Όντως, ο απόστολος Παύλος συνιστά την αγαμία. Στο έβδομο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής στον στίχο 7 γράφει: «Θέλω να μείνετε όπως κι εγώ, αλλά καθένας θα κάνει εκείνο που του δόθηκε». Και όντως δίνει την εντύπωση ότι ο γάμος είναι κατώτερος από την αγαμία. Στον στίχο 38 γράφει: «Αυτός ο οποίος ακολουθεί τον έγγαμο βίο καλά κάνει, αλλά εκείνος που μένει άγαμος κάνει ακόμη καλύτερα». Πιο κάτω: «Εάν μια γυναίκα μείνει χήρα, μπορεί πάλι να παντρευτεί. Μόνο αυτό να το κάνει εν Κυρίω». Θα λέγαμε σήμερα, να κάνει το μυστήριο του γάμου. Λέει όμως στον στίχο 40: «Μακαριωτέρα δέ εστιν, εάν ούτω μείνη». Θα είναι όμως μακαριωτέρα, εάν μείνει άγαμος. Και προσθέτει μάλιστα: «…κατά την εμήν γνώμην· δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν». Με το «κατά την εμήν γνώμην» θέλει να πει ότι δεν έχει ρητή εντολή από τον Κύριο, αλλά εκφράζει τη δική του γνώμη. Όμως, αμέσως προσθέτει: «Δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν». Με τη φράση αυτή εννοεί ότι και αυτό που λέει ως γνώμη δική του είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού. Δεν λέει ό,τι λέει, διότι έτσι του αρέσει, διότι έτσι του φαίνεται καλύτερα.
Στον στίχο 32 και εξής του ιδίου κεφαλαίου γράφει ο απόστολος: «Θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι. Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πώς αρέσει τω Κυρίω. Ο έγγαμος μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τη γυναικί. Η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα η αγία και σώματι και πνεύματι. Η έγγαμος μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τω ανδρί».
Προσέξτε. Εδώ γίνεται μια παρεξήγηση, μια παρερμηνεία αυτού που λέει ο απόστολος. Όταν λέει ότι μια έγγαμος «μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τω ανδρί», δεν θέλει να πει ότι αυτή είναι χαμένη, ότι δεν έχει με τι να ασχοληθεί και ασχολείται με αυτά που την οδηγούν στην απώλεια. Θέλει να πει ότι μια έγγαμος καθηκόντως θα μεριμνά πώς να αρέσει στον άνδρα της, και επομένως μεριμνά τα του κόσμου.
Θυμάμαι την ερμηνεία που έδινε ένας καθηγητής, ειδικός στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, στις φράσεις: «πώς αρέσει τω ανδρί» η γυναίκα και πιο πάνω «πώς αρέσει τη γυναικί» ο άνδρας, και πρέπει να είναι σωστή η ερμηνεία αυτή· ο Θεός τα οικονόμησε έτσι, ώστε η γυναίκα να νοιάζεται πώς θα αρέσει στον άνδρα της, όπως επίσης ο άνδρας να νοιάζεται πώς θα αρέσει στη γυναίκα του. Μερικές πραγματικότητες δεν είναι εκτός της νόμιμης καταστάσεως. Όπως καταλαβαίνετε, εάν αυτή η φράση έχει αυτή την έννοια, τακτοποιεί αρκετά θέματα, που καμιά φορά εμείς τα παρερμηνεύουμε, τα παρεξηγούμε.
Στον στίχο 7 του ιδίου κεφαλαίου λέει ο απόστολος: «Θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν· αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως». Κατά τον απόστολο Παύλο, το να εισέλθει κανείς στον γάμο είναι ειδικό χάρισμα, όπως και το να μείνει κανείς εκτός του γάμου, να μείνει στην αγαμία, είναι ειδικό χάρισμα. Το θέμα είναι πώς θα διακρίνει κανείς ποιο χάρισμα έχει.
Βέβαια, όντως, ο απόστολος Παύλος, έτσι όπως τα λέει, είναι σαν να συνιστά την αγαμία, αλλά με την έννοια που είπαμε, και δίνει την εντύπωση ότι είναι κατώτερος ο γάμος. Εδώ θα τα πούμε όσο μπορούμε πιο ειλικρινά και πιο ξεκαθαρισμένα. Για να είμαστε ειλικρινείς, από ό,τι εγώ έχω καταλάβει, όλοι οι Πατέρες, χωρίς καμιά εξαίρεση, είναι υπέρ της αγαμίας. Δεν υποβιβάζουν τον γάμο, αλλά πάντως δεν τον θεωρούν έτσι όπως τον θεωρούν οι άνθρωποι σήμερα, που καταβάλλεται δηλαδή προσπάθεια να του δώσουν άλλο νόημα από αυτό που έχει.
Ο γάμος είναι μυστήριο και δεν έχει ίχνος αμαρτίας, αλλά είναι κάτι που υπάρχει κατά συγγνώμην, κατά συγκατάβασιν, ένεκα της πτώσεως του ανθρώπου. Κάπως έτσι οι Πατέρες θεωρούν τον γάμο.
Ο απόστολος Παύλος με αυτά που λέει –«Θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν»– είναι μέσα σ’ αυτό το πνεύμα; Ίσως. Από την άλλη πλευρά όμως ομιλεί περί χαρισμάτων: «αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως». Και ο γάμος χάρισμα και η αγαμία χάρισμα. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Ωστόσο, σαφώς το λέει ο απόστολος ότι ο άγαμος βίος είναι προτιμότερος, για εκείνον βέβαια που έχει το χάρισμα, για εκείνον που μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον βίο. Μην τα παίρνετε, όσα λέμε, κατά γράμμα. Προσπαθούμε να πούμε τι λένε ο απόστολος Παύλος και οι Πατέρες.
Γιατί ο άγαμος βίος, μέσα στο πνεύμα του αποστόλου Παύλου και των Πατέρων, είναι ανώτερος –αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη– από τον έγγαμο βίο;
Ο γάμος, το φαγητό και άλλα παρόμοια έχουν πρόσκαιρη αξία και πρόσκαιρη σημασία. Σαφώς το λέει ο Χριστός, και το ξέρουμε, ότι μετά τον θάνατο και μετά την ανάσταση των νεκρών δεν υπάρχει γάμος. Εκεί όλοι θα ζουν ως άγγελοι (Ματθ. 22:30). Αυτός είναι ο λόγος.
Μετά τον θάνατο, στο χείλος του τάφου, τίθεται τέρμα σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, στον γάμο. Όπως τίθεται τέρμα στο να τρώει κανείς. Δεν θα τρέφεται ο άνθρωπος; Θα τρέφεται, αλλά εκείνη θα είναι άλλου είδους τροφή. Τώρα τρέφεται ο άνθρωπος, για να συντηρηθεί σωματικά, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει. Τότε, από ό,τι μπορούμε να καταλάβουμε, δεν θα έχει ανάγκη από μια τέτοια τροφή, αλλά από τη μόνη τροφή που έχει και τώρα ανάγκη, και που είναι ο Θεός. Δηλαδή, ο ίδιος ο Θεός είναι η τροφή του ανθρώπου, είναι η ζωή του ανθρώπου, ο ίδιος ο Θεός είναι το παν για τον άνθρωπο. Αυτή την τροφή θα την έχει αιωνίως, για πάντα, αλλά η άλλη τροφή, η γνωστή, θα λείψει.
Κατά παρόμοιο τρόπο και ο γάμος θα λείψει. Θα υπάρχει ο ένας γάμος, αν επιτρέπεται να πούμε, ο αιώνιος, ο μοναδικός, ο τέλειος γάμος, δηλαδή ο γάμος ολόκληρης της Εκκλησίας μετά του Θεού, μετά του Αρνίου, που είναι ο Χριστός, και ειδικότερα ο γάμος μιας εκάστης ψυχής μετά του Θεού. Τουλάχιστον έτσι ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος στις παραβολές του (Ματθ. 22:1-14, 25:1-13), αλλά στην Αποκάλυψη ακόμη πιο πολύ φαίνεται αυτό (Απ. 19:6-9). Από αυτή την πλευρά, ο γάμος που γίνεται στον κόσμο αυτόν, αυτός ο σωματικός και ψυχικός γάμος, είναι εικόνα εκείνου του γάμου.
Μετά λοιπόν τον θάνατο σταματά η τροφή αυτή, και τροφή πλέον του ανθρώπου είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος πρέπει να αρχίσει να παίρνει την τροφή αυτή από εδώ, άσχετα αν τρώμε και όλες τις άλλες τροφές. Όπως η τροφή, έτσι και ο γάμος είναι κάτι που έχει την αξία του εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο. Μετά τον θάνατο υπάρχει ο άλλος γάμος, ο πνευματικός, ο οποίος επίσης αρχίζει από εδώ.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 51 (αποσπάσματα).