«Αββά, στον κόσμο νήστευα πιο πολύ!»
– Χάρη σε σένα, Αββά, του είπε μ’ ευγνωμοσύνη, καθώς τον αποχαιρετούσε για να φύγη, σώθηκε η ψυχή μου σήμερα.
Ένας νέος μοναχός πήγε στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης να του πη την στενοχώρια του.
– Στον κόσμο νήστευα πιο πολύ, Αββά, έκανα συχνές αγρυπνίες, είχα στην προσευχή μου κατάνυξη και δάκρυα κι’ έκρυβα στην καρδιά μου πολλή φλόγα για κάθε θεάρεστο έργο. Εδώ στην έρημο, τα έχασα όλα αυτά και φοβάμαι πως δε θα σωθή η ψυχή μου.
– Εκείνα που έκανες στον κόσμο, παιδί μου, του είπε ο σοφός Γέροντας, δεν ήταν παρά έργο κενοδοξίας, για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο Θεός δεν τα δεχότανε. Εκεί ο διάβολος δεν σε πολεμούσε, ούτε την προθυμία σου εμπόδιζε, αφού δεν είχες καμμιά ωφέλεια απ’ αυτή. Τώρα όμως, που κατατάχτηκες πια οριστικά στου Χριστού μας τον στρατό, οπλίστηκε κι’ εκείνος εναντίον σου. Μάθε όμως πως αρέσει πιο πολύ στον Κύριο μας ένας μόνο ψαλμός, που λες εδώ στην έρημο με ταπείνωση, από χίλιους που έλεγες εκεί με κενοδοξία και δέχεται με περισσότερη ευχαρίστηση τη νηστεία μιας ημέρας που κάνεις εδώ κρυφά, παρά όσες έκανες φανερά ολόκληρες εβδομάδες.
– Τώρα δεν κάνω τίποτε, επέμενε ο νέος. Εκεί ήμουν καλλίτερος.
– Και πού νομίζεις ακόμη πως στον κόσμο ήσουν πιο καλός, του είπε αυστηρά ο Αββάς Θεόδωρος, είναι υπερηφάνεια. Την ίδια γνώμη για τον εαυτό του είχε κι ο Φαρισαίος της παραβολής και κατακρίθηκε. Λέγε, παιδί μου, πως ποτέ δεν κατόρθωσες κανένα καλό, για να σωθής. Έτσι δικαιώθηκε κι ο τελώνης. Πιο αρεστός είναι στο Θεό ο αμαρτωλός, με τη συντριμμένη καρδιά και τις ταπεινές σκέψεις, από τον υψηλόφρονα ενάρετο.
Η γεμάτη πείρα διδασκαλία του Γέροντα συνέτισε το νέο Μοναχό.
– Χάρη σε σένα, Αββά, του είπε μ’ ευγνωμοσύνη, καθώς τον αποχαιρετούσε για να φύγη, σώθηκε η ψυχή μου σήμερα.