Διακόσια χρόνια από την εύρεση της Εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Τήνο
Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου
Στις 30 Ιανουαρίου 2023 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Εύρεση της Πανσέπτου Εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Τήνο. Στο χώρο, όπου σήμερα ορθώνεται ο μεγαλοπρεπής ναός της Μεγαλόχαρης, υπήρχε κατά την αρχαιότητα θέατρο αφιερωμένο στον Διόνυσο, επί του οποίου, κατά την Βυζαντινή περίοδο, κτίστηκε εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί είχε τοποθετηθεί και η θαυματουργός Εικόνα. Η εκκλησία αυτή καταστράφηκε, τον 9ο αι., σε μία από τις πειρατικές επιδρομές των Σαρακηνών, και η Σεπτή Εικόνα, μισοκαμένη, θάφτηκε στην άκρη του νάρθηκα, ώσπου –στις 30 Ιανουαρίου του 1823–, η σκαπάνη του Εμμανουήλ Σπανού, ευσεβούς χωρικού από το Φαλατάδο, τη χτύπησε, κατά λάθος, σπάζοντάς την στα δύο, χωρίς όμως να πειράξει τη θεία μορφή της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.
Το πρώτο μήνυμα για τη θαμένη εικόνα ήταν στα 1821, όταν η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στο όνειρο του γέροντα κηπουρού Μιχάλη Πολυζώη, παροτρύνοντάς τον να σκάψει στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά. Χρειάσθηκαν άλλες τρεις εμφανίσεις της Παναγίας –9, 16 και 23 Ιουλίου του 1822–, στη Μοναχή Πελαγία του Κεχροβουνίου για να γίνει παραδεκτή η θειότητα των οραμάτων και να αρχίσει, από τους κατοίκους του νησιού, η ανασκαφική έρευνα.
Στο χώρο της Ευρέσεως είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής για το νερό που, κατά τη διάρκεια αγιασμού, πήγασε κατά παράδοξο τρόπο από ξεροπήγαδο την 1η/1/1823. Ευθύς μετά την Εύρεση και μετά τα πρώτα θαύματα εκ της Ιεράς Εικόνας, οι επίτροποι και οι επιστάτες ανέλαβαν την επί του ναού της Ζωοδόχου Πηγής οικοδόμηση Καλλιμάρμαρου Ιερού ναού, ο οποίος, ήδη από το 1826 –μεσούσης της Εθνεγερσίας–, είχε λάβει τη μεγαλοπρεπή μορφή του, αφού, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, χριστιανοί έσπευδαν από παντού ακατάπαυστα, για να προσφέρουν ευλαβικά ό,τι ο καθένας μπορούσε, χρήματα ή εθελοντική εργασία.
Η επιλογή του ρυθμού του Ναού της Μεγαλόχαρης (τρίκλιτη Βασιλική με τρούλλο πάνω από την Αγία Τράπεζα) ανήκει στον Τήνιο αρχιτέκτονα Ευστράτιο Καλονάρη, τον επικαλούμενο «Σμυρνιό», ο οποίος ήταν ήδη ονομαστός αρχιτέκτονας εκκλησιών στη Μικρά Ασία και ένας από τους 20.000 πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στην Τήνο λόγω των διωγμών εκ μέρους των Τούρκων κατά το 1821-1822.
Ο περικαλλής Ναός θεωρείται ως το πρώτο μνημείο της Νέας Ελλάδας.
Το σύνολο του συγκροτήματος της Μονής της Μεγαλόχαρης αποπερατώθηκε γύρω στα 1880.
Η εξ αποκαλύψεως Εύρεση της Αγίας Εικόνας, αλλά και η άμεση συγκρότηση του Ιερού Προσκυνήματος, με τις πολυσχιδείς δραστηριότητές του, ενίσχυσαν και αναζωογόνησαν τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, ως σώμα Χριστού, λειτουργεί θεραπευτικά. Η μέθοδος θεραπείας από την Εκκλησία είναι η πνευματική ζωή που βοηθάει στην αναδημιουργία και στην ανάπλαση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και η Μεγαλόχαρη στην Τήνο, που συγκέντρωσε από την πρώτη στιγμή έντονα συναισθήματα πίστεως, αγάπης και ελπίδας, προσφέρει ακριβώς τη σωτηρία, ως ένταξη σε μία καθαρά αναγεννητική διαδικασία.
Από τα μέσα του 19ου αι., στο φτωχό και άσημο νησί, το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελίστριας αναδείχθηκε ο μεγάλος προστάτης της Παιδείας, των Γραμμάτων και των Τεχνών, πράγμα που προϊωνίστηκε και σφράγισε η σημαδιακή ημερομηνία αποκάλυψης της Ιεράς Εικόνας την 30ή Ιανουαρίου, ημέρα της ιεράς μνήμης των τριών Ιεραρχών, προστατών των Γραμμάτων και της Παιδείας, αλλά και Διδασκάλων του Γένους. Το έργο των τριών Μεγίστων Φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος είναι διαχρονικό με οικουμενικό χαρακτήρα, αφού, δια του φωτισμένου Λόγου των, ανέδειξαν τη σύζευξη της αρχαίας ελληνικής σοφίας με τη χριστιανική Αλήθεια.
Και όμως! Η ιστορική αυτή επέτειος διατηρεί έναν τοπικό, Τηνιακό χαρακτήρα, αφού ακόμα και οι ευλαβείς, κατά τη διάρκεια του χρόνου, προσκυνητές αγνοούν, αν όχι την ύπαρξη, την ιστορική σημασία της. Όπως γενικότερα ανενεργής εν πολλοίς παραμένει η πνευματική δύναμη που απορρέει από την αλληλοπεριχώρηση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Γιατί όλοι οι Ορθόδοξοι, που ζούμε τη δυτική πολιτιστική παράδοση, βιώνουμε, χωρίς συνήθως να το συνειδητοποιούμε, μία κρίση ταυτότητας που είναι ακριβώς «η κρίση που διέρχεται η Ορθοδοξία, αφ᾽ ότου επεκράτησε ο δυτικός πολιτισμός στις περιοχές οι οποίες για δύο χιλιάδες χρόνια απετέλεσαν το λίκνο της» (Βλ. π. Φιλοθέου Φάρου, Η Αλλοίωση του Χριστιανικού Ήθους, Αθήναι 2000, σ. 13 και σσ. 100-118).
Πριν –αλλά κυρίως επί και μετά– την Επανάσταση του 1821, το Ελληνικό Γένος βίωσε μία νέα «Φραγκοκρατία», που δεν διέφερε πολύ από την εποχή όπου οι Φράγκοι καταχτητές δεν επέτρεπαν σε χώρους της Ελλάδας και της Μέσης Ανατολής τις χειροτονίες Ορθοδόξων Επισκόπων. Μετά το 1830 –γένεση του Ελληνικού Κράτους–, οι Δυτικές Δυνάμεις έθεσαν ως στόχο τους την εκρίζωση του Ησυχασμού από τους Ορθοδόξους, ως παρωχημένης και νεκράς παραδόσεως. Έργο που ήδη είχε αναλάβει ο Αδαμάντιος Κοραής. Με την ίδια αναλογία, μετά την Εθνεγερσία, τα ονόματα Ρωμαίος, Ρωμηός, Ρωμηοσύνη έχασαν την ιστορική τους λειτουργικότητα, επειδή ήσαν ταυτισμένα, από αιώνες, με την Ελληνορθοδοξία. Έτσι διασπάστηκε η αρχαία ελληνική διανόηση, από την εξ Αποκαλύψεως Χριστιανική Αλήθεια της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και ενώ τα προοδευτικά και φιλελεύθερα επαναστατικά Συντάγματα συγγένευαν με την «Χριστιανική δημοκρατία» του Βυζαντίου και τις διακηρύξεις του Εθνομάρτυρα Ρήγα, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, που είχε γνήσια ρωμαίικη συνείδηση, το ορθολογικά δομημένο από τους Βαυαρούς νεοσύστατο Βασίλειο απομακρύνθηκε από το Ελληνορθόδοξο ιδεώδες και την Εστία της Ρωμηοσύνης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ωστόσο η χριστιανική πίστη και η Εκκλησία πρωτοστάτησαν στις επαναστατικές διακηρύξεις των ηγετών του ᾽21 που αγωνίστηκαν υπέρ «Πίστεως και Πατρίδος». Υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως με την οικουμενική της διάσταση και τον υπερφυλετικό της χαρακτήρα. «Η δομή της Ορθοδοξίας», γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός, «ως οικουμενικής Εκκλησίας δεν είναι κατακόρυφη, πυραμιδοειδής, αλλά οριζόντια – συλλογική» (Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Συναντήσεις, Αθήναι 2005, σσ. 234-235).
Η Ελληνική Επανάσταση, πνευματικά και πολιτικά υπήρξε σε μεγάλο βαθμό έργο της Εκκλησίας, γιατί «το υπόβαθρο της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν επεκτατικό-πολιτικό, αλλά πνευματικό ως όραμα της εν Χριστώ κοινωνίας» (Έκδοση του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου, αναφορικά με το ιστορικό της Ευρέσεως, και τις δραστηριότητες του Ιδρύματος, Τήνος 2009, σ. 40).
Η Εύρεση της Αγίας Εικόνας στην Τήνο υπήρξε για το επαναστατημένο Γένος το σημάδι της θείας συγκατάβασης προς τον τιτάνιο αγώνα του λαού μας υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Όλοι οι επώνυμοι αγωνιστές, όπως ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και τόσοι άλλοι θεώρησαν τότε χρέος τους να προσκυνήσουν την Ευαγγελίστρια της Τήνου. Ο Μακρυγιάννης θεωρούσε τον Χριστό και την Θεοτόκο ως εγγυητές της αρετής, της τιμιότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Ο γενναίος αγωνιστής υποστήριζε ότι ο Θεός ελευθερώνει όλους τους ανθρώπους από τον δόλο, την απάτη, την ασέβεια και τόνιζε ότι ο λαός που προδίδει την ιστορική του συνέχεια χάνει την οντότητά του, αφού το ήθος του εξαρτάται από τις ρίζες του πολιτισμού του.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έως τη Θεία Αποκάλυψη του 1823, αποτελούσε περιέχον σύνολο του εθνικού βίου. Όμως, δια της εν συνεχεία δράσεως των καθολικών και κυρίως Προτεσταντών Μισσιοναρίων, η Εκκλησία μας μεταβλήθηκε σε ελεγχόμενο περιεχόμενο, ως Κρατικός θεσμός, με μοναδική αρμοδιότητα τα ηθικίστικα «θρησκευτικά καθήκοντα» των πολιτών. Η αποδέσμευση αυτή της νεοελληνικής σκέψεως από το άμεσο βίωμα και την θεϊκή εμπειρία της ορθοδόξου παραδόσεως κρατάει έως σήμερα με τα γνωστά άθλια και ανεξέλεγκτα αποτελέσματα στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Μέσα στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά μέρη που σεμνύνονται για την θαυματουργική εμφάνιση εικόνων της Παναγίας μας. Όμως, η Ιερά εικόνα της Τήνου, εκτός από τον λειτουργικό (: «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην»), τον δογματικό και πνευματικό της χαρακτήρα, έχει λάβει ένα ιδιαίτερο ιστορικό νόημα, αφού ήλθε να επιβεβαιώσει την Υψηλή Προστασία της Θεομήτορος στον ελληνικό λαό, γνωστή από τη Βυζαντινή εποχή, αλλά και από το έπος του 1940. Η φράση «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην» ήταν η απάντηση της Θεοτόκου προς την εκστασιασμένη Μοναχή Πελαγία όταν τη ρώτησε ποια είναι.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου και Τήνου Δωρόθεος Β´ γράφει τα εξής: «Η σωτηρία του ανθρώπου προέρχεται από τη θέλησή του και τη συνεργασία του με τον Θεό. Σώζεται μόνο με τον “Θεανθρώπινον συνεργισμόν”, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, και με τη “συζωή” Θεού και ανθρώπου, σύμφωνα με τον Νικόλαο Καβάσιλα… Η Εύρεση της Αγίας Εικόνας στην πολύαινο Τήνο, το 1823, σε μέρες δύστηνες και χαλεπές για τον ξεσηκωμένο Ελληνισμό, αποτέλεσε το δώρο τ᾽ Ουρανού, την ευδοκία της Θείας Πρόνοιας προς την Τήνο και το Γένος μας και συνοψίζει κατά τρόπον ανεπανάληπτα μοναδικό τον “Θεανθρώπινο συνεργισμό” και συγκεφαλαιώνει το Μυστήριο της Εκκλησίας. Η 30ή Ιανουαρίου 1823 υπήρξε η συνισταμένη της θείας βουλήσεως, της μοναχικής ταπεινώσεως [τα οράματα της Μοναχής Πελαγίας] και της λαϊκής συμπράξεως» (Έκδοση Π.Ι.Ι.Ε. Τήνου, Εορτασμός της Ευρέσεως και Απολογισμός της Δ.Ε. για το 2009, Εκδόσεις «ΤΥΠΟΣ», Τήνου, σ. 19).
Μήπως έφθασε η ώρα να καταλάβουμε ότι ο διάλογος μεταξύ Κτιστού και Ακτίστου στην ελληνική ιστορία είναι κάτι υπέροχο και μοναδικό; Μήπως πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο παραγκωνισμός εθνικών επετείων, όπως αυτής της 30ής/1/1823, υπηρετεί μόνο ξένα προς τον πολιτισμό μας εξωτερικά ή εσωτερικά συμφέροντα;