Συγκεκριμένα, ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην εμπειρία δημιουργίας αντίστοιχων υποδομών όσο ήταν Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας τονίζοντας πως «βλέποντας τις ποιμαντικές ανάγκες της Αρχιεπισκοπής και της κοινωνίας, σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνουμε ίδια και περισσότερα έργα από όσα στη Μητρόπολη Θηβών». Μίλησε, επίσης, για την γνωριμία του με τον άγιο Πορφύριο και τις συζητήσεις που είχε μαζί του για τις ανθρώπινες ανάγκες, αποφασίζοντας έτσι να δημιουργήσει ένα κέντρο γεροντολογίας και προνοιακής υποστήριξης.
Ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε, ακόμη, ότι δεν πρόκειται για ένα έργο που μπορεί να λύσει το πρόβλημα σε όλες του τις πλευρές, αλλά «μπορεί να γίνει ένα παράδειγμα. Μπορεί να γίνει κάτι το οποίο θα αντιγράψουν κι άλλοι. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως δεν πρόκειται για ένα κέντρο που είναι μια αποθήκη ανθρώπων, αλλά ένας χώρος που μπορεί κανείς να συνεχίσει την πνευματική ζωή ή να γνωρίσει πράγματα που δεν γνώριζε μέχρι τώρα. Υπάρχει ένας σχεδιασμός να έχουν οι άνθρωποι μία καλής υλικής περιποιήσεως και μιας πνευματικής εξυπηρετήσεως και ακόμη περισσότερο ιατρικής φροντίδας», περιγράφοντας τις επιστημονικές δομές και επιτροπές του Κέντρου.
Αναφέρθηκε, άλλωστε, στη νόσο του Αλτσχάιμερ και στα ζητήματα που απασχολούν τους ίδιους τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, ενώ έκανε αναφορά στην συνεργασία που υπήρχε με κρατικούς και τοπικούς φορείς υπογραμμίζοντας, ότι «σκοπός της Εκκλησίας είναι να βοηθάει τους ανθρώπους, ώστε να συνεργάζονται για καλά έργα και αυτό το έργο που θα εγκαινιάσουμε σήμερα είναι ένας καρπός συνεργασίας Εκκλησίας με την Πολιτεία, τους επιστήμονες και την τοπική κοινωνία. Δε μπορεί να γίνει οποιοδήποτε έργο απομονωμένο».
Επεσήμανε, ακόμη ότι «το έργο στοίχισε περίπου 5.000.000 ευρώ. Ένα ποσό υπέρογκο που ούτε με τα φτερά της φαντασίας μπορούμε να πούμε ότι θα τα έβαζε η Εκκλησία. Χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, από την Ευρώπη. Όχι ευρωπαϊκά χρήματα, χρήματα δικά μας που είναι στην Ευρώπη, που τα δικαιούμαστε και μπορούμε να τα παίρνουμε για να κάνουμε τέτοιου είδους έργα. Οι κρατικές υπηρεσίες βοήθησαν».
Ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε, εξάλλου, πως το κοινωνικό έργο της Αρχιεπισκοπής δεν είναι μόνο δικό του έργο, αλλά όλων των συνεργατών του και των ανθρώπων που στηρίζουν αυτήν την προσπάθεια, ενώ επεσήμανε ότι εντολή του Κυρίου είναι να αγαπάμε τον Θεό με όλη μας την δύναμη και τον συνάνθρωπό μας σαν τον εαυτό μας.
Για την παρουσία του ΠτΔ και του Οικουμενικού Πατριάρχη στα εγκαίνια του έργου ο Αρχιεπίσκοπος σημείωσε ότι «πρόκειται για ένα έργο πνοής. Ένα έργο που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν πρότυπο και μπορεί η Εκκλησία να πει ότι καμαρώνει για αυτό. Στις παρούσες συνθήκες είναι καλό να έχουμε την ευχή του Οικουμενικού Πατριάρχη και από την πλευρά της Πολιτείας ο εκπρόσωπος αυτής. Είναι μία περίοδος, άλλωστε, που η παρουσία του Πατριάρχη κοντά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών είναι κάτι που χρειάζεται σήμερα».
Με αφορμή την αναφορά στο ποσό που στοίχισε το έργο ο Αρχιεπίσκοπος ρωτήθηκε αν ισχύει η άποψη κάποιων πως η Εκκλησία έχει τόσα χρήματα που θα μπορούσε να αναλάβει το χρέος της Ελλάδας και απάντησε πως «αυτά είναι φαντασιώσεις. Είμαστε σε μία εποχή, σε μία περίοδο που προβληματίζομαι ως Αρχιεπίσκοπος, αν συνεχίσουμε τη ζωή μας, της αντιμετωπίσεως των οικονομικών της Εκκλησίας, όπως γίνεται μέχρι τώρα, ύστερα από μία εικοσαετία η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα έχει την δυνατότητα από πλευράς οικονομικής να συνεχίσει την διακονία της».
Φωτογραφία αρχείου: Χρήστος Μπόνης