Dogma

Δαιμονώντες ή σωφρονούντες (;)

Σ’ ένα μικρό χωριό, στα Γάδαρα, καταπλέει ο Κύριος, μαζί με τους μαθητές Του, για να συναντήση «άνδρα, ος είχεν δαιμόνια εκ χρόνων ικανών…» (Λουκ. 8:27).

Πράγματι, ούτε το ταξίδι αυτό του Κυρίου στην αντίπερα όχθη της Γαλιλαίας δεν είναι τυχαίο. Εξ άλλου, έχομε και άλλοτε αναφέρει ότι ο Κύριος βαδίζει πάντοτε στοχευμένα στην επί γης πορεία Του, για να φέρη όλους τους ανθρώπους σε επίγνωση της αληθείας και να τους οδηγήση στην λύτρωση και στην σωτηρία (Α’ Τιμ. 2:4). Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που ήλθε στον κόσμο ο Υιός του Θεού, «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Ιω. 10:10).

Ένα τέτοιο απολωλός είναι και ο δαιμονισμένος Γαδαρηνός του Ευαγγελίου, ο οποίος είχε πιαστή στα δίχτυα του πονηρού «εκ χρόνων ικανών» και έκτοτε «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν» (Λουκ. 8:27). Έτσι, γυμνό και άοικο καταντάει τον άνθρωπο το δαιμόνιο, τον «συν-αρπάζει» και τον πηγαίνει όπου θέλει, «ες χώρας ερήμους», μακρυά από τους ανθρώπους και από την κοινωνία. Ήταν τόσο τραγική η κατάσταση του ταλαίπωρου αυτού δαιμονόπληκτου, ώστε χρειαζόταν να τον δένουν «αλύσεσι και πέδαις», για να μην τους επιτίθεται, και παρά ταύτα το «ισχυρό» δαιμόνιο έσπαζε και αυτές τις αλυσίδες του δαιμονισμένου, ο οποίος σκόρπιζε γύρω του τον φόβο και τον τρόμο.

Τρομερή ασθένεια είναι, πράγματι, η δαιμονοπληξία. Όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από ξένο σώμα, όπως είναι το δαιμόνιο, πλέον δεν ορίζει τον εαυτό του, τις ενέργειές του, ετεροκαθορίζεται από αυτό που κυριαρχεί μέσα του και τον ταλαιπωρεί ψυχικά και σωματικά. Αληθινό μαρτύριο! Θέλει ο άνθρωπος που κατέχεται από το φοβερό αυτό πάθος να ξεφύγη, να λυθή απ’ τα δεσμά του και δεν μπορεί. Αντιθέτως, τα δαιμόνια χορεύουν μέσα του και τον κάνουν ο τι θέλουν, μέχρι να τον συντρίψουν ολοκληρωτικά.

Δεν διευκρινίζεται στο παραπάνω απόσπασμα ποια ή ποιες είναι οι αιτίες της καταλήψεως του Γαδαρηνού από το δαιμόνιο που τον βασανίζει. Μάλλον δεν πρόσεξε και με τις «ακαθαρσίες» του, με τον αμαρτωλό, φίλαυτο, φιλόϋλο και φιλήδονο βίο του, επέτρεψε να εισχωρήσουν μέσα του όχι ένα και δύο αλλά πλήθος δαιμονίων, σύνταγμα ολόκληρο, «λεγεώνα», από τα οποία πλέον αδυνατεί ανθρωπίνως να απαλλαγή.

Ο άνθρωπος, ως γνωστόν, πλάστηκε να είναι εικόνα Θεού και να πορεύεται προς την ομοίωσή Του. Εάν δεν προσέξη στην πορεία Του και «ξαστοχήση» – αμαρτάνη –, τότε τα κάθε λογής δαιμόνια καιροφυλαχτούν να έλθουν και να εγκατασταθούν μέσα του. Και όταν αυτό γίνει, τότε ο άνθρωπος από «χαρίεις», που λέει ο Μένανδρος, γίνεται άγριος και αποκρουστικός. «Νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης» (ΕΠΕ 11, 226), διαπιστώνει ο μέγας πατήρ και μελετητής του Αριστοτέλους, Γρηγόριος Παλαμάς.

Ο Κύριος, όμως, σπλαχνίζεται το πλάσμα Του, που το βλέπει αλυσοδεμένο με τα δεσμά της αμαρτίας και σπεύδει σε βοήθεια. Έρχεται ως αυτόκλητος Σωτήρας, διότι γνωρίζει ότι ο αλυσοδεμένος δεν βρίσκει την δύναμη να αποτινάξη τα δεσμά που τον περισφίγγουν.

Έτσι και στην περίπτωση του Γαδαρηνού δαιμονισμένου. Δεν περιμένει ο Κύριος να τον καλέσουν, αλλά μεταβαίνει ο Ίδιος στα ορεινά Γάδαρα, εκεί που οι άνθρωποι ζούσαν «εν χώρα και εν σκιά θανάτου», για να τους φωτίση και να τους αναστήση, όσους, φυσικά, θέλουν. Μπορεί να είναι ο Κύριος αυτόκλητος Σωτήρας, αλλά δεν βιάζει κιόλας για την σωτηρία. Εξ άλλου, η βία δεν αρμόζει στην ελευθερία, προς την οποία καλεί το πλάσμα Του: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…» (Μαρκ. 8:34).

Επίσης, ο Κύριος δεν έχει πρόβλημα να πάη εκεί που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν είναι γενικά επιθυμητός και δεν θα γίνη τελικά αποδεκτός, στην απόμακρη χώρα των Γαδαρηνών και σε κάθε αμαρτωλή χώρα, όπου οι άνθρωποι αμαρτάνουν ελεύθερα και μακρυά από το βλέμμα του Θεού, όπως πιστεύουν.

Για δύο, λοιπόν, λόγους μεταβαίνει ο Κύριος στην αμαρτωλή αυτήν χώρα, αντίπερα της Γαλιλαίας. Πρώτον, για να αποκαλύψη στους μαθητές Του την αμαρτία των πολλών και να βοηθήση τον αμαρτωλό Γαδαρηνό, ο οποίος, αντίθετα από τους συμπολίτες του, επιθυμεί να «σωφρονιστή», και δεύτερον, για να τους δώση μιαν απάντηση, διότι, όταν λίγο προηγουμένως Τον είδαν να επιτιμάη τον άνεμο και να γαληνεύη τα κύματα, αναρωτιούνταν με φόβο ανάμεικτο και απορία: «τις άρα ούτος εστίν, ότι και τοις ανέμοις επιτάσσει και τω ύδατι, και υπακούουσιν αυτώ;» (Λουκ., η’ 25)

«Τις άρα ούτος εστίν;» Ποιος είναι, άραγε, αυτός που κάνει τα θαυμαστά αυτά πράγματα; Είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο κύριος του ουρανίων και επιγείων δυνάμεων, στον Οποίον ακόμη και τα δαιμόνια υποτάσσονται. Πράγματι! «Και τα δαιμόνια πιστεύουσιν και φρίττουσιν». Μόνον που δεν πιστεύουν, για να μετανοήσουν και για να σωθούν, αλλά παραμένουν πεισματικά αδιόρθωτα.

Γι’ αυτό, μόλις αντικρύζουν τα δαιμόνια τον Κύριό τους, αναγνωρίζουν την θεότητά Του και, ως λεγεώνα που είναι, κράζουν όλα μαζί συντεταγμένα, με μια φωνή: «Τι εμοί και συ, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου;» (ο.π. 28) Επειδή, όμως, γνωρίζουν ότι, λόγω αμετανοησίας, τα αναμένει η αιωνία καταδίκη, γι’ αυτό Τον εκλιπαρούν «να μην τους βασανίση» ακόμα: «ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν». Αντιθέτως, τον παρακαλούν «ίνα επιτρέψη αυτοίς εις τους χοίρους εισελθείν» (ο.π. 30-32).

Αλήθεια! Τα φοβερά και τρομερά δαιμόνια, που ταλανίζουν τον ταλαίπωρο Γαδαρηνό και τον έχουν οδηγήσει σ’ αυτήν την άθλια και αξιοθρήνητη κατάσταση, είναι εντελώς αδύναμα ενώπιον του Κυρίου, γι’ αυτό και «δέονται» και Τον «παρακαλούν». Εκείνος και μόνον Εκείνος έχει εξουσία επάνω τους. Εκείνα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, χωρίς την άδεια του Κυρίου.

Γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ο Κύριος που επέτρεψε τελικά να εισέλθουν τα δαιμόνια στους χοίρους και να οδηγηθούν εκείνοι στον γκρεμό, για να τιμωρήση την αισχροκέρδεια των χοιροβοσκών, που εμπορεύονταν παράνομα το χοιρινό κρέας, γιατί «επέτρεψε» να εισέλθουν και στον Γαδαρηνό;

Γνωρίζουμε ότι ο Κύριος δεν ήλθε στον κόσμο, για να κρίνη τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος δι’ Αυτού (Ιω. 3:16). Ο Γαδαρηνός, όμως, και ο κάθε Γαδαρηνός από εμάς αγάπησε μάλλον τον κόσμο της αμαρτίας παρά τον Κύριο της αγάπης (ο.π. 3:19). Επομένως, ο καθένας μας, με τις αστοχίες του ή και τις παραλείψεις του, επιτρέπει στα δαιμόνια να έλθουν και να κατοικήσουν μέσα του.

Αυτή είναι η ορθή ερμηνεία. Εμείς επιτρέπουμε, ο Κύριος δεν επιτρέπει, απλώς το ανέχεται, διότι σέβεται την ελευθερία του δημιουργήματός Του. Εξ άλλου, ο κάθε λογής αμαρτωλός ταλαιπωρείται τελικά από τις ίδιες του τις αμαρτίες, και αυτή είναι η τιμωρία του. Ίσα ίσα που ο Κύριος, μέσω της αυτοτιμωρίας του αμαρτωλού, τον δοκιμάζει, σαν τον χρυσό στο χωνευτήριο, ώστε να γίνη, εάν θέλη, καλύτερος και να μετανοήση.

Εμείς, άραγε, θέλομε να γίνωμε καλύτεροι; Θέλομε να καθίσωμε «ιματισμένοι και σωφρονούντες παρά τους πόδας του Ιησού» και να απολαμβάνωμε θεραπευμένοι τον λόγο Του, που είναι λόγος ζωής αιωνίου, ή μήπως λυπόμαστε που χάσαμε τους χοίρους μας, τις ακαθαρσίες και τα πάθη μας, περισσότερο απ’ ό,τι λυπόμαστε, διότι χάσαμε τον Κύριο από ανάμεσά μας; Τι μας φοβίζει, τελικά, περισσότερο; Η απώλεια των χοίρων από την πόλη μας ή η απουσία του Κυρίου από την καρδιά μας;

Εάν στενοχωρούμαστε για το πρώτο, θα συνεχίζωμε να ζούμε δέσμιοι και αλυσοδεμένοι σαν τους σκλάβους στα δεσμά τους· εάν θλιβώμαστε για το δεύτερο, διότι ζούμε μακρυά από τον Κύριο, τότε να είμαστε βέβαιοι ότι Εκείνος όχι μόνον δεν θα μας αφήση να συντριβούμε από τα πολλά μας πάθη, αλλά θα σπεύση ο Ίδιος προς συνάντησή μας, για να μας δώση ελπίδα σωτηρίας, όπως έδωσε και στον δαιμονισμένο Γαδαρηνό, που όχι μόνο τον θεράπευσε από το μαρτυρικό του πάθος αλλά και τον κατέστησε αληθινό κήρυκα μετανοίας σε όλη την πόλη του.

Μακάρι και εμείς να αξιωθούμε να μαρτυρήσωμε για λογαριασμό μας μια τέτοια αληθινή και ολοκληρωμένη ψυχική και σωματική θεραπεία, προς δόξα Θεού και για την δική μας σωτηρία. Αμήν! Γένοιτο!

 

Σοφία Μπεκρή