Δεν παραμέριζαν τον αληθινό Δημιουργό, βάζοντας βέβηλα στη θέση του τον εαυτό τους. Αναγνώριζαν ταπεινά τα όριά τους.
Έτσι, όταν η Εύα απέκτησε το πρώτο της παιδί, είπε γεμάτη χαρά: «Απέκτησα άνθρωπο με τη βοήθεια του Θεού» (Γεν. 4:1). Δεν επέτρεψε στον λογισμό της να αυθαδιάσει, ότι είναι δικό της, καθαρά ανθρώπινο, κατόρθωμα αυτό. Και πάλι, όταν γέννησε τον Σηθ, είπε: «Μου έδωσε ο Θεός άλλο παιδί αντί για τον Άβελ που σκότωσε ο Κάιν» (Γεν. 4:25).
Ο Ισαάκ προσευχόταν για τη στείρα σύζυγό του και μόνο όταν «τον άκουσε ο Θεός, έμεινε έγκυος η Ρεβέκκα η γυναίκα του» (Γεν. 25:21).
Ο Θεός άνοιξε τη μήτρα της Λείας, σε αντιστάθμισμα της περιφρόνησης που αντιμετώπιζε, και την τίμησε με πολλά παιδιά. Όταν απέκτησε τον πρώτο της γιο, τον Ρουβήν, είπε: «Είδε ο Κύριος την περιφρόνησή μου (από τον άνδρα μου) και μου έδωσε γιο». Όταν έφτασε στον έκτο της γιο, τον Ζαβουλών, είπε: «Μου χάρισε ο Θεός ένα καλό δώρο κατά τον καιρό αυτό».
Στα παράπονα τής Ραχήλ για την ατεκνία της ο Ιακώβ με θυμό απάντησε: «Μήπως είμαι Θεός εγώ; Εκείνος (= άρα όχι εγώ) σε “εστέρησεν από καρπόν κοιλίας”». Και όταν ο Θεός τη «θυμήθηκε» και άνοιξε και «αυτής την μήτραν» και της χάρισε τον πρώτο της γιο, τον πάγκαλο Ιωσήφ, η Ραχήλ είπε: «Αφαίρεσε ο Θεός μου τη ντροπή μου» (Γεν. κεφ. 29 και 30).
Τα παραδείγματα από την Ιερά Ιστορία είναι πάμπολλα και δείχνουν όλα τη σταθερή και αμετακίνητη πίστη των θεοσεβών ανθρώπων, ότι όλα τα καλά, και ιδιαίτερα τα παιδιά, είναι θέμα και δώρο του Θεού.
Και ο Θεός; Κάνει πιο ακλόνητη την πεποίθηση αυτή με τρανταχτά θαύματα, που δείχνουν ότι και στο θέμα αυτό τον πρώτο και κύριο λόγο έχει ο ίδιος. Κανένα ανθρώπινο θέλημα, κανένας φυσικός νόμος δεν μπορεί να φέρει στον κόσμο μια νέα ύπαρξη, αν δεν το θελήσει ο Κύριος. Μπροστά στη δική του βούληση «υποχωρούν οι φυσικοί νόμοι». «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
Έτσι, δίνει παιδί στον Αβραάμ, όταν εκείνος είναι εκατό χρονών και η Σάρρα ενενήντα, και επομένως με κανένα φυσικό νόμο δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Η Σάρρα μάλιστα είχε γελάσει με την καρδιά της, όταν ανήγγειλε ο Θεός, ότι σε ένα χρόνο θα είχε παιδί. Το θεωρούσε φύσει αδύνατον. «Αβραάμ δε και Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ημερών», είχαν γεράσει πια, λέγει η Γραφή, «εξέλιπε δε τη Σάρρα γίνεσθαι τα γυναικεία», είχε περάσει η Σάρρα προ πολλού τη φάση της εμμηνόπαυσης (Γεν. 18:11-12).
Η ευλαβής Άννα, γεμάτη πόνο επειδή ο Κύριος της έδωσε στειρότητα («απέκλεισε τα περί την μήτραν αυτής») και «ουκ έδωκεν» εις αυτήν «παιδίον», υποσχέθηκε, αν αποκτήσει παιδί, να το αφιερώσει στον Θεό. Και όταν τη «θυμήθηκε» ο Κύριος και συνέλαβε και γέννησε τον Σαμουήλ, είπε, «ότι τον ζήτησα και τον έλαβα από τον Παντοκράτορα Θεό και Κύριο» (Α’ Βασ. κεφ. 1). Τον θεώρησε δώρο του Θεού. Πρώτα ήταν του Θεού και μετά δικό της παιδί.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται πολλάκις, με κορυφαίες περιπτώσεις τον Ζαχαρία και την Ελισάβετ, τον Ιωακείμ και την Άννα. Πουθενά ο Θεός δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για το ποιος είναι Κύριος της ζωής, πραγματική πηγή της ζωής. Γι’ αυτό και όλα τα άγια ανδρόγυνα, έχοντας τη σαφή αυτή επίγνωση, δεν δίσταζαν να αφιερώνουν πρόθυμα στον Θεό τα τέκνα τους.
Η αναγνώριση αυτής της τάξης του Θεού συνιστά την αληθινή θεοσέβεια, που είχαν όλοι οι δίκαιοι και ευλαβείς. Την τάξη αυτή καλούμαστε να σεβόμαστε ταπεινά κι εμείς.
Από το περιοδικό ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 385, Αύγουστος 2015