Ο επίσημος εορτασμός για τη συμπλήρωση δύο εκατονταετιών από την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 ήταν όχι μόνο οφειλετικός για την ιστορική μνήμη του Ελληνικού Έθνους, αλλά και αναγκαίος για τη μελλοντική του πορεία στις διαγραφόμενες νέες ευοίωνες εθνικές η και διεθνείς προϋποθέσεις η συνθήκες σε περιφερειακή και σε παγκόσμια προοπτική. Υπό την προοπτική λοιπόν αυτή, είναι αυτονόητη η ενθουσιαστική αναφορά του Γένους όχι μόνο στους ηρωικούς πρωταγωνιστές του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά και στους γενναίους υποστηρικτές του κληρικούς, μοναχούς και λαικούς, με μεγάλες μάλιστα προσωπικές και οικονομικές θυσίες, για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδας την ελευθερία.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό των εθνικών αυτών επετειακών εορταστικών εκδηλώσεων για την Ελληνική Επανάστασητού 1821 εντάχθηκε από εκδοτικό οίκο η υπό τον πλασματικό τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος του 1821» έκδοση με τον ιδεοληπτικό μάλιστα υπότιτλο: «Ο Γρηγόριος Ε΄ και άλλοι Πατριάρχες, μέσα από τις αντεπαναστατικές τους Εγκυκλίους». Προφανώς, η ιδεολληπτική έκδοση αυτή αποσκοπούσε σαφώς να απαξιώσει τη μεγάλη συμμετοχή τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και της ΟρθοδόξουΕκκλησίας, γενικότερα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, ώστε να προβάλει αυθαιρέτως και ακρίτως τα ιδεοληπτικά οράματα και τις θεωρητικές προϋποθέσεις του Αδαμαντίου Κοραή και των δυτικοφρόνων Ελλήνων διαφωτιστών.
Η διαπίστωση όμως αυτή συνάγεται τόσο από την «Εισαγωγή» του διευθυντού της εκδόσεως Μηνά Παπαγεωργίου, όσο και από τον άσχετο «Πρόλογο» του καθηγητού Θάνου Βερέμη, υπό τον άσχετο τίτλο «Η σύγκρουση πνευματικής και κοσμικής εξουσίας. Ο ρόλος της Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία». Πράγματι, ο Μ. Παπαγεωργίου υποστηρίζει αυθαιρέτως στην «Εισαγωγή» του, ότι δήθεν «η υποτιθέμενη θετική συμβολή της ανώτατης Ιεραρχίας στην Επανάσταση του 1821 αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές λαθροχειρίες της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας… Για πολλούς Έλληνες μελετητές, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ υπήρξε ένα φωτεινό παράδειγμα εθνομάρτυρα. Η μελέτη όμως των πηγών της εποχής προδίδει ξεκάθαρα την αντεθνική του δράση».
Ωστόσο, ο συντάκτης της «Εισαγωγής» Μ. Παπαγεωργίου, ενώ προβάλλει ως κύριο επιχείρημα «τον αφορισμό της Επανάστασης του 1821» από τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, εν τούτοις αποκλείει αυθαιρέτως την άμεση μυστική άρση του αφορισμού, καίτοι είναι γνωστές στον ίδιο και οι σχετικές μαρτυρίες τήςεποχής. Υπό την ιδεολογική όμως σκόπιμη πρόληψη αυτή, υποστηρίζει την αντιφατική και προφανώς εσφαλμένη σκόπιμη υπόθεσή του, ότι δήθεν «ο Γρηγόριος Ε΄ τοποθετήθηκε τρεις φορές στον πατριαρχικό θρόνο από τους οθωμανούς, γεγονός που μαρτυρά πως υπήρξε ένας άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης τους».
Προφανώς, αγνοεί ότι η εκλογή στον Πατριαρχικό Θρόνο του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ήταν απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της Πατριαρχικής Συνόδου του «Γεροντικού συστήματος» (1757-1862) και όχι βεβαίως των Οθωμανών, όπως παραθεωρεί και το τραγικό γεγονός ότι εκθρονίσθηκε τρεις φορές από τον Πατριαρχικό Θρόνο με απόφαση της ίδιας της Πατριαρχικής Συνόδου. Αν όμως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ήταν δήθεν «ένας άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης των Οθωμανών», όπως υποθέτει σκοπίμως ο Μ. Παπαγεωργίου, τότε ο εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε΄ δεν θα είχε εκθρονισθεί τρεις φορές από την Πατριαρχική Σύνοδο και οπωσδήποτε δεν θα είχε απαγχονισθεί απότούς Οθωμανούς, αφού θα τους ήταν χρήσιμος για την υποστήριξη των συνήθων συμβιβαστικών πρωτοβουλιών της Υψηλής Πύλης.
Εν τούτοις, είναι εντονώτερη και σαφέστερη η σαφώς αντιφατική και προφανώς εσφαλμένη προσέγγιση η ερμηνεία από τον καθηγητή Θάνο Βερέμη στον «Πρόλογο» της πλασματικής αυτής «Μαύρης Βίβλου του 1821», ήτοι τόσο για τη «σύγκρουση της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας», όσο και για τον «ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία». Πράγματι, ο καθηγητής Θ. Βερέμης ερμηνεύει εσφαλμένως και υποστηρίζει ακρίτως, ότι δήθεν «η προβληματική σχέση ανάμεσα στις Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης επιδεινώθηκε επί Πατριάρχη Φωτίου και Πάπα Νικολάου Α΄ το 858 μ.Χ., αφού η Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής αφόρισε τον Πάπα, το 867, και ακολούθησε ο αφορισμός του Φωτίου από τον νέο Πάπα Ιωάννη».
Πράγματι, η προφανώς αβάσιμη αυτή περιγραφή είναι και σαφώς εσφαλμένη όχι μόνο για τα γεγονότα, αλλά και για τα πρόσωπα, αφού ο μεν Πάπας Νικόλαος απλώς δεν αναγνώρισε τον Πατριάρχη Φώτιο στη Σύνοδο της Ρώμης (863), η δε συγκληθείσα απότόν Πατριάρχη Φώτιο Μείζων Σύνοδος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές ενέργειες των λατίνων ιεραποστόλων στη νεοσύστατη Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας.
Εν τούτοις, είναι εντονώτερη και σαφέστερη η σαφώς αντιφατική και προφανώς εσφαλμένη προσέγγιση η ερμηνεία από τον καθηγητή Θάνο Βερέμη στον «Πρόλογο» της πλασματικής αυτής «Μαύρης Βίβλου του 1821», ήτοι τόσο για τη «σύγκρουση της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας», όσο και για τον «ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία». Πράγματι, ο καθηγητής Θ. Βερέμης ερμηνεύει εσφαλμένως και υποστηρίζει ακρίτως, ότι δήθεν «η προβληματική σχέση ανάμεσα στις Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης επιδεινώθηκε επί Πατριάρχη Φωτίου και Πάπα Νικολάου Α΄ το 858 μ.Χ., αφού η Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής αφόρισε τον Πάπα, το 867, και ακολούθησε ο αφορισμός του Φωτίου από τον νέο Πάπα Ιωάννη».
Πράγματι, η προφανώς αβάσιμη αυτή περιγραφή είναι και σαφώς εσφαλμένη όχι μόνο για τα γεγονότα, αλλά και για τα πρόσωπα, αφού ο μεν Πάπας Νικόλαος απλώς δεν αναγνώρισε τον Πατριάρχη Φώτιο στη Σύνοδο της Ρώμης (863), η δε συγκληθείσα απότόν Πατριάρχη Φώτιο Μείζων Σύνοδος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές ενέργειες των λατίνων ιεραποστόλων στη νεοσύστατη Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας.
Ο καθηγητής Θάνος Βερέμης εκπλήσσεται, αποδοκιμάζει και απαξιώνει: α) την αυτονόητη ακύρωση των παπικών αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας με τις αποφάσειςτής Μείζονος Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1484), η οποία εξέφραζε την κοινή εκκλησιαστική συνείδηση όλων των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής, β) την ευνόητη συνοδική καταδίκη, από Μείζονες μάλιστα Συνόδους (1638, 1642, 1691), της αποδιδομένης στον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι ΚαλβινικήςΟμολογίας πίστεως, γ) την εύλογη ακύρωση και καταδίκη από την Πατριαρχική Σύνοδο της αυθαίρετης αποφάσεως του Πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ (1755) για τον αναβαπτισμό των Λατίνων της περιοχής του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη, δ) την οφειλετική αντίθεση των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως προς τις προκλητικές αντικληρικές, αντιεκκλησιαστικές και αντιθειστικές τάσεις του δυτικού Διαφωτισμού και της ΓαλλικήςΕπαναστάσεως (1789), τις οποίες μάλιστα διακήρυσσαν ακρίτως οι γαλλόφιλοι Αδ. Κοραής και ο ανώνυμος συντάκτης της Ελληνικής Νομαρχίας, όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες οπαδοί του Διαφωτισμού.
Συνεπώς, οι ακραίες, αβάσιμες και προκλητικές διακηρύξεις των Ελλήνων διαφωτιστών εναντίον της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας, της Εκκλησίας και της θρησκείας γενικότερα περιόρισαν η ακύρωσαν τις προοπτικές τους να επηρεάσουν την ήδη διαμορφωμένη κοινή γνώμη από τις ριζωμένες στην ψυχή του Ελληνισμού παραδοσιακές και θεσμικές εκφράσεις για την παιδεία και την κοινωνία. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να κάνουν τη δική τους ιδεολογία μία σαφή ηθικοκοινωνική πράξη στη ζωή του ευλαβούς Ελληνικού λαού. Άλλωστε, οι προτεινόμενες «νέες ιδέες» θεωρήθηκαν όχι μόνο «ξένες», αλλά και «ύποπτες» για τον Ελληνισμό, γι᾽ αυτό οι υποστηρικτές τους επιτιμήθηκαν ως αφελείς, ιδιοτελείς η και δυτικόφρονες, αφού θεωρούσαν αδύνατη η και επικίνδυνη την άμεση κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ήτοι αφ᾽ ενός μεν χωρίς την προηγούμενη κατάλληλη ανάπτυξη της Παιδείας του Γένους, αφ᾽ ετέρου δε χωρίς τη συγκρότηση ενός αξιόμαχου Ελληνικού στρατού, γι᾽ αυτό ο Αδ. Κοραής τη μετέθετε σε μεταγε γενέστερο χρόνο και ήταν βέβαιος ότι δεν θα γινόταν στην περίοδο της ζωής του.
Ο Ελληνικός λαός αποφάσισε τελικώς να κηρύξει την Επανάσταση με την πρόθυμη μάλιστα και ολόθυμη υποστήριξη της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, του ιερού Κλήρου και του Μοναχισμού «για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», όπως συνάγεται τόσο από την κληρικολαική σύνθεση όλων των Εθνοσυνελεύσεων, όσο και από όλα τα Πρακτικά των συνεδριών τους κατάτήν περίοδο τήςΕπαναστάσεως (1821-1830). Άλλωστε, υπό την προοπτική αυτή, τόσο η Φιλική Εταιρεία, όσο και οι Φαναριώτες δεν ήταν δυνατόν να αποσυνδεθούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από την Εκκλησία γενικότερα, γι᾽ αυτό είναι προφανώς αβάσιμες οι άκριτες υποθέσεις τού καθηγητού Θ. Βερέμη τόσον ότι δήθεν υπήρξε διάσταση μεταξύ των Φαναριωτών και του Πατριαρχείου, όσον και η δήθεν εξάρτησητού Πατριάρχη από τους Φαναριώτες συνεπαγόταν δήθεν και την υποκατάσταση της απολυταρχικής εξουσίας του. Οι πλασματικές λοιπόν αυτές αβάσιμες υποθέσεις των συντακτών της «Εισαγωγής» (Μ. Παπαγεωργίου) και του «Προλόγου» (Θ. Βερέμη) προέβαλαν ακρίτως τις δυτικόφρονες προσωπικές ιδεολογικές προλήψεις, για να απαξιώσουν αυθαιρέτως την καθοριστική συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας γενικότερα, σε όλα τα στάδια και σε όλους τους τομείς της Ελληνικής Επαναστάσεως, γι’ αυτό οι κρίσεις τους αγνοήθηκαν πλήρως από την ευαίσθητη εθνική και εκκλησιαστική συνείδηση του ευλαβούς Ελληνικού λαού. Άλλωστε, τη διαπίστωση αυτή εκφράζει τελικώς, με διακριτικό μάλιστα τρόπο, και ο ίδιος ο καθηγητής Θ. Βερέμης, για να μετριάσει προφανώς τις ακρίτως διατυπωθείσες αβάσιμες επικρίσεις του για το πρόσωπο του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Πράγματι, υποστηρίζει ότι «στο Πατριαρχείο από το 1797 ως και το 1821 βρίσκεται –ενδιάμεσα με κάποιους άλλους– ο Γρηγόριος Ε΄, εχθρός των νεωτερικών ιδεών, που εισέβαλαν στον χώρο της πνευματικής του αρμοδιότητας. Ο Γρηγόριος μισούσε τους γάλλους επαναστάτες και κατ᾽ επέκταση όλους τους φορείς των απόψεών τους. Ο μαρτυρικός του θάνατος και μεγάλου αριθμού μητροπολιτών υπήρξε άθελά του η μεγάλη του προσφορά στην Ελληνική Επανάσταση. Χάρη στο θάνατό του ιεράρχες, και μάλιστα κοντικοί του συνεργάτες, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, προσήλθαν στον Αγώνα».
Η άκριτη ιδεοληπτική έκδοση της «Μαύρης Βίβλου του 1821» ουδεμία σχέση έχει με την Ελληνική Επανάσταση, αφού εξαντλείται στην αυθαίρετη, πλασματική και προκλητική προβολή των προφανώς εσφαλμένων και οπωσδήποτε αναχρονιστικών ιδεολογικών τους αγκυλώσεων. Υπό το πνεύμα αυτό, «Η Μαύρη Βίβλος» αναφέρεται μόνο στις δικές τους ιδεολογικές προλήψεις και όχι βεβαίως στην αυθόρμητη, γενναία και καθοριστική συμβολή της Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.