λουκάς με τον επίλογο του Ευαγγελίου του (Λουκ κδ 36 επ.). Ενώ ομιλούσαν μεταξύ τους οι Μαθητές, στο μέρος όπου ήσαν συγκεντρωμένοι, παρουσιάσθηκε, μας λέει, ξαφνικά μπροστά τους ο Ιησούς, στάθηκε στο μέσον αυτών και τούς είπε: «ειρήνη υμίν». Οι Μαθητές φοβήθηκαν, διότι νόμισαν ότι έβλεπαν κάποια οπτασία. Τους καθησύχασε όμως ο Χριστός ότι είναι ο Διδάσκαλός τους, μόνο που δεν υπάρχει πια επάνω Του κανένα υλικό ίχνος από το σώμα Του.

Εκείνο που έβλεπαν ήταν η πνευματική απεικόνιση του Σώματος Αυτού. Και αυτό μπορούσαν να το διαπιστώσουν, εάν πήγαιναν κοντά Του να Τον ψηλαφήσουν. Ύστερα τους ωδήγησε στην Βηθανία και, αφού σήκωσε τα χέρια Του προς αυτούς, τους ευλόγησε. Και ολοκληρώνει ο Λουκάς το Ευαγγέλιό του με την ακριβή περιγραφή της Αναλήψεως του Ιησού λέγοντας: «Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον Ουρανόν. Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης. Και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν».