Αποκάλυψη στην Πόλη
Του Γεωργίου Κυπριανού
Βρέθηκα στην Πόλη. Απλά, για αρκετές μέρες προσποιούμενος τον κάτοικό ή τον εμπερίστατο περιπλανώμενο προσκυνητή της. Χωρίς την ανάγκη οδηγού, ξεναγού, αρχαιολόγου ή ιστορικού. Τα αναλαμβάνει όλα η Πόλη από μόνη της. Αν είσαι ρωμηός, ορθόδοξος και έλληνας δεν χρειάζεσαι πολλά για να διαβείς τους δρόμους και την ιστορία της. Η Πόλη βοά, φωνάζει την καταγωγή και την ταυτότητά της. Γι’ αυτό και δεν πάς οδοιπορικό στην Πόλη. Η Πόλη γίνεται το οδοιπορικό του καθενός που την επισκέπτεται. Εξωτερικά και εσωτερικά. Αυτή ταξιδεύει και περιπλανιέται μέσα σου, αυτή σε επισκέπτεται και σε παρατηρεί και όχι το αντίθετο. Γίνεσαι εσύ ο εξερευνώμενος. Η Πόλη σε αντικρύζει και σε ψάχνει, σε ψαχουλεύει και σε αξιολογεί. Για το πόση από αυτήν έχεις ακόμα μέσα σου. Πόσα από τα χίλια χρόνια της βασιλείας της και τα άλλα εξακόσια της αιχμαλωσίας της κρατάς στη μνήμη και στην καρδιά σου.
Πέρα από το βίωμα της αυτοκριτικής όμως το διάβα των ημερών στην Πόλη είναι και μια αποκάλυψη. Σε κάθε έξοδο, σε κάθε περπάτημα, σε κάθε περιδιάβαση, σε κάθε στάση, σε κάθε αναμονή, σε κάθε διαδρομή έβλεπες να αποκαλύπτονται μπροστά σου χιλιάδες εικόνες, χιλιάδες πρόσωπα, χιλιάδες κρυμμένες αλήθειες της Πόλης του σήμερα, του χθες ακόμα και του αύριο. Μα πιότερο αποκάλυψη για μένα, πέρα από την αποσβολωτική θέα του Βοσπόρου, του Κεράτιου και του Μαρμαρά, πέρα από τα αμέτρητα και ενίοτε ανυποψίαστα κάθε λογής μνημεία της, πέρα ακόμα και από το σπουδαιότερο σύμβολο της ορθόδοξης ιστορίας μας την Αγία Σοφιά, ομολογώ πως ήταν η μυστική, αθόρυβη αλλά σταθερή μυστηριακή λειτουργία των εξήντα και πλέον ενοριών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Εντελώς ανυποψίαστα. Εκεί που περπατάς και ζαλίζεσαι πραγματικά από Ισλάμ, θόρυβο και συνωστισμό, περνάς σε ένα παράδρομο και έκπληκτος αντικρύζεις ένα ταπεινό καμπαναριό που ξεπροβάλλει με το Σταυρό του στην κορυφή. Το μυαλό σου αντιστέκεται. Είναι δυνατόν; Προχωράς με επιφύλαξη. Καλωσόρισμα σε σπαστά ελληνικά. Ανοίγεις δειλά την πόρτα έτοιμος να αντιμετωπίσεις, πιο πολύ μαθημένος από την κυπριακή πραγματικότητα, κάθε είδους απογοητευτικό θέαμα. Και διαψεύδεσαι οικτρά. Λιβάνι, ψαλμωδία, θυμιατός, μυσταγωγία. Ένας ιερέας, ένας ψάλτης, ένας νεωκόρος και ένας ή δυο πιστοί να τελούν την ακολουθία, σιγανά, ταπεινά, ήρεμα, απρόσκοπτα, ωσάν η εκκλησία να βρισκόταν σε ένα προάστιο της πόλης σου. Ήταν σαν να άνοιγα την πόρτα και να εισερχόμουν σε άλλο χρόνο, σε άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη διάσταση. Έξω το χάος και η ισοπεδωτική βουή, μέσα η τάξη και σιγή. Έξω ο απόλυτος περισπασμός, μέσα η συγκέντρωση, ο συλλογισμός και η προσευχή. Έξω ο κόσμος και η φθορά, μέσα ο Θεός και η αφθαρσία.
Εκεί ακριβώς αποκαλύφθηκε μπροστά μου το μεγαλείο του αγώνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και η ουσιαστική προσφορά του. Μέσα στη δίνη των εκατομμυρίων μουσουλμάνων κατοίκων και επισκεπτών, μέσα στην καθηλωτική θωριά των τζαμιών και την εκκωφαντική έως και τρομοκρατική κραυγή των ιμάμηδων μέρα και νύκτα, κάτω από το ακοίμητο βλέμμα του αυστηρά ισλαμικού και στρατοκρατούμενου κράτους, με δεδομένη την ανύπαρκτη συγκριτικά εναπομείνασα κοινότητα των ρωμηών, το Πατριαρχείο να καταφέρνει να κρατεί λειτουργικά ζωντανές τόσες εκκλησίες. Να κρατά άσβεστη την τρεμάμενη φλόγα του Μυστηρίου για τόσες χιλιάδες χρόνια.
Έστω με ένα ιερέα και ένα ψάλτη, ένα νεωκόρο και δυο πιστούς, η ασίγαστη λειτουργική ζωή στην Πόλη, δεν είναι καθόλου τυπικής σημασίας και λειτουργικά αδιάφορη, δεν είναι ούτε μεμψίμοιρη για την απλότητα και την αριθμητική της ελαχιστότητα. Είναι μια δυναμικά μυστική αναμονή. Λες και η Πόλη επιμένει να μένει ζωντανή και να περιμένει. Κάποιον, κάτι. Ένιωσα πως τα πάντα στην Πόλη, όλοι και όλα βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής και υποδοχής. Ο Θεός γνωρίζει το τι, το πώς και το πότε. Και αυθόρμητα κάθε φορά άκουγα μέσα μου το της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, «Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ».
Έτσι αποχαιρέτισα την Πόλη. Περήφανος την ίδια στιγμή για την ρωμαίική μου ταυτότητα. Με ευχαριστία στον Θεό που αξίωσε την αναξιότητά μου να διαβώ τις πλατείες και τα καλντερίμια, τους ναούς και τα μνημεία της Βασιλεύουσας. Πονεμένος για την ελάχιστη κοινότητα των εναπομεινάντων ρωμηών. Φοβερά λυπημένος για τις καταλυτικές πληγές που τους προξένησε άθελά της η πατρίδα μου Κύπρος. Σαγηνεμένος πάλιν και πολλάκις από την ομορφιά και την υποβλητικότητα του ωραιότερου τόπου για να ζεις επί της γης. Και τέλος, δεν το κρύβω.
Το εξομολογούμαι δημόσια το αμάρτημά μου. Συγχωρήσατέ μοι αδελφοί και πατέρες, αλλά τον έσχατο και σκληρότατο πορθητή της Πόλης, τον μισητό και απεχθή για τους Ρωμηούς Μωάμεθ τον Β΄ κατά κάποιο τρόπο τον δικαιολόγησα και τον ζήλεψα. Για μια στιγμή είδα και αισθάνθηκα την Πόλη μέσα από τα μάτια του. Και ’γω στη θέση του θα καταλαμβανόμουν σίγουρα, ίσως και περισσότερο, από το ίδιο πάθος και την ερωτική μανία. Και τι δεν θα ’δινα να περάσω για μια στιγμή καβαλάρης κατακτητής από την Πύλη της, άρχοντας και αφέντης της, εραστής και πορθητής της; Ας είναι η φαντασίωση αυτή το αμάρτημά μου. Και δεν είμαι σίγουρα ο μόνος.
Πηγή: http://www.isagiastriados.com/