Με αφορμή τις εκλογές νέων Μητροπολιτών
Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού διατυπώσαμε κάποιες σκέψεις για τα κριτήρια, που θα έπρεπε να εφαρμόζονται από την Ιεραρχία στο ζήτημα της εκλογής νέων Μητροπολιτών. Θα συνεχίσουμε σήμερα τον σχετικό προβληματισμό μιλώντας όμως με συγκεκριμένα παραδείγματα άγαμων κληρικών, οι οποίοι είχαν τη επιμαρτυρία της αγιότητας στην ζωή τους – δίπλα βέβαια στα άλλα προσόντα που διέθεταν – αλλά δεν έγιναν ποτέ Δεσποτάδες, διότι δεν τους αναζήτησε η Εκκλησία από μόνη της ούτε είχαν άνθρωπο, για να τους βάλει στην δική της «κολυμβήθρα» και να αγιάσουν παράλληλα τα «ύδατα» αυτής.
Θα μιλήσω για δυο κληρικούς που τους γνωρίζω πολύ καλά. Επομένως μπορώ να έχω άποψη για αυτούς. Ο ένας ζει ακόμη, σε προχωρημένο όμως γήρας, ενώ ο άλλος είναι προ πολλού κεκοιμημένος. Δεν θα αναφέρω το όνομα του εν ζωή ευρισκομένου Αρχιμανδρίτη, που είναι και πνευματικός μου πατέρας, διότι η ταπεινότητά του δεν θα μου το επέτρεπε. Θα τον «φωτογραφίσω» όμως με τα στοιχεία που θα παραθέσω πιο κάτω. Αυτός λοιπόν ο κληρικός είναι μαθητής του μακαριστού Μητροπλίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη βαδίζοντας στα ίχνη της απλότητας και της ιεροπρέπειας αυτού. Θερμός συνήγορος της συνέπειας, που πρέπει να μας διέπει όσους θέλουμε να λεγόμαστε Χριστιανοί, αλλά και αμείλικτος κατήγορος και επικριτής, όπως ο Κύριος, του φαρισαϊσμού πολλών εξ ημών, κληρικών και λαϊκών. Ο εν λόγω κληρικός δεν διακρίνεται μόνο για την αγιότητα του βίου του, αλλά και για την μόρφωση και την πνευματικότητά του, καθώς και για τα έργα φιλαλληλίας που συντονίζει ο ίδιος. Έχει συγγράψει δεκάδες βιβλίων που καλύπτουν τις πνευματικές ανάγκες των πιστών. Βιβλία κατηχητικά, βιβλία για νέους, βιβλία με πνευματικά θέματα, βιβλία λειτουργικά και εορταστικά, βιβλία ερμηνευτικά και πατερικά (έχει ερμηνεύσει όλες τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου και του Ιακώβου του Αδελφοθέου, καθώς και όλα τα Ευαγγέλια, ενώ έχει συγγράψει επίσης και το πεντάτομο Χρυσοστομικό Λεξικό με τα Άπαντα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διακρινόμενος στις συναρπαστικές ομιλίες του για το Χρυσοστομικό ύφος και το σταχαστικό βάθος της επιχειρηματολογίας του). Παράλληλα εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Ιωάννης ο Βαπτιστής», συγγραφέας των θεμάτων του οποίου είναι ο ίδιος. Δεν υπάρχει μέρος του Αμπελώνος του Κυρίου που να μη το έχει «σκάψει» με την μοναδική «σκαπάνη» του αξεπέραστου λόγου του ο πραγματικά φωτισμένος από την Θεία Χάρη συγκεκριμένος κληρικός. Συμμετέχει επίσης από την στήλη του περιοδικού του «ελεύθεροι σχολιασμοί» σε όλα τα επίκαιρα κοινωνικά θέματα καταθέτοντας τον πνευματικό του «οβολό» για την σωστή αντιμετώπισή τους. Ποιός από τους σημερινούς Μητροπολίτες θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτόν τον άγιο, φωτισμένο και χαρισματικό γέροντα Αρχιμανδίτη; Σίγουρα θα υπάρχουν και πολλοί άλλοι άγαμοι κληρικοί σαν και αυτόν, που όλοι τους όμως έμειναν μακρυά από την «κολυμβήθρα» της Αρχιερωσύνης. Αφήνω εδώ ένα πελώριο «γιατί» να καλύψει τις απορίες μου προσθέτοντας απλά ότι, εάν είναι κάποιος που έχασε με αυτές τις παραλείψεις, αυτός είναι σίγουρα η Εκκλησία, η οποία δεν μπορεί, δυστυχώς, με τις απαράδεκτες εμμονές της να ξεφύγει από την εικόνα της μιζέριας, που συντηρεί δημοσκοπικά την αναξιοπιστία της.
Το άλλο παράδειγμα, που κι’ αυτό συνιστά μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, σίγουρα αντιπροσωπευτική πολλών άλλων, προέρχεται από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κόρινθο. Πρόκειται για τον εξ Αιγίνης καταγόμενο μακαριστό ήδη γέροντα, Νεκτάριο Μαρμαρινό, ο οποίος εκοιμήθη πριν από λίγα χρόνια πλήρης ημερών. Στο πρόσωπό του επαληθεύθηκε πλήρως η ευχή που δίνουμε όλοι σε κάποιον με την ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής ή των γενεθλίων του: «Να τα εκατοστήσεις»! Ο πατήρ Νεκτάριος τα υπερέβη. Ήταν πρότυπο εκκλησιαστικής αρετής και πνευματικότητας με σπάνια διοικητικά χαρίσματα, που τα ξεδίπλωνε με πολλή ταπείνωση. Δεν τον εκτιμούσαν μόνον οι συνεφημέριοί του. Τον τιμούσε εν ζωή ως Άγιο όλη η Κορινθία. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος πέντε Μητροπολιτών Κορινθίας: Των αϊδίμων Δαμασκηνού Παπανδρέου (μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, χρηματίσαντος μάλιστα και Αντιβασιλέως), Μιχαήλ Κωνσταντινίδη (μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής), Προκοπίου Τζαβάρα, Παντελεήμονος Καρανικόλα και του νυν Μητροπολίτου κ. Διονυσίου. Του αφαίρεσε το αξίωμα αυτό μόνον ο μακαριστός Παντελεήμων Καρανικόλας, μολονότι του το είχε δώσει δικαίως ο ίδιος, επειδή ο Πατήρ Νεκτάριος, κληθείς από τον Εισαγγελέα Πλημελιοδικών Κορίνθου, για να καταθέσει ως βασικός μάτυρας σε δίκη κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος του Δημοσίου, στην οποία κατηγορούμενος ήταν ο Παντελεήμων, αρνήθηκε να γίνει ψευδομάτυρας επιβεβαιώνοντας τους ψευδείς ισχυρισμούς του Παντελεήμονος. Ο Πανελεήμων, για να καλύψει την υπεξαίρεση που διέπραξε υπέρ της συνείσακτης στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Ευδοκίας Μοναστηριώτου, γνωστής και ως «Λούλας», κοιμηθείσης ήδη και αυτής, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι είχαν εκδοθεί νόμιμα παραστατικά για τα χρήματα που έλειπαν, τα οποία όμως καταστράφηκαν στην μεγάλη πλημμύρα της Κορίνθου το 1992 από τα νερά που δήθεν εισήλθαν στο υπόγειο του Μητροπολιτικού Μεγάρου, όπου εφυλάσσοντο. Όπως όμως κατέθεσαν οι συγκατηγορούμενοι του Πανελεήμονος συνοδοί ιερείς του, τα παραστατικά αυτά τα έβαλαν, κατ’ εντολήν του Παντελεήμονος, σε μεγάλες σακκούλες και τα πέταξαν σε κάδους της Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου, για να εξαφανισθούν! Ο Πατήρ Νεκτάριος το μόνο που κατέθεσε, διότι αυτό μόνον εγνώριζε, ήταν η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι δεν επλημμύρισε το υπόγειο του Μητροπολιτικού Μεγάρου από την πλημμύρα του 1992. Οι αλεπάλληλες αναβολές της δίκης είχαν ως επακόλουθο την επιμήκυνση αυτής και την εν συνεχεία οριστική παύσης της ποινικής δίωξης για τον Πανελεήμονα, λόγω του επισυμβάντος εν τω μεταξύ θανάτου αυτού. Η «Λούλα» όμως κατάδικάσθηκε πρωτοδίκως σε κάθειρξη οκτώ ετών (η ίδια τουλάχιστον ποινή θα επεβάλλετο προφανώς και στον Παντελεήμονα), χωρίς ωστόσο να εκδικασθεί η ασκηθείσα έφεση αυτής, διότι εν τω μεταξύ εκοιμήθη και αυτή.
Όσα αναφέρω εδώ τα γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως, διότι υπήρξα συνήγορος υπερασπίσεως των συγκατηγορουμένων ιερέων ως συνεργών του μακαριστού Παντελεήμονος, οι οποίοι όμως αθωώθησαν ομόφωνα από τον πρώπο κιόλας βαθμό από το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, εξαιρουμένου του λογιστή της Μητροπόλεως Ιερέως, ο οποίος καταδικάσθηκε μεν πρωτοδίκως, αθώθηκε όμως και αυτός εν τέλει στον δεύτερο βαθμό από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου. Μέσα σε όλα αυτά πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι η εν πνεύματι αγίω συνηγορία της αληθείας από τον Πατέρα Νεκτάριο είχε ως επακόλουθο την καρατόμησή από το αξίωμα του Πρωτοσυγκέλλου. Τον αποκατέστησε όμως σε αυτό, προς τιμήν του, ο νέος Μητροπολίτης, Σεβασμιώτατος κ. Διονύσιος. Ωστόσο λόγω του βαθυτάτου γήρατος, στο οποίο ευρίσκετο τότε ο μακαριστός γέροντας δεν μπορούσε να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του, όπως τα αντιλαμβάνετο ο ίδιος. Γι’ αυτό, αφού ευχαρίστησε τον κ. Διονύσιο για την τιμή που του έκανε, παραιτήθηκε λίγο αργότερα από το σχετικό αξίωμα του Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Κορίνθου. Και αυτήν την αγία μορφή, την προικισμένη με σπάνιες διοικητικές και πνευματικές ικανότητες δεν σκέφθηκε ποτέ η Εκκλησία μας να την εισαγάγει στην «κολυμβήθρα» της. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Η περίπτωση του μακαριστού πατρός Νεκταρίου Μαρμαρινού αναδεικνύει και ένα άλλο ακόμη πρόβλημα: Την αδιαφορία, κατά κανόνα, της Ιεραρχίας για την γνώμη της τοπικής Εκκλησίας, η οποία ζητεί την εκλογή ως διαδόχου του κοιμηθέντος ή παραιτηθέντος Μητροπολίτου ενός κληρικού της χηρεύουσας ή ακέφαλης Μητροπόλεως. Και καλά, εάν παραιτείται κάποιος Μητροπολίτης, φροντίζει αυτός να αποκαταστήσει ως διάδοχό του ένα δικό του κληρικό, όπως κατ’ επανάληψη συνέβη σε πολλές περιπτώσεις και πρόσφατα στην εκλογή του νέου Μητροπολίτη Ηλείας, που κατέλαβε την έδρα της Μητροπόλεως ο Επίσκοπος Ωλένης κ. Αθανάσιος, επειδή αυτό ήθελε ο παραιτηθείς Σεβασμιώτατος κ. Γερμανός, αλλά και η τοπική κοινωνία της Ηλείας. Τί γίνεται όμως με τις χηρεύουσες Μητροπόλεις; Το ερώτημα το έχουμε ήδη απαντήσει με τις προεκτεθείσες σκέψεις.
Εάν η Εκκλησία θέλει πραγματικά να ανασκευάσει το διαχειριστικό της πρότυπο που προβάλλει στην κοινωνία, πρέπει να αλλάξει πολλά ξεκινώντας πρώτα απ’ όλα από τον ανασχεδιασμό της πρόσβασης στην «κολυμβήθρα» της Αρχιερωσύνης. Προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμενη η Εκκλησία πρέπει να φροντίσει να αναδιατυπώσει κατ’ αρχάς την φήμη των Σεβασμιωτάτων. Εν όψει των εκτεθέντων είναι προκλητικό και υποκριτικό συγχρόνως να ακούει κάποιος την φήμη του τάδε Ιεράρχη ως « Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου της αγιωτάτης Μητροπόλεως…». Σεβασμιώτατος είναι ασφαλώς ο συγκεκριμένος Ιεράρχης, όχι όμως και Θεοπρόβλητος, εάν αναλογισθεί κάποιος ότι ο Θεός δεν λειτουργεί με κινητά. Ούτε διαμορφώνει σχέσεις διαπλοκής, που ανοίγουν προσβάσεις στη «κολυμβήθρα» της Αρχιερωσύνης! Άλωστε Θεοπρόβλητοι ήσαν μόνον οι Απόστολοι και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος με την Ευλογία του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού έγινε «Σκεύος εκλογής» Του. Ας πάψει λοιπόν η Θεομπαιξία με την φήμη των Σεβασμιωτάτων και στην θέση «του Θεοπροβλήτου» να τεθεί ο όρος «Θεοφιλήτου» που ανταποκρίνεται στην αληθινή εικόνα των πραγμάτων.