Η Χριστοκεντρικότητα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου
Η ομιλία του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου, Ιεροκήρυκα Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών και Διευθυντή του ιδιαιτέρου Γραφείου του Μακαριωτάτου, όπως αυτή εκφωνήθηκε κατά τον Εσπερινό στον Ιερό Βράχο σε ανάμνηση του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Παπαθανασίου
Τὴν παροῦσαν ἑσπέραν, εὑρισκόμεθα παρὰ τὸν ἀρχαῖον Ἄρειον Πάγον, μεταξὺ τοῦ Παρθενῶνος καὶ τῆς Πνυκός, τοῦ λόφου τῶν Νυμφῶν καὶ τῆς Ἀγορᾶς, καὶ ἰδού, ἀκούγεται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, ἡ φωνὴ τοῦ Πρωτοκορυφαίου, τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, νὰ διακηρύττει: «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι» καὶ κατ’ ἐπέκτασιν Πανέλληνες, Εὐρωπαῖοι, ἄνθρωποι τῆς Οἰκουμένης, «τοὺς μὲν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Πράξ. 17, 30-32). Ὁ «παμμέγιστος» Παῦλος, τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ», ὁ θεορρήμων, ὁ οὐρανοβάμων, ὁ μακάριος Παῦλος ἀποκαλύπτει ἐν σμικρῷ, τὸ μέγα μυστήριον τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας: Ἀφ’ ἑνὸς μέν, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἀληθινὸ Δημιουργὸ τοῦ κόσμου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, φέρει τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του στοὺς ἀκροατές Του. Εἶναι ἡ μεγάλη ὥρα, ἐδῶ στὴν Ἀκρόπολη, στὰς κλεινὰς καὶ ἰοστεφεῖς Ἀθήνας καὶ σ’ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἡ ὥρα τῆς ἀνατολῆς ἑνὸς νέου κόσμου, μὲ τὴν δημηγορία αὐτὴ τοῦ θεσπέσιου Διδασκάλου τῆς Οἰκουμένης, τοῦ μεγαλυτέρου ἀναστήματος τοῦ Χριστιανισμοῦ.
*
Ὁ Ἀπ. Παῦλος σφράγισε, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴν ἱστορία καὶ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν μία ἐξαιρετικὴ προσωπικότης. Δὲν ἦταν μόνο τὰ φυσικὰ προσόντα, ἡ παιδεία του ἡ ἰουδαϊκὴ «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ» (Πραξ. 22,3), ἡ ἑλληνική του κατάρτιση, ἡ κοσμοπολίτικη νοοτροπία του, οἱ ὁποῖες τὸν καθιέρωσαν στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «ἐθνῶν κήρυκα…καὶ οἰκουμένης ἀγλάϊσμα». Ἦταν πρωτίστως ἡ θερμουργὸς ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό. Ἦταν ἡ ἀγαπῶσα τὸν Κύριον καρδία του, ποὺ ἔφθανε μέχρι τὴ διακήρυξη: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζῷ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ἀρχὴ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀποστόλου πρὸς τὸν Χριστό, ἔχει τὴν θαυμαστὴ μεταστροφή του, πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Δαμασκοῦ, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, λέγοντας δηλαδὴ ὅτι παρέλαβε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπ’ εὐθείας «δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὸ καταλυτικὸ αὐτὸ στοιχεῖο τῆς πορείας τῆς ζωῆς του τὸν ἔκαμνε νὰ ἔχει πάντοτε τὴν βαθειὰ συνείδηση ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἔστι κατ’ ἄνθρωπον, οὐδὲ παρὰ ἀνθρώπου» (Γαλ. 1, 12), ἀλλὰ τυγχάνει Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν «ὑπὲρ τῶν ἐθνῶν…οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 3, 1-2), γιὰ «τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας» (Ἐφ. 1, 13).
Κέντρο τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος ἦταν ἀπόλυτα βεβαιωμένος ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔφερε τὴν «καινὴ διδαχή», τὴν νέα κατάσταση στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ «παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν» Νόμος, δὲν ἔχει πλέον τὴν παλαιὰ του ἰσχύ, ἐφ’ ὅσον ἡ προαιώνια εὐδοκία καὶ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἀπὸ προσδοκία, πραγματικότητα. Ὁ Θεὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» καὶ «τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» προσφέρεται ὡς κήρυγμα καὶ ζωὴ σ’ ὅλα τὰ ἔθνη. Ἔτσι στὸ νοῦ, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ Ἀποστόλου κυριαρχεῖ ἡ χριστοκεντρικὴ θέωρηση ὅλων τῶν δεδομένων τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Σημεῖο προσανατολισμοῦ εἶναι ἡ θεία μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν ὁποία ὀφείλει συνεχῶς νὰ κατευθύνει τὸ βλέμμα του ὁ πιστός.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ταυτισμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Σχεδὸν ὅλες οἱ ἐπιστολὲς του ἀρχίζουν μὲ τὴ φράση «Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Ἀπόστολος ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ βεβαιότητα ὅτι εἶναι «διάκονος» τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν μοναδικὴ ἀποστολὴ νὰ μεταδώσει αὐτὸ τὸ μήνυμα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἐθνικὸ κόσμο, ἤτοι: «εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας». Αὐτὴ ἡ αἴσθηση, τὸν ἔκαμε ἄλλωστε ν’ ἀναφωνεῖ «οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» (Α΄ Κορ. 9, 16).
*
Εἰδικότερα, προσδιορίζεται ἡ σκέψη τοῦ Παύλου ὡς χριστοκεντρικὴ διότι: Πρῶτον, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ θεῖος Νομοθέτης. Ὁ Ἀπόστολος ἔχει τὸν Χριστὸν στὸ εἶναι του, ὡς τὸν ὕψιστο Νομοθέτη καὶ ὑποτάσσεται στὴ λειτουργία καὶ ἱερουργία τοῦ θείου λόγου (Ρωμ. 15,16), θεωρεῖ δὲ τὸν ἑαυτόν του «διάκονον καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος» (Β΄ Κορ. 3,6). Ἡ κατὰ Χριστὸν ζωή, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον, κυβερνᾶται ἀποκλειστικῶς ἔχοντας ὡς βάση τὶς ἀποθησαυρισμένες στὴν Ἁγία Γραφὴ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὅτι τὸ μόνο θέμα σ’ ὅλη τὴν Ἱερὰ Βίβλο εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του. Ἡ χριστοκεντρικότητα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνσάρκωση τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος παραγγέλλει: «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως» (Κολ. 3, 16) καὶ «ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1,27). Δὲν εἶναι ἔτσι ἁπλῶς τὸ Εὐαγγέλιο ἕνα βιβλίο γνώσεων, ἀλλὰ ὁ κανόνας καὶ τὸ κριτήριο τῆς ζωῆς μας.
Ὅσον δὲ βαθύτερα ἐντρυφοῦμε στὰ ἱερὰ κείμενα καὶ τὰ ἐξερευνοῦμε, τόσο περισσότερο βρίσκουμε σαφεῖς ἀπαντήσεις στὰ πλέον φλέγοντα προβλήματα καὶ στὶς πλέον ἀγωνιώδεις ἀναζητήσεις τοῦ αἰώνα μας. Τὸ περιεχόμενον τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι πνεῦμα Θεοῦ, «πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4, 14). Εἶναι φῶς ὁδηγητικὸν «ταῖς τρίβοις» ἡμῶν (Ψ. 118, 105). Εἶναι λόγος «ζῶν καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. 4, 12) κατὰ τὸν Παῦλον.
Ὁ θεῖος Νομοθέτης, ὁ Χριστός, συνελόντι εἰπεῖν, εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο τῆς χριστοκεντρικότητος τοῦ Ἀποστόλου. «Ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ἄμωμος, ἐπιστρέφων ψυχάς. Ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια· τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν· ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς» (Ψ. 18, 8-9-10).
*
Δεύτερον, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ θεῖος Μυσταγωγός. Γνωρίζει ἄριστα ὁ πρωτοκορυφαῖος, «τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ», ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «κεφαλὴ ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ» (Ἐφεσ. 1, 23) καὶ στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὡς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, εἶναι ὁ θεῖος Μυσταγωγός. Αὐτὸς μᾶς μυσταγωγεῖ. Αὐτὸς εἶναι ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», σαφῶς μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία εἶναι «κοινωνία τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 10,16). «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν» (Α΄ Κορ. 11,23). Καὶ ἐρωτᾶ καὶ ἀπαντᾶ: «Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμέν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορ. 10, 16-17). Συνδέονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον στενότατα Ἐκκλησία καὶ Εὐχαριστία. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει Εὐχαριστία
ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκτὸς τῆς Εὐχαριστίας δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Μυσταγωγὸς ὁ Χριστός, στὴ δική μας ἰδιαίτερα πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ στὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ διὰ τοῦ κορυφαίου τούτου Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὡς κέντρου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «προσφέρων» ἑκουσίως τὸν Ἑαυτό Του, ὁ «προσφερόμενος» Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ «διαδιδόμενος», Αὐτὸς ποὺ μεταδίδεται στοὺς πιστούς, ὡς οὐράνια τροφή, ὡς «φάρμακον ἀθανασίας» κατὰ τὸν θεοφόρον Ἰγνάτιον. Ἡ Εὐχαριστιακὴ σύναξη ἦταν καὶ εἷναι ἡ συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Μόνο δέ, ὅποιος βιώνει τὴν Εὐχαριστία ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ψηλαφήσει τὸ θαῦμα καὶ ν’ ἀποκτήσει γεύση τῆς πνευματικῆς εὐφροσύνης τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Τότε καθίσταται, τῷ ὄντι, «εὐχαριστιακὸς ἄνθρωπος», αὐτός, ποὺ κατ’ ἐξοχὴν χρειάζεται ἡ ἐποχή μας.
Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ βιώνει ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ διαιωνίζει μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου. Οὐδὲν τόσον φέρει τὸν πιστὸν πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τὸν Χριστὸν πρὸς τὸν πιστόν, ὅσον ἡ θεία Εὐχαριστία. Ἡ Χριστοκεντρικότητα αὐτή, ἡ μυστικὴ δηλ. ἐνσωμάτωση τοῦ πιστοῦ μὲ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας στηρίζεται ἀκριβῶς στοὺς λόγους τοῦ Παύλου, ὅταν ὁμιλῶν, ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος, περὶ τοῦ «μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἀποκαλύπτοντας σὲ τί συνίσταται τοῦτο, λέγει: «Εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ» (Ἐφ. 3,6). Θέλει δὲ τὸ «σύσσωμοι Χριστοῦ» νὰ συντελεῖται διηνεκῶς «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γαλ. 4, 19). Δὲν θὰ ἦταν πολὺ τολμηρό, ἂν λέγαμε, ὅτι σὲ ἀντικατάσταση τοῦ ἀπολεσθέντος Παραδείσου, ὁ Θεὸς χάρισε στὸν ἄνθρωπο τὴν Θεία Λειτουργία. Καθ’ ὅτι «εἰς τὸν βίον, κατὰ τὸν ὁμολογητήν Μάξιμον, ἡ ἐνασχόλησις μὲ τὴν φθορὰν ἐστι καλάμη, ἡ ἀλογία χόρτος, ἡ περὶ τὰ αἰσθητὰ προσπάθεια ξύλα, ἐνῶ οἱ εὐσεβεῖς λογισμοὶ τίμιοι λίθοι, ὁ καθαρὸς βίος ἄργυρος, ἡ δὲ θεία μυσταγωγία χρυσός». Συνεπῶς ὁ Χριστός, δὲν εἶναι μόνον θεῖος Νομοθέτης, ἀλλὰ καὶ θεῖος Μυσταγωγός, ὅλος παρὼν στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, καθ’ ὅτι «συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας στέφανος ὁ Χριστός» (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς), Θύτης καὶ Θῦμα, ὁ «Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ «Ἄρτος τῆς ζωῆς».
*
Τρίτο χαρακτηριστικὸ τῆς χριστοκεντρικότητας τοῦ μεγάλου ὁραματιστοῦ, τοῦ θεσπέσιου Ἀποστόλου, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλειον Πρότυπον. Ὅταν λέγει ὁ Παῦλος «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 11, 1) δὲν ἐπισημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν πεμπτουσία τῆς χριστοκεντρικότητάς του. Ἀκριβῶς ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Προτύπου στὴ ζωή μας, συνιστᾶ τὴν ἀπόλυτα ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς τελειώσεως καὶ θεώσεως. Ὡς δὲ ἐν προκειμένῳ διδάσκει καὶ ὁ οὐρανοφάντωρ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας Μέγας Βασίλειος, «ἡ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομία ἀνάκλησίς ἐστιν ἀπὸ τῆς ἐκπτώσεως καὶ ἐπάνοδος εἰς οἰκεἰωσιν Θεοῦ ἀπὸ τῆς διὰ τὴν παρακοὴν γενομένης ἀλλοτριώσεως. Διὰ τοῦτο, ἡ μετὰ σαρκὸς ἐπιδημία Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τὰ πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ταφή, ἡ ἀνάστασις· ὥστε τὸν σωζόμενον ἄνθρωπον διὰ μιμήσεως Χριστοῦ, τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν. Ἀναγκαία τοίνυν ἐστὶ πρὸς τελείωσιν ἡ Χριστοῦ μίμησις» (Μεγ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος &35 Μ.PG. 32, 128C ἑξ.). «Μίμηση τοῦ Χριστοῦ» θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶναι ἡ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἔνδυση τοῦ νέου ἐν Χριστῷ. Ὑπέροχα τὸ διατυπώνει: «Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρα τῇ ἡμέρα» (Β΄ Κορ. 4, 16) καὶ συμπληρώνει: «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3, 9-10). Μίμηση Χριστοῦ εἶναι συμμόρφωση καὶ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀδιάλειπτη συμμόρφωση καὶ συμπόρευση, ἄλλως βίωση ἐν Χριστῷ, τὸ «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20) εἶναι τὸ κέντρο καὶ τὸ κριτήριο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Πνευματικότητα δὲν νοεῖται, χωρὶς «τὸν Χριστὸν ἔχειν ἐν στέρνοις» (Ἰγνατ. Θεοφ. ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 338, 271). Ὅρος τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι «ἡ μίμησις Χριστοῦ ἐν τῷ μέτρῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως κατὰ τὸ ἐπιβάλλον τῇ ἑκάστου κλήσει» (Μεγ. Βασίλειος, PG 31, 128 B) καὶ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι ὅλο τὸ θεανθρώπινο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λειτουργεῖται καὶ παρατείνεται στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθὴς μίμηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ ἠθικισμούς, σχολαστικότητες, τυπικισμούς, φαρισαϊσμούς, ἢ κάποια ἀόριστη θρησκευτικότητα ἢ ψυχολογικὴ περιπλάνηση. Ὁ Παῦλος δὲν εἶναι Θωμᾶς ὁ Κεμπήσιος, εἶναι ὁ ὑψιπέτης «δοῦλος Χριστοῦ», ὁ ἁρπαγεὶς ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ὅπου «ἤκουσε ἄρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. 12,4), «ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα», ὡς ὀρθῶς διετυπώθη.
*
Τέταρτον, φανεροῦται ἡ χριστοκεντρικότητα τοῦ Παύλου στὴ δυναμικὴ καὶ προοπτική: ὁ Χριστὸς ὡς ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα κατηγορία τῆς παύλειας θεολογίας, γιατὶ μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ἐλπίδα μας, θὰ ἐπιτύχουμε τὴν αἰώνια δόξα. Θὰ γράψει ὁ Ἀπόστολος: «Τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν» (Ρωμ. 8, 24) καὶ «ὁ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης» (Κολ. 1, 27).
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἴχαμε τὸν Νόμο καὶ τὴν Προφητεία. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴ συνέχεια τὴν Πεντηκοστή. Εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προόδος ποὺ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων». Αὐτὴ ἡ τελευταία μετάθεση καὶ κίνηση, τὸ τελευταῖο στάδιο, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ συνεχίζεται ἤδη στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἐλπίδος συμπλήρωσις» (Γρ. Θεολ. PG36, 456 AB), διότι ἀκριβῶς «θαυματουργεῖ καὶ τὴν τελείαν εἰσάγει γνῶσιν» (Ἰω. Χρυστοστόμου, PG 59, 424). Ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας ὡς βασικὴ ἀρχή, τὸ «ὁ Χριστός, ἐλπίδα τοῦ κόσμου» δὲν ἐγκλείεται στὸ φόβο, στὴ ἀπελπισία, στὸν πόνο, στὴν πίκρα, στὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ καὶ προστρέχει ὁ Παῦλος καὶ παρηγορεῖ, παραμυθεῖ, «νουθετεῖ ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. 20, 31) νύκτα καὶ ἡμέρα ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο, θέτει τὴν ἐλπίδα του στὸν Σωτῆρα Χριστὸ γιὰ νὰ νοηματοδοτήσει τὴν ὕπαρξή Του. Ὅταν γράφει ὅτι «τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παράγει» (Α΄ Κορ. 7, 31), ὅτι «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ «ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. 3,3) καὶ πρωτίστως ὅταν μᾶς λέγει ὅτι «καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5, 2-4), ἀκριβῶς ἔρχεται ὁ θεῖος Ἀπόστολος καὶ καταθέτει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίς μου. Δηλαδὴ ὡς νὰ λέγει: Ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα στὴν Πρόνοιά Του καὶ παραδίδω τὴν ὕπαρξή μου σὲ Ἐκεῖνον.
Στὶς δύσκολες ὧρες ποὺ φέρνει ἡ ζωή, τὸ σωτήριο φάρμακο εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν Κύριο. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ διατυπώνει λίαν ἐπιγραμματικά: «Τὸ ἐν στενοῖς φάρμακον, ἡ ἐλπίς», καθ’ ὅτι ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπόγνωση εἶναι ὅπλο τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ ἀποκόψει τὴν ἐλπίδα μας στὸν Κύριο.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής: Συμβουλεύει ἐν προκειμένῳ: «Κρατῆσαι τῆς ἀποκειμένης ἐλπίδος, ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. 6, 18-20). Πρόκειται γιὰ τὴν ὑψηλὴ ἔννοια τῆς ἐλπίδος ποὺ μᾶς ἀναβιβάζει στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ θὰ μᾶς πεῖ ὁ οὐρανοβάμων « Τῇ ἐλπίδι χαίροντες» (Ρωμ. 12, 12).
*
Τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά, ὁ Χριστὸς ὡς θεῖος Νομοθέτης, ὡς Μυσταγωγός, ὡς τὸ τέλειον Πρότυπον, ὡς ἐλπίδα τοῦ κόσμου συνιστοῦν τὸ «ἐν τῷ Χριστῷ» τοῦ Παύλου, τὴν χριστοκεντρικότητά του, ὅπου ὁ Χριστὸς εἶναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι», κατὰ τὴν ὑψηλὴ ρήση του καὶ τὸ χριστοκεντρικὸ ἀκριβῶς αὐτὸ ἦθος κάμνει, τὸν θεοκήρυκα Ἀπόστολο σ’ ἕνα ἀποκορύφωμα πνευματικοῦ καὶ ψυχικοῦ ξεσπάσματος, νὰ λέγει τὸν θερμουργὸν λόγον: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα…πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8, 35, 38, 39).
*
Ἀλλὰ τὸ μεῖζον ἐρώτημα ποὺ τίθεται σήμερα εἶναι: Ἔχουμε τὴν δυναμικὴ νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ χριστοκεντρικότητα, ὡς τὴ βίωνε ὁ μέγας Ἀπόστολος; Καὶ συνωδὰ τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα:
Ποῦ εἶναι ὁ Χριστὸς σήμερα; Βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς κοινωνίας μας, τοῦ δημόσιου βίου ἢ ἔχει ἀπεμπολισθεῖ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἢ ἔχει ἀπωθηθεῖ στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας; Ὁ λόγος Του ἀκούγεται; Λαμβάνεται ὑπ’ ὄψη ἡ θεία Νομοθεσία Του; Ἐμπνέει ἡ διδασκαλία Του τὶς ἀνθρώπινες ψυχές; Ἀφήνουμε τὸ εἶναι μας στὴ μυσταγωγικὴ καθοδήγησή Του; Ἀποτελεῖ πρότυπο τελειότητος στὴ χοάνη τῶν ἀτελειῶν μας καὶ ἐλπίδα στὸ ἀνέλπιστο τοῦ κόσμου;
Ἐνώπιον τῶν μεγάλων προκλήσεων, τῶν νέων ἐπαναστατικῶν τεχνολογιῶν, οἱ ὁποῖες ραγδαίως ἀλλάσσουν, (νανοεπιστήμη – ἀστροφυσική – βιοϊατρική), τῶν ποικίλων διχαστικῶν λόγων, τοῦ χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἠθικῆς ποιότητας ὑπὸ τὴν εὑρυτέρα ἔννοια τοῦ ὅρου «ἠθική», μέσα σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη ἐποχὴ τῶν μεγαλυτέρων ἐλευθεριῶν ἀλλὰ καὶ τῶν μεγαλυτέρων ὑποδουλώσεων, ἔχει ἔλθει ἡ ὥρα καὶ πάλιν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σήμερα εἶναι ἡ μεγάλη στιγμὴ νὰ ἀνοίξει καὶ πάλιν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ παρουσίασε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὅπως τὸ ἑρμήνευσαν οἱ σοφοὶ καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Χριστοκεντρικότητα, ἔχοντας ὡς πηγὴ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἐκφράζει τὸ τελειότερο ἦθος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅντως σοφίζει καὶ ἐκπολιτίζει. Γιατὶ στὸν αὐθεντικὸ χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει σκοταδισμὸς καὶ ὀπισθοδρόμηση. Μόνον ἀληθὴς πρόοδος, κατάφαση στὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα καὶ ὁδὸς ὅλη φῶς. Ἡ ζωὴ τοῦ
ἀνθρώπου στὸ Χριστιανισμὸ εἶναι μέγιστο ἀγαθό, τοῦ Θεοῦ δῶρον. Στὸν χριστιανισμὸ θεμελιώνονται τὰ ἀνθρώπινα καὶ ἀτομικὰ δικαιώματα. Ἤδη τὸν 1ο αἰώνα, ὁ Ἀπόστολος, «τὸ στόμα τῆς Οἰκουμένης» (Ἰ. Χρυσόστομος), ποὺ ἑορτάζουμε ἀπόψε, τὸ διετύπωσε «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, (βάρβαρος, Σκύθης), οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28-29). Ἡ γυναῖκα δὲν ὑποτιμᾶται, ἐξυψώνεται. Ὁ γάμος εἶναι ἱερὸ μυστήριο καὶ ὄχι τυπικὴ δικαιοπραξία. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι βάρος εἰς περιφρόνησιν ἀλλὰ εὐλογία Θεοῦ καὶ ἡ οἰκογένεια ἱερὸς θεσμὸς καὶ εὐθύνη. Στὸν αὐθεντικὸ χριστιανισμὸ δὲν ἀτιμάζεται ἡ κτίση καὶ ὁ ὑλικὸς κόσμος. Ἁγιάζεται καὶ ἀνακαινίζεται. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν εὐτελίζεται, ἀλλ’ εἶναι ναὸς τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. Ἡ ἀσθένεια, ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ δοκιμασία δὲν καθίσταται γογγυσμός, ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση ἀλλὰ ὑπομονή, παραμυθία, ἐλπίδα καὶ παιδαγωγία. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνάσταση ζωῆς. Ὁ πλησίον δὲν εἶναι ξένος καὶ ἐχθρός. Εἶναι οἰκεῖος, φίλος καὶ ἀδελφός. Δὲν υἱοθετεῖται ἡ βία, ἀλλὰ ἡ συμπόνοια, ἡ καταλλαγὴ καὶ ὁ ἀλληλοσεβασμός. Δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ μῖσος, ἔχθρα καὶ τιμωρία, ἀλλὰ γιὰ ἀγάπη. Τὸ χρῆμα ὡς οἰκονομικὸ μέσον, δὲν εἶναι κακόν. Ἡ παράχρηση καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή του εἶναι ἡ ἁμαρτία. Στὸν χριστιανισμὸ δὲν ἐπικρατεῖ θεωρία κατὰ τῆς κάθε εἴδους κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ ἡ συνεχὴς προσευχὴ γι’ αὐτήν. Τελικὰ στὸν αὐθεντικὸ χριστιανισμὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄτομο, εἶναι πρόσωπο.
*
Προεχόντως δέ, στὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι, ὅπου ὁ πολιτισμὸς σήμερα δοκιμάζεται καὶ ἡ ὀρθολογικὴ καὶ ἀτομοκρατικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου ἔχει ὁδηγήσει σὲ μία συνεχῶς αὐξανόμενη ἀποχριστιανοποίηση καὶ ἀποϊεροποίηση τῆς κοινωνίας, μὲ ποικίλα ἀδιέξοδα καὶ τραγικὲς συνέπειες, στὰ ὅρια τῆς μελαγχολίας, τῆς ἀπανθρωπίας, τοῦ φόβου, τῆς ἀνασφάλειας, τοῦ θανάτου, ὁ αὐθεντικὸς χριστιανισμὸς εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ τὴν μεταστοιχείωση τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας στὴ Πηγὴ ὅπου τὸ «Ὕδωρ τὸ ζῶν», στὴ Λυχνία ὅπου τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινό, στὸ «Ὑπερῶον» ὅπου ὁ «Ἄρτος τῆς ζωῆς».
Ἡ σημερινὴ πνευματικὴ ἀναταραχὴ στὴν Εὐρώπη, γιατὶ περὶ αὐτῆς πρόκειται, μ’ ὅσα συμβαίνουν, βρίσκει τοὺς περισσοτέρους σὲ μία σύγχυση. Ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ δὲν εἶναι ἡ ἀπουσία δημοκρατικῶν ἰδεωδῶν, ἀλλὰ ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἡ μὴ ἐφαρμογή τους, μὲ διάφορα προσχήματα. Ἡ ὑπέρμετρη ἐμπιστοσύνη στὴ μηχανή, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως δὲν καταλαβαίνει ἀπὸ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἀλληλεγγύης, ἡ στόχευση στὸν ὑλικὸ εὐδαιμονισμὸ καὶ ὁ ἀμοραλισμὸς
στὸ ὄνομα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ δὲν προσθέτουν οὔτε ἕνα βῆμα ἠθικοῦ μεγαλείου στὴν Εὐρώπη, ἔχουν φθάσει τελικὰ τὸν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο νὰ δοκιμάζεται καὶ νὰ ἀναζητεῖ τὴν λησμονημένη ἀληθινὴ ταυτότητά του.
Ἐπέστη ὁ καιρὸς τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ἀνέλθει «ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Ἡ Εὐρώπη χρειάζεται σήμερα τὸ ἦθος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Ὀφείλει νὰ ἀνακαλύψει ἐκ νέου τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως σώζουσα τὴν κοινωνία της ἀλήθεια, τὸν αὐθεντικὸ χριστιανισμό. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς «φῶς τὸ πᾶσιν γλυκύτατον καὶ ὡς ἅλας τὸ πᾶσιν ἐράσμιον», ὡς φιλοκαλία, ἔχει πρωτεύοντα καὶ εὐεργετικὸ ρόλο.
Ἡ χριστοκεντρικότητα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦμε, καὶ ἀποτελοῦσε τὸν πνευματικὸ πυρῆνα τῆς ὑπάρξεως καὶ τὸ μυστικὸ τοῦ μεγαλείου του, εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ πνεύσει ὡς «αὔρα λεπτή» στὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι. Χωρὶς θρησκευτικοὺς φανατισμούς χωρὶς ἐξουσιαστικὴ δύναμη, χωρὶς ἐγωϊσμούς, ἀλλὰ «ἐν μετανοίᾳ, ἐν ταπεινώσει, ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι Θεοῦ ζῶντος».
*
Ὅταν ὁ Διογένης ὁ Κυνικός, ὁ φιλόσοφος, περιδιάβαινε τὰς ρύμας τὴν μεσημβρίαν κρατῶν φανὸν ἀνημμένον καὶ στὶς εὔλογες ἐρωτήσεις τῶν συγχρόνων του ἔδιδε τὴν σοφὴ ἀπάντηση «ἄνθρωπον ζητῶ», καὶ ὅταν ὁ ἄλλος ἀρχαῖος συγγραφεύς, ὁ Μένανδρος, διετύπωνε τό: «Ὡς χαρίεν ἐστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ», ὁ μέγας Παῦλος, σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο καὶ στὸ μεταίχμιο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, τὸν ἄνθρωπο ἐξύψωνε καὶ ἐδόξαζε ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Θεανθρώπου, καθ’ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν σὲ κάθε ἄνθρωπο μέσῳ τοῦ Πνεύματός του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ ἔμφαση διεκήρυξε, «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Ρωμ. 13, 12).
Μακαριώτατε,
Ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, στὸν βράχο τοῦτο, μιλᾶ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ Πρωτοκορυφαῖος Παῦλος γιὰ τὸν Αἰώνιο.
Οἱ ἄγγελοι ἑορτάζουν τριγύρω μας.
Ὁ Περικλῆς, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, οἱ Ἐπικούρειοι σιγοῦν γιὰ ν’ ἀκούσουν.
Ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος, Δάμαρις ἡ ἀρχόντισσα, ἀσπάζονται τὸν λόγο.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ διασκελίζουν τὰ μάρμαρα μὲ μυστικὰ ὁράματα.
Ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι χριστιανοί, μιμητὲς τοῦ Παύλου, θὰ γράψουμε «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸν Χριστό, ἀνεξίτηλα στὶς καρδιές μας;
Φωτογραφία: Χρήστος Μπόνης