Πολλά πράγματα στην ζωή μας δοκιμάζονται από πολλούς κινδύνους που μας περιβάλλουν: Από απρόβλεπτα φυσικά φαινόμενα, όπως είναι οι σεισμοί. Από επίσης απρόβλεπτες θεομηνίες, όπως είναι π.χ. μια πλημμύρα, ένας κατακλυσμός ή ένα τσουνάμι. Γιατί όχι και μια πυρκαγιά (έστω κι’ αν αυτή, κατά κανόνα, είναι έργο εμπρηστών που ουδέποτε συλλαμβάνονται).
Δεν θα έπρεπε να παραβλέψουμε επίσης τους κινδύνους, που απορρέουν από άλλους αστάθμητους παράγοντες, όπως είναι λ.χ. η ξαφνική πτώση ενός κτηρίου ή μιας γέφυρας λόγω καθίζησης του εδάφους, καθώς και τους κινδύνους που προέρχονται από την ανεξήγητη εγκληματική ή βλαπτική επίθεση εναντίον μας ενός άλλου ανθρώπου. Η ζωή μας μοιάζει τελικά με μια πορεία μέσα σε ένα «ναρκοπέδιο». Πάντα εγκυμονεί ο κίνδυνος να πέσουμε επάνω σε μια νάρκη. Πολλούς από τους κινδύνους αυτούς θα μπορούσαμε να τους αποφύγουμε λαμβάνοντας τα αναγκαία προληπτικά μέτρα που μάς υποδεικνύουν η λογική και η εμπειρία. Ενώ δηλ. δεν μπορούμε να προστατευθούμε από ένα μανιακό εγκληματία που πετάγεται ξαφνικά μπροστά μας και απειλεί να μας βλάψει, αντιθέτως το σπίτι μας ή το κατάστημά μας μπορούμε να το προστατεύσουμε από τους διάφορους κακοποιούς. Αρκεί να το ενισχύσουμε με τα κατάλληλα μέσα που αυξάνουν την παθητική του ασφάλεια. Ομοίως τον σεισμό δεν μπορούμε ασφαλώς να τον προβλέψουμε. Μπορούμε όμως να προστατευθούμε από τις βλαπτικές του επιπτώσεις στην ζωή μας αποφεύγοντας την ανοικοδόμηση υψηλών κτηρίων ή ενισχύοντας σημαντικά τους αντισεισμικούς συντελεστές δόμησης αυτών. Ανάλογα ισχύουν και για την προστασία μας από τους κινδύνους διαφόρων θεομηνιών. Τί γίνεται όμως με τις πυρκαγιές, που καίνε κάθε καλοκαίρι τα δάση και τα σπίτια μας και απειλούν την ζωή μας; Μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε προληπτικά ή είμαστε καταδικασμένοι να τις υπομένουμε μοιρολατρικά προσπαθώντας απλά να σβήσουμε όσες μπορέσουμε από αυτές;
Το ζήτημα της πρόληψης των πυρκαγιών είναι μια πονεμένη ιστορία στην Ελλάδα. Αποτελεί ένα δακρύβρεχτο χιλιοπαιγμένο έργο, που το βλέπουμε συνεχώς κάθε καλοκαίρι, σαν τις δραματικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα αυτό κάθε χρόνο κατά την περίοδο των πυρκαγιών με τον ίδιο λαθεμένο τρόπο: Με ανακοινώσεις κυβερνητικών μέτρων, που συνεχώς εξαγγέλλονται, αλλά ουδέποτε τηρούνται. Γι’ αυτό τρέχουμε πάντα πίσω από τις φωτιές προσπαθώντας να τις σβήσουμε, ενώ θα έπρεπε να είμαστε μπροστά από αυτές, για να τις αποτρέψουμε ή τουλάχιστον να περιορίσουμε την καταστροφική τους επέλαση. Στέρεψε ξαφνικά το μυαλό μας από την αναζήτηση ριζικών και αποτελεσματικών λύσεων, που θα έπρεπε να ψάξουμε να τις βρούμε και να μη περιμένουμε να μας έλθουν μόνες τους δια της επιφοιτήσεως του…Αγίου Πνεύματος. Οι καλοκαιρινές πυρκαγιές μοιάζουν με ένα περιοδικό πόλεμο, που μάς τον κηρύσσουν κάποιοι κάθε χρόνο, πάντα την ίδια εποχή. Μπορεί να αδυνατούμε – με τον τρόπο που κοιτάζουμε τα γεγονότα – να βρούμε εκείνους που προκαλούν το «πόλεμο της φωτιάς», βλέπουμε όμως το πυριφλεγές έργο τους. Τί κάνουμε λοιπόν, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πόλεμο; Αφήνουμε τον «επιτιθέμενο» να περάσει ελεύθερα από το «στρατόπεδό» μας και να πάρει ό,τι θέλει ή οργανώνουμε την άμυνά μας με την κήρυξη πρωτίστως γενικής επιστράτευσης καταστρώνοντας παράλληλα το στρατηγικό μας σχέδιο, για να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τον εχθρό; Ποιά είναι λοιπόν η «επιστράτευσή» μας απέναντι στον «πόλεμο της φωτιάς»; Να μαζευόμαστε όλοι στον χώρο μιας πυρκαγιάς και αλαφιασμένοι να προσπαθούμε με ένα λάστιχο ή ένα κλαρί στο χέρι να εμποδίσουμε την φωτιά, που έφτασε στην γειτονιά ή την αυλή μας, να κάψει το σπίτι μας ή την περιουσία μας; Κωμικό-τραγικό σκηνικό, που θυμίζει την «άμυνα της σφεντόνας» απέναντι σε ένα «εχθρό», που σού επιτίθεται με όλη την δύναμη του «πυρός» του. Ας μη γελοιόμαστε! Η αποτελεσματική άμυνα απέναντι στον «πόλεμο της φωτιάς» προϋποθέτει άλλου είδους «επιστράτευση» και άλλο «στρατηγικό σχέδιο» αντιμετώπισής του. «Επιστράτευση» προ του «πολέμου της φωτιάς» σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση συστράτευση όλων των αρμοδίων φορέων της χώρας, δηλ. της επιστημονικής κοινότητας, της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να κερδηθεί επιτέλους ο «πόλεμος» αυτός.
Η επιστημονική κοινότητα θά μας δώσει τους «άξονες», με τους οποίους θα εργασθούμε, για να διαμορφώσουμε την σχετική αντιπυρική προστασία. Η πολιτεία εν συνεχεία θα εκπονήσει, με βάση τούς σχετικούς επιστημονικούς «άξονες», το «στρατηγικό σχέδιο» για την χάραξη της ενδεδειγμένης αντιπυρικής προστασίας της χώρας και θα χρηματοδοτήσει την εφαρμογή αυτού του σχεδίου. Ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση θα κληθεί να υλοποιήσει επιχειρησιακά με τα σχετικά εργολαβικά συνεργεία της το «στρατηγικό σχέδιο» της πολιτείας για την αντιπυρική προστασία. Μόνον έτσι θα μπορέσουν να ανοιχθούν επιτέλους σωστά οι «αντιπυρικές ζώνες», σύμφωνα με τους «άξονες», που θα μας έχει δώσει η επιστημονική κοινότητα, η οποία θα μάς πει, πού, πώς και πόσες «αντιπυρικές ζώνες» χρειαζόμαστε στα σχετικά δάση και στις κατοικημένες περιοχές, για να μη κινδυνεύσουν ποτέ πια σπίτια, περιουσίες και άνθρωποι. Μέχρι σήμερα ακούμε συνεχώς κάθε χρόνο από την Κυβέρνηση να μάς μιλάει για «αντιπυρικές ζώνες», χωρίς ποτέ να μας δείχνει κάποιο οργανωμένο σχέδιο, για το πού πρόκειται να ανοιχθούν αυτές και προπαντός χωρίς ποτέ να δούμε κάποιο συνεργείο να τις διανοίγει μέσα σε δάση ή όπου αλλού. Εδώ δεν μπορούμε να προστατεύσουμε, δυστυχώς, με αντίστοιχες «αντιπυρικές ζώνες» τα λίγα περιαστικά δάση που μάς έχουν απομείνει στην Αττική! Οι «αντιπυρικές ζώνες» στηρίζονται στην λογική σχέση που διέπει το έλασσον προς το μείζον. Θυσιάζεις το «έλασσον», για να σώσεις το «μείζον». Κόβεις μερικές εκατοντάδες στρέμματα δένδρων, για να σώσεις τις πολλές άλλες χιλιάδες στρέμματα δασικής εκτασης. Το αναντίλεκτο «στρατηγικό» πλεονέκτημα της «αντιπυρικής ζώνης» συνίσταται, όπως είναι γνωστό, στην οριοθέτηση της πυρκαγιάς, εάν δεν την προλάβεις, ώστε να μη εξαπλωθεί περαιτέρω σε άλλα δένδρα.
Πέραν όμως από την σωστή χάραξη των «αντιπυρικών ζωνών», η επιστημονική κοινότητα μπορεί να μάς προσφέρει πολύ σπουδαιότερες υπηρεσίες στην χρήση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας στο πλαίσιο της προληπτικής αντιμετώπισης του «πολέμου της φωτιάς». Όπως συμβαίνει σε ένα συμβατικό πόλεμο, κατά την διάρκεια του οποίου τα ραντάρ σε προειδοποιούν έγκαιρα για τα στρατιωτικά αεροπλάνα ή άλλα χερσαία πολεμικά μέσα του εχθρού, που σε πλησιάζουν, για να λάβεις τα μέτρα σου, έτσι και στον «πόλεμο της φωτιάς» ανάλογα ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να σού δείξουν έγκαιρα όχι μόνο την πύρινη απειλή που ξέσπασε ξαφνικά, για να την αντιμετωπίσεις έγκαιρα, αλλά και τον δράστη του σχετικού εμπρησμού, για να τον εντοπίσεις και να φροντίσεις να τον συλλάβεις. Στο μυαλό μου έρχεται η εκτεταμμένη χρήση ντρόουνς (drones) επάνω από τα δάση μας σε 24ωρη βάση κατά τους δύο τουλάχιστον πιό δύσκολους θερινούς μήνες (Ιούλιο και Αύγουστο). Τις προάλλες τις φωτιές στην Ηλεία τις «έπιασε» από το διάστημα κάποιος δορυφόρος και τις έδειξε στην διεθνή επικαιρότητα. «Κοιτάξτε», έλεγε στους ρεπόρτερς ο σχετικός δορυφόρος, «όπως δείχνουν τα πλάνα που σάς στέλνω, στην Ελλάδα αυτές τις ημέρες υπάρχουν φοβερές πυρκαγιές»! Στην αντίληψή μου είναι αδιανόητο να «βλέπει» ηλεκτρονικά τις πυρκαγιές από το διάστημα ένας δορυφόρος και να μη μπορούμε να τις «δούμε» εμείς με ανάλογα ηλεκτρονικά μέσα, όταν έχουν ξεσπάσει δίπλα μας.
Όπως γίνεται λοιπόν με όλους τους κινδύνους, που μάς απειλούν στην ζωή μας, έτσι και με τις πυρκαγιές η πρόληψή τους είναι το ασύγκριτα σπουδαιότερο, αλλά και ευκολότερο, κεφάλαιο των ενδεδειγμένων ενεργειών μας από την καταστολή τους. Είναι προτιμότερο να βρίσκεσαι μπροστά από τις πυρκαγιές, για να τις προλάβεις, όταν ξεσπάσουν, παρά να τρέχεις πίσω από αυτές, για να τις σβήσεις. Οφείλει λοιπόν η Κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους προαναφερθέντας συναρμοδίους φορείς και στην βάση των σκέψεων που εξετέθησαν πιο πάνω, να εκπονήσει άμεσα ένα σχέδιο ορθολογικής και αποτελεσματικής προληπτικής αντιμετώπισης των πυραγιών. Οι Έλληνες δεν είναι καταδικασμένοι να γίνονται κάθε καλοκαίρι προσάναμμα στον «πόλεμο της φωτιάς».