Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή
Του Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου
Κάθε φορά που επλησίαζε η απαρχή και αφετηρία μιας εκκλησιαστικής και πνευματικής περιόδου, η καρδιά μου εγέμιζε με προσμονή και χαρά. Άλλος ένας χρόνος επί της γης, σκεφτόμουν, έδωσε ο Θεός, με ανέχεται ακόμη και με αφήνει μήπως και δυνηθώ και εκφράσω έργα μετανοίας, έστω στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Σχεδόν πάντοτε, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος, αυτή την πηγαία χαρά μου να την επισκιάσει η συνηθισμένη ρουτίνα και βαριεστημένη καθημερινότητα: νηστεία τις πρώτες ημέρες της απαρχής, οι ίδιες βαρύγδουπες ευχές την Καθαρά Δευτέρα, υποσχέσεις αλλαγής και μετανοίας που, στην καλύτερη των προθέσεων, επνίγονταν στον πρώτο πειρασμό και γκρεμίζονταν στην αμέσως επόμενη φιλονικία και σύγκρουση.
Και έτσι, όλες μου οι υποσχέσεις και τα σχέδια παρέμεναν αχαρτογράφητες στον καρδιακό μου ορίζοντα και, πολύ περισσότερο, κάθε ημέρα που επερνούσε εντρεπόμουν βαθύτερα και ολότελα τους αγίους και τον Ουρανό.
«Θεέ μου, Θεέ μου» εφώναζε δυνατά από το κελλί του ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-10/11/1924) και οι Φαρασιώτες που εγνώριζαν τον κρύφιο πνευματικό του αγώνα, έλεγαν: «Προσεύχεται με λυγμούς πάλι ο Γέροντας!». Και όταν οι ίδιοι αρρώσταιναν, στον άγιο κατέφευγαν, στον ταπεινό και ανεξίκακο παππούλη: «Εμείς, στα Φάρασα της Καππαδοκίας, δεν ξέραμε τι θα πει γιατρός! Ό,τι θέλαμε, ασθένειες, βασκανίες, πυρετούς, έχθρες, τσακωμούς, θανατικά, για όλα στον Χατζηαφέντη (ο άγιος Αρσένιος) πηγαίναμε και μας τακτοποιούσε». Η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ενθυμούμαι κάτι από την οσιακή ζωή του αγίου Παϊσίου του Εζνεπίδη: «Ήταν Κυριακή του Τυφλού, περίοδος Πεντηκοσταρίου. Ο άγιος ταλαιπωρημένος από την ολονυχτία και την αγρύπνια στο κελλί του, εβγήκε στον κήπο του, εκεί στη φιλέρημη και ασκητική Παναγούδα του Αγίου Όρους. Ήταν σκεπτικός διότι δεν είχε τίποτε προνοήσει για μεσημεριανό φαγητό και, όπως και να το κάμνεις, ήταν περίοδος χαρμόσυνη και αναστάσιμη. Ξαφνικά, βλέπει ένα γεράκι να κινείται με ορμή και να έρχεται προς το μέρος του. Είχε εγκλωβίσει και μετέφερε κάτι επιδεικτικά. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει ο άγιος, διότι πέρασε σχεδόν από επάνω του. Άκουσε να πέφτει κάτι εκεί γύρω του, πίσω από τα χόρτα. Επήγε να δει και επέστρεψε δακρύβρεχτος. Κρατούσε ένα μεγάλο, ζωντανό και λαχταριστό ψάρι στα χέρια του, που σπαρταρούσε και προσπαθούσε ν᾿απελευθερωθεί! Εφρόντισε ο Θεός, δεν ελησμόνησε τον αγωνιστή φίλο Του. Η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Εκίνησαν να συναντήσουν τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, ένας ιερέας και δυο λαϊκοί φοιτητές. Ο ένας εκ των φοιτητών άρχισε να δυσπιστεί μπροστά στον Γέροντα, και υποστήριζε ότι δεν αποδέχεται την ευωδία και χάρη των ιερών λειψάνων των αγίων της Ορθοδοξίας μας. Ο παπά Εφραίμ έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος της καρδιάς, εσιώπησε και προσευχόταν. Και, ω του θαύματος! Μια άρρητη ευωδία επλημμύρισε τον τόπο που κάθονταν. Οι προσκυνητές έβαλαν συγκλονισμένοι τα κλάματα! Και ο ταπεινός παπά Εφραίμ, εγύρισε προς τον έως τότε δύσπιστο φοιτητή, τον εκοίταξε πατρικά και με αρχοντική αγάπη και αγιαστική απλότητα, τού είπε: «Να, επειδή δεν ακούς εμένα, εζήτησα από τον Άγιο Θεό να σου δώσει Εκείνος απάντηση περί της ευωδίας των ιερών λειψάνων!». Και πάλι, η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Διαβάζω στο συναξάρι της 19ης Ιανουαρίου, αναφορικά με τον αγιαστικό βίο του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου. Ενεφανίσθη άγγελος Κυρίου κατ᾿όναρ στον άγιο και τον επληροφόρησε ότι βρήκε παρρησία ενώπιον του Παναγίου Θεού. Πλην, όμως, υπήρχαν δυο ψυχές στην πλησιέστερη πόλη από την Έρημο, που είχαν φθάσει σε μεγαλύτερα ύψη αγιότητας από τον Όσιο Μακάριο. Αφού πήρε ευλογία και πληροφορίες από τον άγιο Άγγελο, ο Μακάριος έσπευσε να τις συναντήσει και να λάβει όφελος πνευματικό. Ποια εντύπωση, όμως, εσυνάντησε και εγεύθη ο αββάς, όταν αντιλήφθηκε ότι αυτές οι δυο ψυχούλες δεν ήσαν κοσμοκαλόγεροι ή ασκητές μέσα στον κόσμο, αλλά δυο έγγαμες γυναίκες! Εφρόντιζαν τους συζύγους τους σε όλα, έκαμναν έργα φιλανθρωπίας και απέφευγαν να «φιλοξενούν» εφάμαρτους και εμπαθείς λογισμούς στις καρδιές τους! Η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ο ασκητικότατος άγιος Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959, αγιοκατάταξη 2008) ελειτουργούσε καθημερινά για τριάντα ολόκληρα χρόνια (στον ιερό ναό της Αναλήψεως, στη Δράμα). Αυτός που ένεκα των πολλών και σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, είναι αλήθεια, εστεκόταν όρθιος σχεδόν μόνο όταν λειτουργούσε! Και ετόνιζε ακατάπαυστα την ανάγκη να θερμάνουμε την πίστη μας, να αφεθούμε ολοκληρωτικά στη Θεία Πρόνοια και στο θέλημα του Παναγίου Θεού. Και ο άγιος γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης, στην ίδια πνευματική συχνότητα, να υπομνηματίζει και να προτρέπει όλους μας: «Αδελφοί μου, νηστεύετε και προσεύχεσθε, όλα είναι ολοζώντανα. Ζει Κύριος ο Θεός!». Η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Λίγο προ της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και διαβάζω στο δοξαστικό της Κυριακής της Τυρινής: «Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, η πάνοπλος εγκράτεια, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η προς Θεόν παρρησία…». Η πίστη, σκέπτομαι, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας! Ιδού! Να το νόημα και η ιδιαιτερότητα αυτής της απαρχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Και επήρα απόφαση, αληθινή και αμετάκλητη! Ετούτη τη Σαρακοστή, αν, αν λέγω, θέλω πραγματικά να διαφέρει απ᾿ όλες όσες μέχρι σήμερα προηγήθηκαν, να, έτσι ξεκινώ και να δώσει η Κυρία Θεοτόκος έτσι και εσαεί να πορεύομαι: να κάνω τον άγιο μου που φέρω τ᾿όνομα και τον Ουρανό να μην εντρέπονται για εμένα!