Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικού.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Ωστόσο τα ερωτήματα για την ανοχή του Ελληνικού Κράτους έναντι των ενεργειών των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων, κατά τον 20ό αιώνα, δεν αφορούν μόνον τους πρόσφυγες. Πώς αντέδρασε η Ελλάδα στο πογκρόμ* των Τούρκων εναντίον της ομογένειας της Πόλης τον Σεπτέμβριο του 1955; Αντιδράσαμε όταν η Αγία Σοφία έγινε τζαμί, όπως είχε γίνει αιώνες προηγουμένως; Τα παιδιά στο σχολείο μαθαίνουν για τη “Τουρκοκρατία” στην Ελλάδα του 20ού αιώνα;
(* πογκρόμ: Η επίθεση όχλου, η οποία με την ανοχή ή την έγκριση των αρχών στρέφεται εναντίον θρησκευτικής ή φυλετικής μειονότητας).
Δεν μιλάμε εδώ για εκδικητικότητα. Οι Έλληνες Χριστιανοί αντιδρούν με σοβαρότητα έναντι των ιστορικών γεγονότων, όχι για να εκδικηθούν, αλλά για να φανούν συνεπείς έναντι της ιστορίας.
Ας μη λησμονούμε ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες παλαιότερους ή νεότερους υπήρξαν πάντα και Άγιοι, των οποίων οι εικόνες ή τα λείψανα εμπεριέχονται και αυτά στην προσφυγιά. Τα ιερά κειμήλια που κοσμούν σήμερα εκκλησίες, Μουσεία, Εκθέσεις ή ιδιωτικές συλλογές εκπέμπουν συνεχώς την ευλογία τους, η οποία βέβαια δεν είναι ορατή, αλλά, όπως και η χριστιανική πνευματική πίστη, γίνεται ορατή μόνον από τους κατάλληλους δέκτες της. Έχουμε κοντά μας πλήθος Αγίων των Ελλήνων Μικρασιατών, οι οποίοι δεν υπέστησαν ούτε είναι δυνατόν να υποστούν ποτέ “γενοκτονία”, αφού ανήκουν στο ουράνιο Βασίλειο, το Παντοδύναμο και Αιώνιο.
Έχει κάνει εντύπωση στην ελαχιστότητά μου ότι μιλώντας με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες ελάχιστοι, Έλληνες τουλάχιστον, συγγραφείς, δημοσιογράφοι κ.λπ. κάνουν ουσιαστικό λόγο για την Υπερδύναμη που στην πραγματικότητα έσωσε αυτό το ένα, ένα και μισό, εκατομμύριο των Ελλήνων αδελφών μας. Η προστασία αυτή είναι για τους όπου γης Έλληνες Ορθοδόξους ένα ακατανίκητο όπλο.
Σύγχρονοι ερευνητές ασχολούνται με τη νέα ταυτότητα των προσφύγων, που δημιουργήθηκε μετά από πολλά χρόνια διαμονής τους στην Ελλάδα. Με τη βεβαιότητα ότι, τόσο οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς όσο και οι απόγονοί τους, διατήρησαν και ενδυνάμωσαν την μικρασιατική τους ταυτότητα, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η νέα αυτή ταυτότητά τους έχει ως θεμέλια 1) τη ζωντανή μνήμη της μικρασιατικής τους ταυτότητας, 2) την τρομακτική εμπειρία των σφαγών και του δραματικού ξεριζωμού τους από τα πάτρια εδάφη και 3) τις δυσκολίες που συνάντησαν προκειμένου να αφομοιωθούν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά από τη Μητέρα Πατρίδα.
Η τρίτη, τέταρτη και εξής γενιά των προσφύγων μαθαίνει από διηγήσεις, που έχουν καταγραφεί στα αρμόδια Κέντρα και από επιστημονικές και λογοτεχνικές εκδόσεις, τα σχετικά με τα τρία αυτά ιστορικά στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν και θα αποτελούν τη βάση της ταυτότητας των Μικρασιατών προσφύγων που συνεχίζουν να διαμένουν στην Ελλάδα ή όπου αλλού.
Αποτελεί ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο το γεγονός ότι η μικρασιατική ταυτότητα (Πόντου, Δυτικής Μ. Ασίας, Καππαδοκίας) και συνείδηση όχι μόνον δεν αποδυναμώνεται στο χρόνο, αλλά αντίθετα συνεχώς ενδυναμούται. Οι Έλληνες, που υπό δραματικές συνθήκες ήλθαν το 1922 και μετά, δεν προσχώρησαν στις νοοτροπίες, ήθη και έθιμα του εγχώριου πληθυσμού, αντίθετα αναπαρήγαγαν τη δική τους ταυτότητα. Ακόμη και στην περίπτωση των επιγαμιών με αυτόχθονες οι Μικρασιάτες, ιδίως οι μητέρες, διατήρησαν τα θεμέλια του δικού τους πολιτισμού, επηρεάζοντας συγγενείς και φίλους.
Στον Μελιγαλά Μεσσηνίας, τόπο “σκληρό” σε θέματα εθνικής συνείδησης, πριν από λίγα χρόνια, έφηβος 14-15 ετών από Μεσσήνιο πατέρα και Ποντία μητέρα, φορώντας ποντιακή στολή δήλωνε Πόντιος σε συγγενείς και φίλους, μετέχοντας σε Ποντιακούς Συλλόγους, τραγούδια και χορούς (Πρακτικά 5ου Συμποσίου Ν. Ιωνίας, σ. 243).
Μετά τη δεκαετία του ᾽60 επήλθε σε μεγάλο βαθμό επιμειξία μεταξύ γηγενών και προσφύγων.
Εκτιμούμε ότι η ορθόδοξη πίστη υπήρξε το βασικό θεμέλιο όλων των αρετών των Ελλήνων Μικρασιατών, όπως η αξιοθαύμαστη εσωτερική τους δύναμη, η αντοχή, η υπομονή και ο σεβασμός προς την πολιτική εξουσία.
Από τη βυζαντινή περίοδο και κυρίως κατά την Τουρκοκρατία του ελληνικό Γένος-Έθνος επέζησε με την αλληλέγγυα δράση Εκκλησίας και πολιτικής εξουσίας στα θέματα της παιδείας, της φιλανθρωπίας, της οικονομίας και όλων γενικά των στοιχείων, που συμβάλλουν στην κοινωνική πρόοδο. Με την ειλικρινή αυτή και τίμια συνεργασία η μεν Εκκλησία εκσυγχρονιζόταν, όπως πάντα επιθυμούν οι πιστοί, οι δε δράσεις της πολιτικής εξουσίας χαρακτηρίζονταν από το ήθος, την πνευματικότητα και την τάση για το ωραίο και αληθινό, όπως τα μεταλαμπαδεύει στους πιστούς η Εκκλησία.
Επομένως η αληθινή ταυτότητα των Ελλήνων Μικρασιατών στηριζόταν στον συνταιριασμό πνευματικής και πολιτικής εξουσίας, προεξάρχουσας της πνευματικής πλευράς.
Όμως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο Εθνομάρτυρας, τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης, Χρυσόστομος, δεν συνεργαζόταν με τον Έλληνα Ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη (1919-1922), διότι οι δύο αυτές προσωπικότητες προέρχονταν από δύο διαφορετικούς κόσμους. Κατά τον Στεργιάδη κακώς ο Μητροπολίτης ασκούσε και εθνική πολιτική στην κοινωνία της Σμύρνης.
Όμως ο Στεργιάδης είχε έλθει, ως Έλληνας διοικητής στη Σμύρνη, από ένα διχασμένο πολιτικά Κράτος, το οποίον επί πλέον δεν είχε, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, την ευεργετική παιδαγωγική συμμετοχή της Ορθόδοξης διδασκαλίας στη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Ο Καποδίστριας υπήρξε ο πρώτος και τελευταίος Κυβερνήτης της Ελλάδας, κατά συνείδηση Ορθόδοξος. Διότι η Εκκλησία της Ελλάδας από τον 19ο αι. είχε, υπό τους Βαυαρούς, μετατραπεί σε κρατικό θεσμό, όπως έχουμε ήδη αναπτύξει σε προηγούμενα μελετήματα. Ο τρόπος σκέψης του Στεργιάδη ήταν μόνο πολιτικός.
Αντίθετα στη Μ. Ασία, ιδίως στη Σμύρνη, ο Μητροπολίτης ήταν η σεβαστή από όλους προσωπικότητα, που συμμετείχε σε ό,τι είχε να κάνει με την πρόοδο, την ιστορική αλήθεια και τη γενική ανάπτυξη της κοινωνίας, παρά τα διαρκή εμπόδια που συναντούσε από τον Τούρκο κυρίαρχο.
Ο στόχος των Τούρκων ήταν ο Μητροπολίτης, όχι ο Στεργιάδης, ο οποίος συμπεριφερόταν “διπλωματικά” προς τους Τούρκους.
Κομματιάζοντας το σώμα του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη, που μαρτύρησε εκούσια, οι Οθωμανοί θεώρησαν ότι εξαφάνιζαν την τόσο ενοχλητική γι᾽ αυτούς Ορθοδοξία.
Ο Στεργιάδης “πρόλαβε”, το 1922, και έφυγε με πλοίο από τη Σμύρνη έχοντας μαζί του και πολλά από τα πράγματά του.
Θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας ειδικής έρευνας το γεγονός ότι οι απομονωμένοι γεωγραφικά Πόντιοι, οι Ευρωπαΐζοντες κάτοικοι της Ιωνίας και οι σύνοικοι με Τούρκους Καππαδόκες Έλληνες, παρά τις τοπικές μεταξύ τους διαφορές και τις διαφορετικές διαλέκτους, ενωμένοι με τη μία και μοναδική ορθόδοξη αλήθεια παρουσίαζαν ως πρόσφυγες μία ενιαία εικόνα ήθους, αξιών, προοδευτικότητας, καλοσύνης και υπομονής. Γι᾽ αυτό άλλοι λίγο άλλοι πολύ προόδευσαν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Όμως η Εκκλησία στην Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να λειτουργήσει αλληλέγγυα με την Πολιτεία όπως στη Μικρά Ασία. Όχι μόνο επειδή από το 19ο αι. έως το 1923 λειτούργησε ως θεσμός της Πολιτείας. Από την πολιτειοκρατία αυτή την ελευθέρωσε, όπως αναφέραμε, ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Ελλάδας, ο Θρακιώτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, το 1923. Στην Εκκλησία της Ελλάδας αναπτύχθηκαν καθ᾽ όλη τη διάρκεια του 20ού αι. εσωτερικά προβλήματα. Συχνά είχε να αντιμετωπίσει αντεγκλήσεις μεταξύ των Ιερέων και των Επισκόπων.
Το σπουδαιότερο όμως ήταν οι περιπέτειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις οποίες η Εκκλησία μας έπρεπε να παίρνει θέση, αφού το Ο.Π. παρέμενε η πνευματική Μητέρα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι Τούρκοι, παρά τις αποφάσεις των συνέδρων της συνθήκης της Λωζάννης, προσπαθούσαν –και προσπαθούν– να της αφαιρέσουν το πρωτείο της Οικουμενικότητας. Άλλωστε το κλείσιμο της Σχολής της Χάλκης είναι το σοβαρότερο παράνομο τόλμημα των Τούρκων, αφού ο εκάστοτε Πατριάρχης έπρεπε να έχει φοιτήσει σ᾽ αυτή τη Σχολή. Μετά τον παναγιώτατο Βαρθολομαίο Α´, ποιός;
Τούρκοι βαπτίζονται Χριστιανοί και σήμερα. Με την ίδια βαρβαρότητα που μετέβαλαν σε τζαμί την Αγία Σοφία, που καταστρέφεται καθημερινά, δεν θεωρείται απίθανο να ζητήσουν στο μέλλον να ανέβει στον Πατριαρχικό θρόνο Τούρκος Πατριάρχης!
*
Και όμως, Η θεία Πρόνοια δεν έπαψε ποτέ να στέλνει “ευάγγελα” μηνύματα στους Έλληνες.
Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των συζητήσεων στη συνθήκη της Λωζάννης έκλειναν 100 χρόνια από την Εύρεση της Πάνσεπτης Εικόνας της Ευαγγελίστριας στην Τήνο (30-1-1823).
Σ᾽ αυτά τα 100 χρόνια είχαν βγει αληθινά τα λόγια της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μοναχή Πελαγία, χάρη στο όραμα της οποίας βρέθηκε η Πάνσεπτη Εικόνα της Ευαγγελίστριας θαμμένη στην Τηνιακή γη πριν από 900 περίπου χρόνια.
Όταν ρώτησε η εκστασιασμένη Πελαγία (σήμερα Οσία Πελαγία) την ολόφωτη Κυρία “ποιά είσαι;”, Εκείνη της απάντησε: «Ευαγγελίζου Γη χαράν μεγάλην». Η Μοναχή απάντησε: «Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν» και έτρεξε στον Μητροπολίτη να διηγηθεί το όραμά της και να του μεταφέρει την επιθυμία της Παναγίας να σκάψουν για να βρουν την Εικόνα της.
Στις κρίσιμες εκείνες ημέρες του Αγώνα, βιώθηκε ως θεία υπόσχεση η Εύρεση της Εικόνας για την ευόδωσή του.
Μέσα από τα άμεσα θαύματα της Αγίας Εικόνας, θεωρήθηκε ως θαύμα η ταχύτητα, σε καιρούς χαλεπούς, της ανέγερσης του καλλιμάρμαρου Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης στον τόπο της Ευρέσεως, ο οποίος ήταν έτοιμος του 1831. Ο Ιερός αυτός Ναός ήταν το πρώτο μνημείο της Νέας Ελλάδας. Η επιλογή του ρυθμού του Ναού (τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο πάνω από την Αγία Τράπεζα) ήταν επιλογή από του Τήνιου αρχιτέκτονα Ευστράτιου Καλονάρη, τον οποίον αποκαλούσαν “Σμυρνιό” ως μέλος της πολυάριθμης παροικίας των Τηνίων στη Σμύρνη, όπου ήταν ονομαστός ως αρχιτέκτονας πολλών εκκλησιών στη Μ. Ασία και ένας από τους 20.000 πρόσφυγες στην Τήνο λόγω των διωγμών των Τούρκων το 1821.
Κατά τη διάρκεια των 100 ετών 1823-1923 το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελίστριας Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.), που είχε συσταθεί αμέσως μετά την Εύρεση, είχε και αυτό επιτελέσει θαύματα με την θαυμαστή προς όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας, γένους και ηλικίας, πολυσχιδή δράση του σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (παιδεία, φιλανθρωπία, ιατρική περίθαλψη κ.λπ.) και σε αγαστή πάντα συνεργασία με τους πολιτικούς άρχοντες του νησιού, όπως ακριβώς συνέβαινε και στη Μ. Ασία με τους φορείς θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας. Το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. συνεχίζει αδιαλείπτως μέχρι σήμερα την πολυσχιδή κοινωνική δράση του, η οποία το 2023 κλείνει τα 200 χρόνια της.
Τα 100 χρόνια από την Εύρεση θα γιορτάστηκαν το 1923, παρά το βαρύ πένθος από την Καταστροφή. Η επέτειος αυτή έδωσε τότε οπωσδήποτε μηνύματα εσωτερικής καρδιακής σχέσεως των Ελλήνων στο σύνολό τους (Ελλαδιτών και Μικρασιατών) με το Έθνος τους έξω από κάθε έννοια εθνικής αυτοεξάρσεως. Γιατί η εκκλησιαστική κοινωνία λειτουργεί ως Κιβωτός του Έθνους συμβάλλοντας στη διαχρονικότητα του Ευ-αγγελισμού. Τα μηνύματα αυτά ασφαλώς συνετέλεσαν και στην υποδοχή των αδελφών προσφύγων από τους Ελλαδίτες.
Ποιός ευρωπαΐζων σκεπτικιστής, “προοδευτικός”, τεχνοκράτης ή νεωτεριστής θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα μισοκαμμένο κομμάτι ξύλου, μέσα στα χώματα και τους ασβέστες (όπως βρέθηκε η Ιερή Εικόνα) να μπορεί να χαρίζει στο διηνεκές λύτρωση, όραμα, πίστη, ελπίδα, ενότητα και αρχοντιά;
Αν υπήρξε και υπάρχει πραγματική “ενότητα πίστεως” μεταξύ Ελλαδιτών και Μικρασιατών προσφύγων θα παραδεχτούμε ότι το Γένος των Ελλήνων ακολουθεί το ιερό παράδειγμα των τριών Αγίων Προσώπων της Παναγίας Τριάδας που αποτελεί:
«Ομοούσιον Κράτος, Αδιαίρετον Βασιλεία,
πάντων των αγαθών αιτίαν».
Γένοιτο!