Εγκλωβισμένος στα πλούτη
Τό Εὐαγγέλιο τονίζει ἀδιάκοπα τή μακαριότητα τῶν «πτωχῶν» καί «τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι», δηλαδή τῶν ταπεινῶν στήν καρδιά. Στήν πράξη προτιμοῦμε τή μακαριότητα τῆς οἰκονομικῆς μας εὐμάρειας, τόν ἀνετώτερο πλουτισμό, τήν ἐξασφάλιση θέσεων, δυνάμεως, κοινωνικῆς ἐπιρροῆς, ἔστω καί εἰς βάρος ἄλλων. Ὑμνοῦμε τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη, ἀλλά ἀγανακτοῦμε μόνον ὅταν ἀδικούμεθα προσωπικά.
Ι.Μ. Κομοτηνής
Βαρειά σκιά ἁπλώθηκε στό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ ἄρχοντα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς Περικοπῆς ὄταν ἄκουσε τόν Κύριο νά τόν προτρέπει νά πουλήσει «πάντα ὅσα εἶχε» καί νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ νούς του ἔκανε μιά γενική ἐπισκόπηση τῶν ὑπαρχόντων του. Τοῦ πρόσφεραν ὅτι ἤθελε, καλοπέραση, κῦρος στό λαό, δύναμη, ἀξιώματα. Πῶς νά τα θυσίαζε ὅλα αὐτά.
Ὁ χρυσός τοῦ φάνηκε πιό πειστικός ἀπό τόν Χριστό. Σιωπηλός ὁ πλούσιος, μέ τήν καρδιά βυθισμένη σ΄ ἕνα σύννεφο μελαγχολίας ἐγκαταλείπει τόν Χριστό καί χάνεται στό πλῆθος.
Στήν ἀρχή ὅταν πλησίασε τόν Κύριο, ὁ πλούσιος αὐτός νέος ἔδειξε μεγάλο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη. Γονάτισε, τόν προσφώνησε «ἀγαθό», πρᾶγμα πού ταίριαζε μόνο στόν Θεό καί ζήτησε τήν καθοδήγησή του γιά τό σοβαρότερο θέμα: «Τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὅλα αὐτά ἔδειχναν καλή διάθεση, ἀλλά στό βάθος ὑπῆρχε μιά ἐπιφυλακτικότητα.
Γι’ αὐτό ἐνῶ στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Κυρίου ἐνθουσιάζεται, διότι ἐκεῖ βλέπει τήν ἐπιβράβευση τῆς μέχρι τοῦδε ζωῆς του καί σπεύδει νά δηλώσει πρόθυμα ὅτι θέλει καί τήν παραμικρότερη ἔλλειψή του νά τήν καλύψει, μόλις ὁ Κύριος τοῦ ὑποδεικνύει τήν κρυφή του πληγή, «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς» σκυθρωπός ἀποχωρεῖ.
Πολλές φορές καί ἐμεῖς πλησιάζουμε τόν Χριστό μέ ἐξωτερικό σεβασμό καί εὐλάβεια, συγχρόνως ὅμως καί μέ μία κρυφή ἐπιφυλακτικότητα καί προσκόλληση στό δικό μας θέλημα. Εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀνοίξουμε μαζί του μακρές συζητήσεις γιά σπουδαῖα θέματα, γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, γιά τήν δικαιοσύνη, γιά τόν θεῖο νόμο. Μόλις ὅμως βάλει τό χέρι στήν κρυφή μας πληγή, στήν ἀδυναμία μας, συννεφιάζουμε. Στίς γενικότητες πηγαίνουμε καλά. Σ’ αὐτά ὅμως πού μᾶς πονοῦν, ἀντιδροῦμε.
«Χριστέ μου, θέλω νά ζήσω σύμφωνα μέ τό παράδειγμά Σου», λέμε στήν προσευχή μας. Ὅταν ὅμως βρισκόμαστε μπροστά σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις δικαίας κατανομῆς ἀγαθῶν, προνομίων, εὐκολιῶν, ἀναζητοῦμε τήν καλύτερη δυνατή προσωπική μας ἐξασφάλιση ἤ καί τή μερίδα τοῦ λέοντος. Τό Εὐαγγέλιο τονίζει ἀδιάκοπα τή μακαριότητα τῶν «πτωχῶν» καί «τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι», δηλαδή τῶν ταπεινῶν στήν καρδιά, ἀλλά αὐτά τά ἀφήνουμε γιά τούς ἱεροκήρυκες. Στήν πράξη προτιμοῦμε τή μακαριότητα τῆς οἰκονομικῆς μας εὐμάρειας, τόν ἀνετώτερο πλουτισμό, τήν ἐξασφάλιση θέσεων, δυνάμεως, κοινωνικῆς ἐπιρροῆς, ἔστω καί εἰς βάρος ἄλλων. Ὑμνοῦμε τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη, ἀλλά ἀγανακτοῦμε μόνον ὅταν ἀδικούμεθα προσωπικά.