Ο πρεσβύτερος λοιπόν έστειλε να τον φωνάξουν λέγοντας: «Έλα, όλοι εσένα περιμένουν». Σηκώθηκε τότε ο γέροντας, πήρε ένα τρύπιο καλάθι, το γέμισε άμμο, το φορτώθηκε και πήγε. Οι αδελφοί βγήκαν να τον υποδεχτούν και τον ρώτησαν: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» Ο γέροντας τους αποκρίθηκε: «Είναι οι αμαρτίες μου που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω, και ήρθα εγώ σήμερα να δικάσω ξένα αμαρτήματα». Όταν τον άκουσαν, δεν είπαν τίποτε στον αδελφό και τον συγχώρησαν.
Άλλοτε έγινε συμβούλιο στη Σκήτη και οι πατέρες, θέλοντας να τον δοκιμάσουν, τον εξευτέλισαν λέγοντας: «Και αυτός ο αράπης γιατί έρχεται ανάμεσά μας;» Εκείνος το άκουσε χωρίς να μιλήσει. Όταν έφυγαν από εκεί, τον ρώτησαν: «Αββά, την ώρα εκείνη δεν ταράχτηκες καθόλου;» «Ταράχτηκα», τους απάντησε, «αλλά δεν μίλησα».
Έλεγαν για τον αββά Μωυσή ότι, όταν χειροτονήθηκε κληρικός και του φόρεσαν τα άμφια, του είπε ο αρχιεπίσκοπος: «Τώρα έγινες ολόλευκος (1), αββά Μωυσή». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Μήπως από έξω μόνο, άγιε πάπα, ή και από μέσα;»
Ο αρχιεπίσκοπος, θέλοντας να τον δοκιμάσει, είπε στους κληρικούς: «Όταν θα μπει ο αββάς Μωυσής στο άγιο βήμα, να τον διώξετε και να τον ακολουθήσετε, για να ακούσετε τι θα πει». Όταν λοιπόν μπήκε ο γέροντας, τον αποπήραν και τον έδιωξαν λέγοντας: «Πήγαινε έξω, αράπη». Εκείνος βγαίνοντας έλεγε στον εαυτό του: «Καλά σου έκαναν, σταχτόδερμε, μαύρε. Αφού δεν είσαι άνθρωπος, γιατί πηγαίνεις μαζί με τους ανθρώπους;»
Άκουσε κάποτε για τον αββά Μωυσή ο άρχοντας και πήγε στη Σκήτη για να τον δει. Μερικοί πήγαν και το είπαν στον γέροντα, και αυτός σηκώθηκε και έφυγε για το Έλος. Στον δρόμο τον συνάντησαν (ο άρχοντας με τη συνοδεία του) και τον ρώτησαν: «Πες μας, γέροντα, πού είναι το κελλί του αββά Μωυσή;» Αυτός τους απάντησε: «Τι θέλετε από αυτόν; Ο άνθρωπος δεν είναι στα καλά του». Επέστρεψε τότε ο άρχοντας στην εκκλησία της Σκήτης και είπε στους κληρικούς: «Εγώ, ακούγοντας για τον αββά Μωυσή, ήρθα για να τον δω. Πριν από λίγο όμως μας συνάντησε ένας γέροντας που πήγαινε στην Αίγυπτο. Τον ρωτήσαμε· “Πού είναι το κελλί του αββά Μωυσή;” και μας απάντησε· “Τι θέλετε από αυτόν; Δεν είναι στα καλά του”». Στο άκουσμα αυτό οι κληρικοί λυπήθηκαν και ρώτησαν: «Πώς ήταν αυτός ο γέροντας που είπε τέτοια λόγια για τον άγιο;» «Ήταν γέρος με παλιά ρούχα, ψηλός και μελαψός», απάντησαν εκείνοι. «Ήταν ο αββάς Μωυσής», τους είπαν, «και σας τα είπε αυτά, επειδή ήθελε να σας αποφύγει». Και ο άρχοντας έφυγε πολύ ωφελημένος.
Κάποτε που οι αδελφοί κάθονταν μαζί του, ο γέροντας τους είπε: «Κοιτάξτε, σήμερα θα έρθουν βάρβαροι στη Σκήτη, εσείς όμως σηκωθείτε να φύγετε». «Εσύ λοιπόν δεν θα φύγεις, αββά;» τον ρώτησαν, και αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή την ημέρα, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Χριστού, του Κυρίου μας, που είπε· “Όλοι όσοι έπιασαν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν” (2)». «Ούτε εμείς θα φύγουμε», είπαν οι αδελφοί, «αλλά θα πεθάνουμε μαζί σου». «Εγώ σε αυτό δεν ανακατεύομαι», τους απάντησε, «ο καθένας ας κοιτάξει πώς θα μείνει». Ήταν επτά οι αδελφοί, και τους είπε: «Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα». Πράγματι, μπήκαν μέσα και τους σκότωσαν, ένας όμως από αυτούς κρύφτηκε πίσω από τη στοίβα των καλαθιών· αυτός είδε επτά στεφάνια να κατεβαίνουν και να στεφανώνουν τους νεκρούς.
Είπε ο αββάς Μωυσής: «Αν ο άνθρωπος δεν έχει την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον ακούει». Τον ρώτησε τότε ο αδελφός: «Τι σημαίνει να έχει κανείς την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός;» Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Όποιος σηκώνει τις δικές του αμαρτίες, δεν βλέπει τις αμαρτίες του συνανθρώπου του».
(1) Προφανώς τα άμφια που φόρεσαν στον αββά ήταν λευκά, ενώ ο ίδιος, ως Αιθίοπας, ήταν μελαψός.
(2) Ματθ. 26:52. Ο αββάς το λέει αυτό επειδή ο ίδιος ήταν προηγουμένως ληστής.
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 207.