Χαίρε, οσφράδιον του πάντων Βασιλέως

  • Dogma
παναγία

Αληθινά στολίδια του λόγου αποτελούν πράγματι οι λέξεις και οι φράσεις με τις οποίες ο υμνογράφος του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου κοσμεί την Παναγία Μητέρα μας: την καλεί, μεταξύ άλλων, «έμψυχον τράπεζα και Παράδεισον», «χώρα ανήροτον» (= ακαλλιέργητη, λόγω της Παρθενίας της), «όρος πίον και τετυρωμένον» (= συμπαγές και στερεό), «άμπελον αληθινή».

Γνωστή είναι, άλλωστε, από τον Όμηρο κιόλας, η τακτική των ποιητών να χρησιμοποιούν για την περιγραφή οικείες από την φύση εικόνες, ώστε να επιτυγχάνουν μεγαλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα και να καθιστούν το περιγραφόμενο πιο προσιτό στο «κοινό» των.

Είναι, ωστόσο, αξιοθαύμαστο ότι, παρ’ όλον ότι ο υμνογράφος εξαντλεί σχεδόν τις αναφορές του στην φύση, προκειμένου να ζωντανέψη καλύτερα την εικόνα της Θεοτόκου στα μάτια μας, ομολογεί εν τέλει ότι «ρητορεύουσα ου σθένει γλώσσα, Δέσποινα, υμνολογήσαί σε». Παραδέχεται, κοινώς, ότι και ο πλέον δεινός ρήτορας και ο πλέον θεόπνευστος ύμνος «ηττώνται» στην απόδοση του μυστηρίου της θεϊκής συλλήψεως αλλά και στην περιγραφή της παρθενικής μεγαλειότητος.

Σε μία από τις εξαίρετες αυτές περιγραφές του ο υμνογράφος καλεί την Παρθένο «οσφράδιον του πάντων Βασιλέως», δηλ. άρωμα, ευωδία του Βασιλέως των όλων Χριστού. Ως γνωστόν, το οσφράδιον ήταν αρωματικό φυτό ή ουσία που έφεραν μαζί των οι βασιλείς στο Βυζάντιο, όταν εισέρχονταν στο «ιπποφόρβιον», στον στάβλο των ζώων, για να αντέξουν την δυσοσμία του χώρου. Επίσης, είχε ιατρική χρήση, καθ’ ότι, λόγω της έντονης και ευχάριστης μυρωδιάς του, εχρησιμοποιείτο για την επαναφορά των λιποθυμισμένων!

«Οσφράδιον», λοιπόν, αποκαλείται η Παναγία μας, φυτό αρωματικό και ευωδιαστό που ανέπεμψε την ευωδία του και σκόρπισε το άρωμά του μέσα σε ένα ρυπαρό περιβάλλον, όπου βλάστησε και άνθισε. Αλλά πώς κατάφερε, αλήθεια, η Παναγία μας να ευωδιάση στο δύσοσμο και κακόφημο περιβάλλον της Ναζαρέτ; («εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;» Ιω. 1:46). Οι σύγχρονοι παιδαγωγοί, που εξαίρουν – ορθώς – την σημασία του περιβάλλοντος για την ανατροφή και την εξέλιξη του νέου ανθρώπου, θα δυσκολεύονταν σίγουρα να δώσουν μιαν απάντηση!

Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η διαφθορά και τόσο προχωρημένη η σήψη και στην μικρή Ναζαρέτ και στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης την εποχή εκείνη, ώστε δεν υπήρχε άνθρωπος καθαρός να ενεργήση το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία των ανθρώπων! Και αυτό δεν ήταν καθόλου υπερβολή, εάν σκεφτούμε την κατάσταση που περιγράφουν οι Ευαγγελιστές, την παρανομία, την ασωτεία, την πορνεία και τις άλλες ηθικές παρεκτροπές, με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπος ο Κύριος.

Ζώντας μέσα στις πραγματικά αντίξοες αυτές συνθήκες, πώς μπόρεσε αλήθεια η Μαριάμ να μην παρασυρθή και να διατηρηθή μακρυά από τις κακές επιρροές; Η απάντηση είναι ότι η Παναγία έζησε μέσα στον κόσμο αλλά δεν υπήρξε μία «εκ του κόσμου», δεν επηρεάστηκε δηλαδή από τον κόσμο της αμαρτίας. Σε αυτό συνετέλεσαν ασφαλώς το οικογενειακό της περιβάλλον και συγκεκριμένα το παράδειγμα των ευσεβών και συνετών γονέων της, όσο και η φροντίδα των να εξασφαλίσουν για το παιδί των ένα αντίστοιχο περιβάλλον, όταν πλέον εκείνοι θα είχαν φύγει από την ζωή.

Γι’ αυτό, μεταφύτευσαν το βλαστάρι των στο πλέον κατάλληλο για το μεγάλωμά του υγιές περιβάλλον του «οίκου του Κυρίου», όπου η Παναγία διατήρησε και αύξησε τις καλές συνήθειες του σπιτιού της, την προσευχή, την νηστεία και τα έργα ελέους, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην διαφθαρή από τις εξωτερικές κακές συνθήκες αλλά και να ανθίση και να καρποφορήση ακόμα περισσότερο.

Έτσι, το άρωμα από την πίστη και τα καλά της έργα αναδύθηκε «εις τα άνω» και η πνευματική της ευωδία συγ-κίνησε τον ουράνιο Πατέρα, ώστε να την επιλέξη ως Μητέρα του Κυρίου και όχημα της δικής μας σωτηρίας. Κατά τους θείους Πατέρες, η γενεά εκείνη των ανθρώπων δεν είχε κανέναν αντάξιο της Μαρίας, για να δεχθή την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η καθαρότητα και η αγνότητά της αλλά προ πάντων η ταπείνωση και η υπακοή της στο θέλημα του Ουρανού ευηρέστησαν στον Θεό και προσείλκυσαν την θεία χάρη στο πρόσωπό της.

Επομένως, εάν η Παναγία μπόρεσε με τον δικό της προσωπικό αγώνα και την συνέργεια, ασφαλώς, του Αγίου Πνεύματος να διατηρήση την ευοσμία της σε όλη την επίγεια πορεία της και να καλύψη με το άρωμα της ψυχής της και την αγνότητα του σώματός της την δυσοσμία του κόσμου της αμαρτίας, εμείς άραγε δεν μπορούμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, να κάνωμε το ίδιο στην εποχή μας;

Πώς θα μπορέσωμε, άραγε, να ζήσωμε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της δυσωδίας, εάν δεν καταστούμε και εμείς «οσφράδια», όπως η Παναγία;

Εάν δεν ευωδιάσωμε οι ίδιοι εσωτερικά, ώστε το άρωμά μας να διαχυθή στον έξω κόσμο και να τον αρωματίση, πώς θα υπομείνωμε την όλο και αυξανόμενη δυσωδία γύρω μας; Εάν δεν κατευθυνθή η προσευχή μας ως θυμίαμα προς τον Θεό, πώς θα προσελκύσωμε την χάρη Του; Εάν δεν εξαγορευτούμε τα αμαρτήματά μας και εάν δεν κοινωνήσωμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον», πώς θα λυτρωθούμε από τον βόρβορο και την σαπίλα που μας πνίγει; Από πού θα αντλήσωμε δύναμη και πώς θα τραφούμε, εάν όχι από τις πλουσιοπάροχες δωρεές Του;

Επομένως, για να μην μαραθούμε πνευματικά και σωματικά, δεν έχομε παρά να ακολουθήσωμε τον δρόμο της Παναγίας μας, Εκείνης που έγινε «το ρόδον το αμάραντον», «το μήλον το εύοσμον» και «το ηδύπνοον κρίνον». Να γίνωμε και εμείς «Χριστού ευωδία», να αναβλύζωμε άρωμα από τα βάθη της μετανοημένης μας ψυχής, ώστε να διαχέεται έξω μας και γύρω μας η ευχάριστη μοσχοβολιά, που θα είναι τόσο δυνατή και έντονη, ώστε να υπερκαλύπτη τις δυσώδεις αποφορές του κόσμου.

Έτσι, αναζωογονημένοι από τις πνευματικές οσμές αλλά και από τις φυσικές μοσχοβολιές που σκορπίζονται στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα αυτήν την περίοδο, θα φθάσωμε και στην ευωδία της άλλης, της αναστημένης ζωής, που είθε να μας συμπαρασύρη όλους στα μεθυστικά της αρώματα. Γένοιτο!

 

 

Σοφία Μπεκρή

 

 

 

 

 

TOP NEWS