Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας

  • Dogma
θρησκευτικής ελευθερίας

Η άσκηση της φορολογικής πολιτικής συχνά κάθε άλλο παρά ουδέτερη και αποχρωματισμένη μπορεί να θεωρηθεί, ιδίως όταν επικαλείται την πνευματική προσφορά των θρησκευμάτων

Από τον Χρήστο Αποστολίδη* για την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
Η Ελληνική Πολιτεία υποχρεούται να τηρεί προς όλες τις γνωστές θρησκείες της επικράτειάς της φορολογική πολιτική ίσης μεταχειρίσεως. Αυτό επιβάλλεται τόσο από τις διατάξεις των άρθρων 4 § 5 (αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσιονομικών βαρών) και 13 § 1, εδ. β΄ (δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας) του ισχύοντος Συντάγματος όσο και από τις σχετικές διατάξεις των δεσμευτικών για την Ελλάδα διεθνών συμβάσεων. Κυριότερη από αυτές θεωρείται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ, Ρώμη, 1950), της οποίας το άρθρο 14 ορίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών της Σύμβασης, ανεξαρτήτως των πάσης φύσεως φυλετικών, θρησκευτικών ή άλλων διακρίσεων, ενώ το άρθρο 9 προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα. Από το σύνολο των επιμέρους δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από το γενικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, εκείνο που αποδεικνύεται το δυσχερέστερο στην εφαρμογή του είναι το δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας. Επειδή όμως το δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας συνδέεται, αμέσως ή εμμέσως, με όλες τις υπόλοιπες μορφές της θρησκευτικής ελευθερίας, ο βαθμός προστασίας του αποβαίνει τελικώς μέτρο της πραγματικής κατοχυρώσεως σε όλο το εύρος της έννομης τάξης της θρησκευτικής ελευθερίας. Η συνταγματική κατοχύρωση της τελευταίας αποδεικνύεται πλασματική όταν, κατά την τρέχουσα νομοθετική παραγωγή, τη διοικητική δράση του κράτους ή τη νομολογία, η απόλαυση των ατομικών, πολιτικών ή οικονομικών δικαιωμάτων εξαρτάται από τη θρησκευτική (ή μη) ένταξη των πολιτών.

Πεδίο αυξημένων τριβών κατά την εφαρμογή της θρησκευτικής ισότητας αποδεικνύεται αυτό της φορολογικής μεταχειρίσεως των θρησκευμάτων. Η άσκηση της φορολογικής πολιτικής προς τα θρησκεύματα συχνά κάθε άλλο παρά ουδέτερη και αποχρωματισμένη μπορεί να θεωρηθεί, ιδίως όταν επικαλείται με επιλεκτικό τρόπο την πνευματική προσφορά τους, λησμονώντας ότι η φορολογική πολιτική οφείλει να εκλαμβάνει τις θρησκείες ως οικονομικά – φορολογικά υποκείμενα και όχι ως πνευματικούς οργανισμούς. Αν η επιβολή βαρύτερης ή ελαφρύτερης φορολογίας, καθώς και η απονομή σχετικής απαλλαγής, δεν αποτελούν μόνον εκπλήρωση της -ταμιευτικού ή αναδιανεμητικού χαρακτήρα- φορολογικής λειτουργίας του κράτους, αλλά συνιστούν επιπλέον οικονομική ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των φορολογουμένων (καθορίζοντας έμμεσα και σε βάθος χρόνου την κοινωνική θέση και την επιρροή τους), τότε η κατά επιλεκτικό τρόπο απαλλαγή ορισμένων μόνο θρησκευτικών νομικών προσώπων, κατ’ αποκλεισμόν άλλων, συνιστά έμμεση οικονομική ενίσχυση των πρώτων, η οποία, επειδή δεν τηρείται με ισότιμο τρόπο, αντιβαίνει ευθέως στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ.

Η επίτευξη της απόλυτης εφαρμογής της αρχής της ισότητας σε κάθε περιοχή της έννομης τάξης δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ουτοπική, επιβάλλονται ωστόσο η συνεχής προσαρμογή, η βελτίωση και η εξειδίκευση της φορολογικής νομοθεσίας και της διοικητικής πρακτικής, αλλά και η δικαιοκρατική νομολογιακή εφαρμογή τους, ώστε η επίτευξη της φορολογικής δικαιοσύνης και ο σύστοιχος με αυτήν περιορισμός των όποιων ανισοτήτων να αποτελούν στόχο διαρκούς επιδιώξεως. Για την υλοποίησή του, τυχόν ειδικά φορολογικά προνόμια ή απαλλαγές υπέρ ορισμένης και μόνο θρησκείας και όχι υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών, επειδή έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ,
πρέπει να επεκτείνονται σε κάθε γνωστή θρησκεία της ελληνικής επικράτειας.

*Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, υπ. διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ

TOP NEWS