Με το ακόλουθο τροπάριο αίνων των Χριστουγέννων, ξεκινά το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεοφίλου: Ο Πατήρ ηυδόκησε. Ο Λόγος σαρξ εγένετο.Και η Παρθένος έτεκε Θεόν ενανθρωπήσαντα Αστήρ μηνύει. Μάγοι προσκυνούσι. Ποιμένες θαυμάζουσι και η κτίσις αγάλλεται.
Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία εορτάζει σήμερον πανηγυρικώς μυστήριον «ξένον και παράδοξον» και ευαγγελίζεται τούτο «εν χαρά μεγάλη σφόδρα» εις άπαντα τον κόσμον έως εσχάτου της γης. Η Εκκλησία εορτάζει το υπερφυές και εξαίσιον γεγονός ότι ο Θεός Πατήρ, ο Δημιουργός και Κυβερνήτης του σύμπαντος, εξ άκρας αγάπης και ευσπλαγχνίας κινούμενος, ανεδημιούργησε, ανεγέννησε και ανέπλασε τον φθαρέντα υπό της αμαρτίας άνθρωπον, εν τω προσώπω του Μονογενούς Υιού και προαιωνίου Λόγου Αυτού. Η Εκκλησία παρέλαβε εξ αποκαλύψεως ότι εξεπληρώθη η επαγγελία του Θεού προς τους προφήτας. Ότι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4, 4), επί Καίσαρος Οκταβιανού Αυγούστου (Λουκ. 2, 1), ετέχθη κατά σάρκα εις Βηθλεέμ της Ιουδαίας, ο εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου εις Ναζαρέτ της Γαλιλαίας σαρκωθείς και ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού. (Λουκ. 1, 34). Ο Χριστός Ιησούς «εν μορφή Θεού υπάρχων, εγένετο εν ομοιώματι ανθρώπων, έλαβε δούλου μορφήν, ευρέθη σχήματι ως άνθρωπος» (Φιλιπ. 2, 6 κ 7), «γενόμενος εκ γυναικός, γενόμενος υπό νόμον, ίνα οι άνθρωποι την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4), ίνα «γίνωμεν τέκνα Θεού» (Ιωάν. 1, 12).
Αύτη υπήρξεν η οικονομία του Θεού δια την ανακαίνισιν της ανθρωπότητος. Κατά τον ιερόν υμνωδόν, «ο αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί, ο εν κόλποις του Πατρός και εν αγκάλαις της μητρός». Κατά τον θεοφόρον της Εκκλησίας Πατέρα Αθανάσιον τον Μέγαν, «ο ασώματος και άφθαρτος και άυλος του Θεού Λόγος παρεγένετο εις τήν ημετέραν χώραν καί ενηνθρώπησε, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν, εφανέρωσεν εαυτόν δια σώματος, ίνα ημείς του αοράτου Πατρός έννοιαν λάβωμεν και αυτός υπέμεινε την παρ’ανθρώπων ύβριν, ίνα ημείς αθανασίαν κληρονομήσωμεν» (Περί Ενανθρωπήσεως, κεφ. 8 κ 54).
Ωσαύτως κατά τον θεοφόρον Πατέρα άγιον Κύριλλον Αλεξανδρείας, «επέφανεν ημίν ο Μονογενής του Θεού Λόγος, όν η αγία Θεοτόκος και απειρόγαμος Μαρία εκ Παρθενικών λαγόνων εβλάστησε, τό ζωοποιόν βλάστημα, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο ελεύθερος εν δούλου μορφή, ο καθ’ ημάς δι’ ημάς, και σαρξ εγένετο – ουκ εν ανθρώπω γέγονε – αλλά σαρξ γέγονε, τουτέστιν άνθρωπος, ουκ αποβεβληκώς το είναι Θεός, αλλ’ εν προσλήψει σαρκός μεμενηκώς όπερ ην». (Ομιλία Β , Λεχθείσα εν Εφέσω, PG 77, 988C-989Α), «εμψυχωμένος ψυχή λογική εν τη μια υποστάσει του Λόγου σεσαρκωμένη» ( Προς Νεστόριον, Επιστολή XVII, PG. 77, 116 C).
Εις το αποκαλυπτόμενον τούτο θειότατον μυστήριον καλείται μάρτυς, συμμέτοχος και συνεργός η ανθρωπότης, χάριν της οποίας και ετελεσιουργήθη. Απλοί ποιμένες αγραυλούντες καλούνται δια στρατιάς αγγέλων, ψαλλόντων εις τον ουρανόν τούτον της Βηθλεέμ, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14 ). Καλούνται, ίνα ίδωσι εις τα ίδια και γνώριμα αυτών, ήτοι εις την φάτνην των αλόγων ζώων, τον νεογέννητον Χριστόν. Αλλά και θεράποντες της επιστήμης, μάγοι Περσών βασιλείς, καλούνται κατά τον υμνωδόν «υπό του ουρανού δι’ αστέρος και προσφέρονται ως απαρχή της εξ εθνών Εκκλησίας εις το κείμενον Νήπιον εν φάτνη, τούτους δε κατέπληττον ου σκήπτρα και θρόνοι, αλλ’ εσχάτη πτωχεία, ουδέν γαρ ευτελέστερον σπηλαίου, ουδέν δε ταπεινότερον σπαργάνων, εν οις διέλαμψε ο πλούτος της Θεότητος Αυτού».
Την κατά την ενανθρώπησιν και κατά σάρκα γέννησιν, κένωσιν, πτωχείαν και ομοίωσιν κατά πάντα τοις ανθρώποις εκτός αμαρτίας ενεστερνίσθη ο Κύριος και εις όλον τον επί της γης βίον αυτού. Εταύτισεν Εαυτόν μετά του προσλήμματος Αυτού, ήτοι του ανθρώπου, εις όλα τα αδιάβλητα ανθρώπεια πάθη έως και τον θάνατον. Διέφυγε τον κίνδυνον της εξουσιαστικής μανίας του Ηρώδου ουχί εν τη θεϊκή δυνάμει Αυτού ή εν βία αλλά εν τη ενδύσει και δυνάμει της ανθρωπίνης αδυναμίας, μετοικών εκ Βηθλεέμ εις Αίγυπτον και εκείθεν δι’ αγγέλου εις Ναζαρέτ προσκαλούμενος, εξ ης και την προσωνυμίαν Ναζωραίος προσέλαβε και εξ ης ενηλικιωθείς και βαπτισθείς υπό Ιωάννου εις Ιορδάνην εκήρυξεν ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν. Εχάραξε ριζικήν τομήν και καμπήν εις την ανθρωπίνην ζωήν και ιστορίαν, ήτοι την νέαν περίοδον της χάριτος, της Καινής Διαθήκης, εν η ευηργέτησε και ιάσατο ασθενείς, ανέστησε νεκρούς και προσήνεγκεν τω Πατρί εν τω σταυρώ το προσληφθέν σώμα Αυτού, και ανέστη εκ νεκρών, ίνα συναναστήση τους πιστεύοντας εις Αυτόν.
Το έργον Αυτού της ειρήνης, συγγνώμης, συνδιαλλαγής, δικαιοσύνης, αγιασμού και σωτηρίας, αναληφθείς εις ουρανούς ο Κύριος, ανέθεσεν εν Αγίω Πνεύματι εις τους αγίους Αυτού μαθητάς και αποστόλους, εις το σώμα Αυτού, την Εκκλησίαν. Αύτη δια μέσου των αιώνων και σήμερον, αποτελεί την φανέρωσιν της βασιλείας του Θεού, την οποίαν εισήγαγεν εις τον κόσμον ο μεγάλης βουλής άγγελος, ο άρχων της ειρήνης, ο Ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς Χριστός. Αύτη κατακοσμεί τα ήθη των ανθρώπων, κηρύττει, ως εδιδάχθη παρά του ιδρυτού αυτής, ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς, αγάπην εις τον πλησίον αλλά και εις τον εχθρόν δια μεταμόρφωσιν του πεπτωκότος κόσμου εις παράδεισον, την επιστροφήν του πλανηθέντος ανθρώπου εις το πρωτόκτιστον αυτού κάλλος και την συμμετοχήν αυτού εις την δόξαν του Χριστού παρά τω Πατρί.
Η των Ιεροσολύμων Μήτηρ των Εκκλησιών μαρτυρεί και διακονεί το μυστήριον του αγγελικού ύμνου, της «επί γης ειρήνης και εν ανθρώποις ευδοκίας», εις τους τόπους, εις τους οποίους τούτο απεκαλύφθη. Σήμερον δε, ημέρα της εορτής της του Χριστού κατά σάρκα γεννήσεως, βιοί τούτο εις το απέριττον τούτο και θεοδέγμον Σπήλαιον και εις την Κωνσταντίνειον και Ιουστινιάνειον ταύτην Βασιλικήν, την αποτελούσαν ευλογίαν και προστασίαν όλων των κατοίκων της Αγίας Γης και δη των της Βηθλεέμ.
Από του ιερού τούτου εκκλησιαστικού μνημείου καταγγέλλομεν πάσαν πράξιν τρομοκρατικής ή και πολεμικής βίας, πάσαν πράξιν κατακτήσεως ή σφετερισμού ξένων εδαφών, πυρπολήσεως ιερών σεβασμάτων των θρησκειών, βασανισμού ανθρώπων και εκμεταλλεύσεως αιχμαλώτων και δη αμάχων γυναικοπαίδων και ποιούμεθα έκκλησιν υπέρ των χριστιανών της Αγίας Γης, ίνα παραμένωσι εις τας πατρογονικάς αυτών εστίας της Μέσης Ανατολής, ευχόμεθα δε εις το ευσεβές χριστεπώνυμον ποίμνιον Ημών εις την Αγίαν Γην και οπουδήποτε γης και εις τους προσερχομένους εκ περάτων της γης ευλαβείς προσκυνητάς την χάριν, την δύναμιν, την ειρήνην και την ευλογίαν του δι’ ημάς σαρκί νηπιάσαντος και εκ της Αειπαρθένου Μαρίας κατά σάρκα τεχθέντος Θεού και Σωτήρος ημών Κυρίου Ιησού Χριστού.
Εν τη Αγία Πόλει Βηθλεέμ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2016
Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης,
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων