Ε, βέβαια, πρώτη φορά είδαν και οι μοναχοί τέτοιον πράγμα στο τραπέζιν τους. Τον περιμάζεψαν, αλλά αυτός επέμενε ότι αυτά τα κάνει με την δύναμιν του Θεού. Του είπαν ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι από τον Θεόν κι αυτός έλεγεν όχι, είναι από τον Θεόν, το πολύ πολύ δηλαδή κατέληγε στο να λέει ότι είναι με την δύναμη της σκέψεως.
Μετά τον οδήγησαν στον πατέρα Παΐσιο, και του διηγήθηκαν ότι, πάτερ, αυτό το παιδί κάνει αυτά τα πράματα στο μοναστήρι. Ήμουνα κι εγώ εκεί, εδώ ήμουν αυτόπτης μάρτυς. Είχαν έρθει οι πατέρες από την Σιμωνόπετρα, οι οποίοι ζουν ακόμα βέβαια, είναι νέοι. Και έπιασε μια πέτρα αυτός, μία πέτραν, μια σκληρήν πέτρα, ξέρετε στο Άγιον Όρος έχει κάτι βράχια, κάτι πέτρες σκληρές, και κάθισε απέναντι σταυροπόδι, πώς κάθονται αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν τέτοιες δουλειές; και διέλυσεν την πέτραν· πράγματι την διέλυσεν. Δηλαδή, ενώ εξωτερικά η πέτρα παρέμενεν στο σχήμα της, όταν την άγγιζες αυτήν την πέτρα ήταν πλέον στάχτη, δηλαδή έχασε την συνοχήν της, την σκληρότητάν της. Και ήμαστε παρόντες κι εμείς.
– Μπορείς να κάνεις κι εσύ αυτό το πράγμα; του λέει του γέροντα Παΐσιου.
Λέει αυτός,
– Κοίταξε να δεις, παιδί μου, εγώ φακίρης δεν είμαι, ούτε ήρθα εδώ στο Άγιον Όρος να σπάζω πέτρες, αλλά, μπορώ να σε κάμω εσένα να μην μπορείς να το κάμεις αυτό το πράγμα.
Του λέει,
– Πώς θα το κάνεις αυτό το πράγμα;
– Θα σου δείξω εγώ, δυο λεπτά.
Είχε εκεί έναν κήπο που έβγαλε κάτι ντομάτες, πιάνει έναν σβώλον εκεί από χώμα, βρεμένον, φρεσκοποτισμένον κοκκινόχωμα, το έκανε ένα κουλούρι εκεί, ένα βώλο κι έβαλε επάνω το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Και το ‘βαλε απέναντι.
Του λέει,
– Τώρα σπάστο· αυτό είναι χώμα, εκείνο ήταν πέτρα, δε θέλει και πολλή δύναμιν, μπορείς να τη διαλύσεις στο πι και φι.
Αυτός δεν μπόρεσεν να κάμει τίποτε!
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου