Δεκαπενταύγουστος: Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα. Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας. Αλλά, ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού, που ζητά παράκληση και παρηγορία από την Παναγία.
Ασφαλώς δεν υπάρχει πιστός που να μην άκουσε με συντριβή τούς σπαραχτικούς στίχους του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, που μιλούν για τον «νοσούντα το σώμα και την ψυχήν». Όμως, εδώ δεν πρόκειται για οδύνη απογνώσεως, που συνήθως οδηγεί στην απιστία και στην αποστασία. Η οδύνη του κατά Θεόν δεινοπαθούντος ανθρώπου είναι οδύνη επιγνώσεως, και γίνεται καθαρμός και αναβαθμός. Γιατί, ενώ τον θλίβει και τον πληγώνει, δεν τον αποξενώνει από τον Θεό, αλλά τον οδηγεί σε βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αυτό η οδύνη κορυφώνεται μεν, αλλά και συγχρόνως καταπαύει στην ακόλουθη μορφή ικεσίας στην ανάγνωση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος: «Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».
Ακούοντας κανείς επιπόλαια τις στροφές του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, έχει την εντύπωση ότι κάποιος ανώνυμος υμνογράφος διεκτραγωδεί κοινά σε όλους τούς πιστούς δεινοπαθήματα της ψυχής και του σώματος. Γιατί πράγματι δεν υπάρχει Χριστιανός που να μην έζησε κατ’ επανάληψη «των παθών του τον τάραχον» ή να μην αισθάνθηκε ποτέ το «πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς». Διαβάζοντας όμως προσεκτικώτερα και εμβαθύνοντας περισσότερο σ’ αυτά τα ιερά στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν πρόκειται για περιγραφή και εξιστόρηση των εν γένει περιπετειών του ανθρώπου στον καθημερινό αγώνα της τελειώσεώς του. Πρόκειται για σπαρακτικές κραυγές «εκ του φυσικού», για οδύνη και πόνο που μας έρχεται «από πρώτο χέρι».
Επομένως, έχομε να κάνουμε με τελείως προσωπικό δράμα που βιώθηκε από πρόσωπο ιστορικό και επώνυμο κάτω από συνθήκες πραγματικές και συγκεκριμένες. Πόσοι άραγε από τούς ανυποψίαστους πιστούς μας, που ψάλλουν κάθε τόσο την Παράκληση (το Μικρό ή Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα), γνωρίζουν ποιο είναι το πρόσωπο αυτό; Θα περίμενε κανείς ο υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος να είναι κάποια ευαίσθητη γυναικεία ύπαρξη σαν την Κασσιανή, ή κάποιος υπέργηρος Μοναχός της ερήμου. Κι’ όμως, μήτε το ένα, μήτε το άλλο!
Ο συντάκτης αυτού του δακρύβρεκτου υμνολογικού κειμένου ήταν ένας άνδρας στην πλήρη ακμή του, και μάλιστα εστεμμένος! Ήταν ο βυζαντινός Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις (1222‐1258), που λίγο προ του θανάτου του εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα με τούς βιογράφους του, ήταν ιδιαίτερα λεπτός και ευγενικός άνθρωπος, είχε δε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση για την εποχή του. Έζησε όμως σε πολύ δύσκολους καιρούς. Οι Φράγκοι είχαν πάρει την Κωνσταντινούπολη, οι Βούλγαροι και το Δεσποτάτο της Ηπείρου έπρεπε να αντιμετωπισθούν καταλλήλως, οι δε Μουσουλμάνοι στην Μικρά Ασία ήταν μια άμεση και μόνιμη απειλή. Έχοντας φύση καλλιτεχνική ο τραγικός αυτός Αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί σε τέτοιες σκληρές ευθύνες, χωρίς να κλονισθεί η υγεία του.
Γι’ αυτό πέθανε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η ζωή του χαρακτηριζόταν από πολλές αντινομίες, που δεν ήταν βέβαια πρωτοφανείς μήτε στα βυζαντινά ανάκτορα, μήτε στην εν γένει ανώτερη γύρω τους κοινωνία. Όμως, αυτό ακριβώς στάθηκε το μεγαλύτερο θαύμα του Βυζαντίου προς την ανθρωπότητα. Το ότι δηλαδή οι αντινομίες του βίου δεν έκλεισαν ποτέ στο πρόσωπο την θέα προς την αιωνιότητα και την σωτηρία, εφ’ όσον υπήρχε η μετάνοια. Έκαναν και τότε φρικαλέα κάποτε εγκλήματα οι άνθρωποι, αλλά μετά, με ποταμούς ειλικρινών δακρύων, εξαγνίζονταν στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων. Ολόκληρος ο χριστιανικός μεσαίωνας, σε Ανατολή και Δύση, σ’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικώτατο σημείο διαφέρει από τούς νεώτερους χρόνους.
Οι νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν – από ανθρωπισμό, όπως ισχυρίζονται – να διαμορφώσουν έναν πολίτη νομοταγή και έντιμο, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις βαθύτερες πεποιθήσεις του, για την πίστη και την εν γένει πνευματική του αγρύπνια. Έτσι, αυτός ο πολίτης μπορεί μεν ν’ αποφεύγει προσεκτικώτερα σήμερα το άμεσο και πρωτογενές έγκλημα στις σχέσεις του με τούς συνανθρώπους – πράγμα που ασφαλώς τον αναδεικνύει, δικονομικά τουλάχιστον, δικαιώτερο από τον άνθρωπο του χριστιανικού μεσαίωνα – όμως, ο πολίτης αυτός των νεωτέρων χρόνων και του ανθρωπισμού, ναρκισσευόμενος για την «αυτόνομη» και αυτονομημένη ηθική του, δεν έχει ποτέ γνωρίσει την συντριβή και την κάθαρση, την μετάνοια και τον αγιασμό που επιφέρουν τα μετά την αμαρτία δάκρυα. Και ερωτάται: Τι σχέση μπορεί να ‘χουν αυτού του είδους οι πολίτες με την Βασιλεία του Θεού; Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Χριστός διεκήρυξε: ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Μαρκ. 2,17). Που σημαίνει ότι την Βασιλεία του Θεού δεν την κατοικούν οι άψογοι νάρκισσοι που δεν ερράγισαν ποτέ μπροστά στα ανεξερεύνητα μυστήρια του Θεού, αλλά οι δια της μετανοίας αναγεννημένοι άνθρωποι.
Αυτές ακριβώς τις σωτηριώδεις αλήθειες γνωρίζοντας και ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος ο Λάσκαρις, ενώ περιγράφει τον εαυτόν του ότι ήταν «παντοίως τη λύπη τρωθείς και τιτρωσκόμενος», δεν απογοητεύεται, αλλά πιστεύει και αγρυπνεί. Πιστεύει και ελπίζει ότι μ’ όλες τις συμφορές του ο Θεός απεργάζεται την σωτηρία του: «Οίμοι, τι ουκ εμοί γέγονεν! ουδέν άλλο είποιμι η ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική, ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον».
Του μακαριστού Αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως, που μας εδίδαξε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, αιωνία η μνήμη!
Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού
Ενσαρκώσεις του Δογματος
Εκδ. ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1996