Τρείς πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρόνο στον μακάριο Αντώνιο. Απ’ αυτούς οι δυό τού έκαναν διάφορες ερωτήσεις γιά τούς λογισμούς καί τη σωτηρία της ψυχής. Ο τρίτος όμως σώπαινε καί δεν ρωτούσε τίποτα. Αφού λοιπόν ήρθαν πολλές φορές καί ο αδελφός εκείνος έτσι πάντα σώπαινε, μη ρωτώντας το παραμικρό, τού λέει κάποτε ο αββάς Αντώνιος:
– Μα τόσον καιρό έχεις πού έρχεσαι εδώ, καί δεν με ρωτάς τίποτα; Εκείνος τότε αποκρίθηκε:
– Μού φτάνει μόνο πού σε βλέπω, πάτερ.
Εκ του Γεροντικού