Εγώ σου το είπα!
Συμβαίνει να πούμε κάτι, κατά την γνώμη μας ουσιαστικό, σε πρόσωπο αγαπητό με στόχο να το βοηθήσουμε να συνετιστεί και ν’ αλλάξει. Σίγουρα οι προθέσεις μας είναι αγαθές και ενδεχομένως σωστές.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ξέρουμε, όμως, ότι ο άνθρωπος, ως ελεύθερη ύπαρξη, μπορεί ν’ αφήσει το λόγο μας έξω από την καρδιά του. Το ότι έχει ειπωθεί από μας δεν σημαίνει ότι έχει γίνει αποδεκτό απ’ αυτόν που τ’ ακούει.
Ωστόσο, η απόρριψη του λόγου μας – όταν, μάλιστα, πηγάζει από ανιδιοτελή ενδιαφέρον και αγάπη – σημαίνει στο βάθος απόρριψη της σχέσης. Ο Μητροπολίτης Κάλλιστος Ware έγραφε τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος αν είναι απομονωμένος, αφού η ελευθερία υπονοεί ένα “Εσύ” καθώς κι ένα “Εγώ”. Υπαινίσσεται ευαλωτότητα. Ο εγωκεντρικός άνθρωπος, που αποκλείει τον άλλο, στην πραγματικότητα είναι αξιοθρήνητα ανελεύθερος»[1].
Η ουσία, βέβαια, των πιο πάνω δεν βρίσκεται στην αποδοχή όλων των λεγομένων, έστω κι αν πηγάζουν από καλές προθέσεις, από τον άλλο χωρίς κριτική και προσωπική γνώμη. Βασικά θέλει να τονίσει πως η αποδοχή των λόγων μας δεν βρίσκεται μόνο στην ορθότητά τους αλλά και στην δεκτικότητα του άλλου.
Ούτε ο λόγος του Χριστού ούτε των Αποστόλων και κηρύκων του Ευαγγελίου έγινε αποδεκτός από όλους, χωρίς, ασφαλώς, να μειώνει την αξία και τη σημασία του για τον άνθρωπο κάθε εποχής.
Το «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω», στο οποίο ο Κύριος κατέληξε στην παραβολή του Σπορέως, παραπέμπει στη σημασία της καρδιακής ακοής, αυτής που βγαίνει μέσα από την επιθυμία του ανθρώπου ν’ αφουγκραστεί το λόγο του Λόγου και να προχωρήσει παρακάτω.
Στους θορύβους των παθών και του περιβάλλοντος χώρου, δηλαδή έσωθεν και έξωθεν, η ακοή από το βάθος της καρδιάς χαρακτηρίζει όσους αληθινά ποθούν «ακούσαι λόγον Κυρίου».
Ο Αρχιμανδρίτης Βαρνάβας Λαμπρόπουλος στο βιβλίο του Μηνύματα από τη Λυχνία[2], αναφέρει το εξής περιστατικό: « Ένας ξυλοκόπος βάδιζε μαζί με το φίλο του στον πολυσύχναστο δρόμο της Νέας Υόρκης, στην Πέμπτη Λεωφόρο.
Για στάσου, ακούω ένα αηδόνι, είπε σε κάποια στιγμή ο ξυλοκόπος.
Κουταμάρες, τον χλεύασε ο άνθρωπος της μεγαλούπολης. Με αυτόν τον χαλασμό; Με αυτό το θόρυβο; Αποκλείεται!
Εγώ, όμως, τ’ ακούω, επέμενε εκείνος. Θα στο αποδείξω.
Βγάζει τότε από την τσέπη του ένα κέρμα και το πέταξε στο πεζοδρόμιο. Στη στιγμή, σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν σε ακτίνα δέκα μέτρων γύρισαν να δουν από ποιον είχε πέσει το νόμισμα.
Βλέπεις, είπε ο ξυλοκόπος. Οι άνθρωποι ακούνε όσα έχουν συνηθίσει τ’ αυτιά τους ν’ ακούνε. Τα δικά μου τα συνήθισα ν’ ακούνε αηδόνια, όσα παράσιτα κι αν γίνονται από άλλους κρότους και θορύβους».
Τελικά, δεν είναι απαίτηση του Θεού ν’ ακούσουμε το λόγο Του ούτε παραίτηση από την αγάπη Του όταν αρνηθούμε. Είναι η δική μας δυνατότητα να γνωρίσουμε τα άγνωστα και να αισθανθούμε τα υπέρ αίσθηση, απολαμβάνοντας τη χαρά της όντως Ζωής.
[1] Το έσχατο μυστήριο, σ. 135
[2] Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, 1992
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος