Ήταν ημέρες Μεγάλης Σαρακοστής, όταν ο Γέροντας είδε από μακρυά έναν κλέφτη, που παραβίαζε την πόρτα του κελιού του.
Ήταν ο ίδιος που τον είχε κλέψει και πέρυσι.
Μέριασε ο Γέροντας, και κρύφτηκε στην μάντρα, ώσπου ο κλέφτης να τελειώσει το έργο του.
Όταν τα διηγήθηκε στον υποτακτικό του, εκείνος οργισμένος τον ρώτησε:
-Γιατί γέροντα δεν με φώναζες να τον πιάσουμε; Ο ίδιος μας έκλεψε και πέρσι και μένει αμετανόητος!
«Πού ξέρεις παιδί μου; του απάντησε ο Γέροντας, » »ίσως φέτος μετανοήσει».
-«Κι αν το ξανακάνει;..» Ξέσπασε ο υποταχτικός.
«Ε, τότε πρέπει παιδί μου να τρέξω… για να του ανοίξω και να του τα δώσω εγώ, για να μην ξανακλέψει και κολάσει για τρίτη φορά την ψυχή του».
Έσκυψε ο υποταχτικός του φίλησε το χέρι, κι έφυγε πνιγμένος στα δάκρυα.
Εκ του Γεροντικού.