ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Κατ’ αρχάς σας μεταφέρω τις ευχές του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ο οποίος χάρηκε για το παρόν Συνέδριο και εύχεται ευόδωση των εργασιών του.
Το θέμα του παρόντος Συνεδρίου είναι σοβαρότατο και αναφέρεται στην σχέση του Χριστιανισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στον σύγχρονο κόσμο. Έτσι, λοιπόν, υπάρχουν τρεις πραγματικότητες, η Εκκλησία, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ο σύγχρονος κόσμος.
Τελικά αυτό το θέμα είναι ένα μέρος του θέματος Εκκλησία και κόσμος και τα ερωτήματα που τίθενται είναι πάμπολλα. Μερικά από αυτά είναι: Τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν την Εκκλησία θετικά ή αρνητικά; Η Εκκλησία χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ για την ανάδειξη των θεμάτων της και της παραδόσεώς της; Εκκλησιοποιούνται τα ΜΜΕ ή εκκοσμικεύεται η ίδια η Εκκλησία από την χρήση τους;
Δεν είναι δυνατόν να δοθούν πλήρεις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, αλλά θα προσπαθήσω να διατυπώσω μερικές σκέψεις.
1. Κοινωνία και ενημέρωση
Κατ’ αρχάς πρέπει να εξετασθή το θέμα της σχέσης του κόσμου με τα ΜΜΕ, για να δούμε την δομή και τον τρόπο λειτουργίας τους, αλλά και την αναγκαιότητά τους, γιατί αυτό θα μας βοηθήση να δούμε και την σχέση τους με την Εκκλησία.
Η κοινωνία και αυτό που λέγεται κόσμος έχει ανάγκη από την ενημέρωση. Σε κάθε εποχή υπήρχαν διάφοροι τρόποι ενημέρωσης των ανθρώπων. Στην εποχή μας αυτό γίνεται με το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τις ιστοσελίδες, τα ατομικά μπλόκς κλπ.
Προκύπτουν, όμως, διάφορα θέματα, όπως άλλωστε αυτό γίνεται και με όλα τα θέματα του κόσμου που μας περιβάλλει και με την επιστήμη. Και στο θέμα αυτό επικρατεί ο δυϊσμός, ότι δηλαδή το ίδιο αντικείμενο μπορεί να απειλήση τον άνθρωπο και την κοινωνία, και το ίδιο μπορεί να τα ευεργετήση.
Υπάρχουν πολλά βιβλία που αναφέρονται στα σοβαρά αυτά ζητήματα, αλλά στην μικρή αυτή ομιλία θα αναφέρω συνοπτικά δύο από αυτά.
Το πρώτο βιβλίο με τίτλο «Το μήνυμα του μέσου» και υπότιτλο «η έκρηξη της επικοινωνίας» αποτελείται από συλλογή άρθρων ξένων ειδικών μελετητών και επικοινωνιολόγων που αναφέρονται στα σοβαρά θέματα της επικοινωνίας, και το βιβλίο αυτό συνέθεσαν και επιμελήθηκαν οι Κώστας Λιβεριάτος και Τάκης Φραγκούλης.
Στην εισαγωγή γίνεται μια περίληψη των επί μέρους κεφαλαίων και παρουσιάζονται ανάγλυφα οι σκέψεις των συγγραφέων και γίνεται λόγος για το ότι στους τελευταίους αιώνες στην δύση έγινε «η επανάσταση της επικοινωνίας» που είναι παρατεταμένη, και στην πραγματικότητα είναι «πιό καθολική από τη γαλλική τη ρωσική ή τη κινέζικη», αλλά και «πιό μακρόχρονη από τη βιομηχανική» και συγχρόνως είναι «εξίσου αμφιλεγόμενη με εκείνες».
Μέ την εξάπλωση σε όλο τον κόσμο των τηλεπικοινωνιών, υπερνικήθηκαν οι αποστάσεις στον χώρο και τον χρόνο, και έγινε υπέρβαση των γεωγραφικών, εθνικών και φυλετικών ορίων, και επικοινώνησαν όλοι οι άνθρωποι στην οικουμένη μεταξύ τους. Συγχρόνως, όμως, αμέσως με την έναρξη αυτής της επαναστάσεως δημιουργήθηκαν κριτικές αντιδράσεις «πού επισήμαναν τη γρήγορη παρακμή της αστικής δημοσιότητας, την ενσωμάτωση των μέσων επικοινωνίας σε οικονομικές, πολιτικές και τεχνοκρατικές εξουσίες, την αδυναμία αληθινής ολοκλήρωσής τους μέσα στο δεδομένο κοινωνικό σύστημα, την ανεξέλεγκτη και διαβρωτική επιδρασή τους στην εμπειρία, τη συνείδηση και την κατάσταση των πραγμάτων».
Το συλλογικό αυτό βιβλίο παρουσιάζει ένδεκα κείμενα και μερικά αποσπάσματα που προσπαθούν να αναλύσουν το όλο θέμα και την προβληματική των συγχρόνων Μέσων Ενημέρωσης. Καίτοι τα κείμενα αυτά γράφηκαν παλαιότερα και δεν είχαν υπ’ όψη τους την σημερινή μεγαλύτερη έκρηξη των Μέσων Ενημέρωσης, εν τούτοις θέτουν τα βασικά προβλήματα που απασχολούν αυτόν τον χώρο.
Τα πρώτα πέντε κείμενα αυτής της συλλογής «θέτουν το γενικό πλαίσιο της σύγχρονης επικοινωνίας, εξετάζουν τη σημασία, τη δομή και τη λειτουργία της μέσα στην κοινωνία και τον πολιτισμό». Δηλαδή, το κεντρικό θέμα αυτής της ενότητας αναφέρεται στην επικοινωνία και την σχέση της με την κοινωνία και τον πολιτισμό.
Ο Charles Cooley (Τσάρλς Κούλεϋ) αναπτύσσει το θέμα «η σημασία της επικοινωνίας» ο Robert Park (Ρόμπερτ Πάρκ) καταγράφει «σκέψεις για την επικοινωνία και την κουλτούρα» ο Harold Lasswell (Χάρολντ Λάσγουελ) κάνει λόγο για την «δομή και τη λειτουργία της επικοινωνίας στην κοινωνία» ο Elihu Katz (Έλιχον Κάτζ) αναφέρεται στις «δύο βαθμίδες στή ροή της επικοινωνίας» η Margaret Mead (Μάργκαρετ Μήντ) αναπτύσσει το θέμα «ορισμένες πολιτισμικές προσεγγίσεις στα προβλήματα της επικοινωνίας».
Τα επόμενα τρία θέματα επικεντρώνουν την προσοχή του αναγνώστου στα «πιό χαρακτηριστικά μαζικά μέσα, τον τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αναλύοντας, σε ιστορική και θεωρητική προοπτική, ορισμένα καίρια γνωρίσματα και αποτελέσματά τους: ειδήσεις, διαφημίσεις και ψευδογεγονότα, δημοσιότητα, δημοσιογραφία και δημόσιες σχέσεις».
Έτσι, ο Walter Lippmann (Γουώλτερ Λίπμαν) αναπτύσσει το θέμα «η φύση των ειδήσεων» ο Daniel Boorstin (Ντάνιελ Μπούρστιν) αναφέρεται στο κρίσιμο σημείο «από την συλλογή ειδήσεων στην κατασκευή ειδήσεων: ένας κατακλυσμός ψευδογε-γονότων» και ο Jurgen Habermas (Γιούργκεν Χάμπερμας) κάνει λόγο για την «αλλαγή της πολιτικής λειτουργίας της δημοσιότητας: από τη συγγραφική δημοσιογρα-φία στα μαζικά μέσα».
Και τα υπόλοιπα τρία κείμενα της συλλογής αυτής «αναφέρονται στις ευρύτερες συνέπειες και προοπτικές των μέσων, συσχετίζοντας την τεχνολογική ιδιοσυστασία τους με το πολιτισμικό πλαίσιο και την κοινωνική αλλαγή».
Συγκεκριμένα ο Bertolt Brecht (Μπέρτολτ Μπρέχτ) αναπτύσσει το θέμα «τό ραδιόφωνο ως μηχανισμός επικοινωνίας: Λόγος για τη λειτουργία του ραδιοφώνου» ο Marshall Mc Luhan (Μάρσαλ Μάκλουαν) αναφέρεται στο ότι «τό μέσο είναι το μήνυμα» και ο Kingsley Widmer (Κίνγκσλεϋ Γουΐντμερ) επεξεργάζεται το θέμα «η ευαισθησία υπό την τεχνοκρατία: σκέψεις για την κουλτούρα των κατεργασμένων επικοινωνιών».
Και μόνο από την θεματολογία του βιβλίου αυτού φαίνεται ότι γίνεται από ειδικούς μελετητές πλήρης ανάλυση της σύγχρονης επικοινωνίας, αφού παρουσιάζεται η όλη λειτουργία και δομή της, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται στον κοινωνικό χώρο και τον πολιτισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έκανα μια μικρή ανάλυση της θεματολογίας του βιβλίου αυτού.
Μιά σημαντική παρατήρηση είναι ότι σχετικά με την μετάδοση της πληροφορίας γίνεται λόγος για «ροή δύο βαθμίδων επικοινωνίας» (Ελίχον Κάτζ), για «διφασική ροή επικοινωνίας» (Μ. Σεραφετινίδου), για «ροή δύο βημάτων» (Ουμπέρτο Έκο). Έτσι, κατά τον Ελίχον Κάτζ «οι επιρροές που προέρχονται από τα μαζικά μέσα φθάνουν πρώτα στους «καθοδηγητές γνώμης» (opinion leaders), οι οποίοι με την σειρά τους μεταδίδουν αυτά που διάβασαν και άκουσαν στους καθημερινούς συντρόφους τους, στους οποίους ασκούν μια επιρροή». Αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν με τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης που αναμεταδίδουν την πληροφορία, ήτοι τις ιστοσελίδες, τις προσωπικές ιστοσελίδες (blogs), τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (facebook, twitter κ.ά.) κλπ. Οπότε, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η είδηση, όσο οι λεγόμενοι, επίσημοι ή ανεπίσημοι, καθοδηγητές της κοινής γνώμης, που διαδραματίζουν τον ρόλο της παραπληροφόρησης.
Επίσης, είναι ενδιαφέρουσα η άποψη του Ντάνιελ Μπούρστιν ότι «τό νέο είδος τεχνητής καινοτομίας που κατέκλυσε την εμπειρία μας» και έχει σχέση με την σύγχρονη πληροφόρηση είναι τα «ψευδο-γεγονότα». Πρόκειται για αναληθή και απατηλά γεγονότα. Το «ψευδογεγονός» έχει τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτον, «δέν είναι αυθόρμητο, αλλά παρουσιάζεται επειδή κάποιος το έχει σχεδιάσει, σκηνοθετήσει ή υποκινήσει», δηλαδή μεταφέρει μια είδηση, χωρίς να έχη αυτήν την έκταση ή χωρίς να έχη γίνει κάτι ουσιαστικό. Δεύτερον, «σκηνοθετείται πρωταρχικά (όχι πάντα αποκλειστικά) με άμεσο σκοπό να μεταδοθεί ή να αναπαραχθεί» και «η επιτυχία του μετριέται ανάλογα με την ευρύτητα της μεταδόσεώς του». Τρίτον, «η σχέση του με την βαθύτερη πραγματικότητα της καταστάσεως είναι αμφιλεγόμενη». Και τέταρτον, «συνήθως προορίζεται ν’ αποτελέσει μια αυτοεπαληθευόμενη προφητεία», δηλαδή ετοιμάζεται μια εκδήλωση για να προβληθή στην συνέχεια και να επαινεθή.
Το δεύτερο βιβλίο είναι του Ζάν Γκισνέλ με τίτλο «Πόλεμοι στον κυβερνοχώρο», και υπότιτλο «Μυστικές υπηρεσίες και Internet». Το βιβλίο διαρθρώνεται σε ένδεκα κεφάλαια και θα παραθέσω τους τίτλους τους που δείχνουν την μεγάλη σημασία τους για την γνώση του συγχρόνου επικοινωνιακού χώρου, που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα δεσμεύουν και την ελευθερία τους.
Στο βιβλίο αναπτύσσονται διεξοδικά και τεκμηριωμένα τα θέματα: «Οι νέες μυστικές υπηρεσίες», «οι πρώτοι μαχητές του κυβερνοχώρου», «κρυπτογραφία, το σύνορο της ελευθερίας», «Γαλλία, ο τελευταίος τροχός», «η μαύρη σημαία κυματίζει στο Internet», «οι πράκτορες εφορμούν», «ο χρυσός αιώνας των κυβερνοδιωκτών», «ο πληροφοριακός πόλεμος», «Internet και οικονομική κατασκοπεία», «οικονομία, ένα νέο πεδίο μάχης», «Υπερβολικές προκλήσεις». Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και ένα σημαντικό παράρτημα που είναι μια «σύντομη ιστορική αναδρομή στο Internet».
Στο ενδιαφέρον αυτό βιβλίο γίνεται λόγος για την ιστορία του Internet, αφού ξεκίνησε με την σκέψη να «συνδέσουν τους υπολογιστές ορισμένων αμερικάνικων επιστημονικών εργαστηρίων μεταξύ τους», ότι το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτήθηκε από το Πεντάγωνο που είχε τα κατάλληλα μέσα και στην συνέχεια πέρασε στις ιδιωτικές Εταιρείες και επιχειρήσεις, οπότε σήμερα το Internet έγινε πιο φιλικό στο ευρύ κοινό και είναι ένα εύκολο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, των χρηστών. Έτσι, η πληροφορία μεταδίδεται γρήγορα, εύκολα, είναι προσβάσιμη σε πολλούς, οπότε όλος ο κόσμος ενώθηκε σημαντικά, με την υπέρβαση του χώρου και του χρόνου.
Όμως, ο άνθρωπος με την αλόγιστη χρήση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης πληρώνει και βαρύ τίμημα γι’ αυτό, αφού καταδυναστεύεται η προσωπική του ελευθερία και γίνεται αιχμάλωτος ιδεών και πραγμάτων. Στο βιβλίο αυτό γίνονται ευρύτερες αναλύσεις του θέματος, όπως ότι στον κυβερνοχώρο εξελίσσεται ένας μυστικός πόλεμος μιας άλλης μορφής, ο λεγόμενος πληροφοριακός πόλεμος• ότι στις ημέρες μας «η επεξεργασμένη πληροφορία» γίνεται ένα «μυστικό όπλο» ότι στον πόλεμο αυτόν γίνονται «επιθέσεις στην πνευματική ιδιοκτησία» • ότι υπάρχουν «πράκτορες», αναδεικνύονται «πειρατές», «κατάσκοποι», παρατηρείται «οικονομική κατασκοπεία», και φυσικά, όπως σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν και θύματα, που είναι τελικά οι χρήστες που δεν κάνουν καλή χρήση των Μέσων αυτών Επικοινωνίας.
Στο βιβλίο αυτό έχει κανείς την δυνατότητα να αποκτήση πολλές γνώσεις γύρω από τον κυβερνοχώρο και να δη «τούς σημαντικούς κινδύνους που κρύβουν τα πλοκάμια των δικτύων για τις ελευθερίες μας». Ένα βασικό συμπέρασμα είναι ότι «τό Internet και τα δίκτυα θα αποτελέσουν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο, από εδώ και πέρα, θα αναπτύσσονται νέου τύπου συρράξεις, που πριν από μερικά χρόνια δεν μπορούσαμε κάν να φαντασθούμε. Η κατασκοπεία και η κλοπή πληροφοριών, ο βιασμός της προσωπικής ζωής των πολιτών και η συγκάλυψη των εγκληματικών επιχειρήσεων θα γίνονται πλέον μέσα από τα δίκτυα. Μέχρι και πόλεμος μπορεί να γίνει χωρίς να το καταλάβουμε καλά καλά. Η γενική ψηφιοποίηση των επικοινωνιών δίνει τη δυνατότητα στις αστυνομικές δυνάμεις, τις υπηρεσίες πληροφοριών και το στρατό, να διαθέτουν τέτοια τεχνικά μέσα παρέμβασης στή ζωή των πολιτών, που άλλοτε δεν τα είχαν κάν φανταστεί. Ούτε οι επιχειρήσεις μπορούν να ξεφύγουν από τους πειρατές, οι οποίοι πλέον δεν είναι μόνον αφελείς νεαροί με ακμή στο πρόσωπο».
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σύγχρονο ούτε εισήχθη με τα σύγχρονα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά είναι τόσο παλαιό όσο και ο άνθρωπος. Στις ημέρες μας γίνεται περισσότερο εμφανές, λόγω των ιδιαιτέρων δυνατοτήτων που υπάρχουν να βλέπουμε τις αλλαγές και τις συγκρούσεις. Πάντως, πάντοτε στις ανθρώπινες κοινωνίες παρατηρείται ανταγωνισμός, διαπάλη μεταξύ ανθρώπων, κοινωνικών ομάδων, διαφόρων εξουσιών, χωρών και πολιτισμών.
Ήδη αυτό το είχε επισημάνει στην αρχαιότητα και ο μεγάλος σοφός Ηράκλειτος που έκανε λόγο για τον πόλεμο, «τό γίγνεθαι», «τά πάντα ρεί». Τα αντίθετα, κατά τον Ηράκλειτο, βρίσκονται πάντα σε μια διαρκή δυναμική σχέση και σε μια ενότητα. Το «ταυτόν» μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικές μορφές και να βασίζεται: στην αλληλεξάρτηση των αντιθέτων, αφού η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου, δηλαδή η αρρώστια κάνει την υγεία να φαίνεται κάτι το ευχάριστο στην αλληλοδιαδοχή, αφού η νύκτα διαδέχεται την ημέρα και το αντίστροφο, στην αντιθετική όψη του ιδίου πράγματος, ανάλογα με την στάση και την αντίληψη κάθε υποκειμένου, αφού το θαλασσινό νερό είναι πόσιμο για τα ψάρια, όχι όμως για τους ανθρώπους και στην συνολική ενότητα παρά την φαινομενική πολλαπλότητα κάθε ζεύγους αντιθέτων, αφού για τον Θεό όλα είναι ωραία και αγαθά και δίκαια.
Μιά βασική φράση του Ηρακλείτου είναι: «Και πάντα κατ’ έριν γίνεσθαι». Το «γίγνεσθαι» είναι συνέπεια της σύγκρουσης των αντιθέτων, αφού τα «πάντα» βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και αλλαγή. Συγχρόνως, όμως, για τον Ηράκλειτο το «Είναι» εμπεριέχεται στο «γίγνεσθαι» και το «Είναι» αποτελεί την αρμονική συναρμογή των αντιθέτων, κατά τον λόγο του «έν πάντα είναι».
2. Εκκλησία και ενημέρωση
Προηγουμένως αναλύθηκαν με συντομία τα σύγχρονα Μέσα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, τα θετικά και τα αρνητικά τους σημεία, γιατί αυτό έχει σχέση και με την Εκκλησία. Οι σύγχρονες κοινωνίες δέχονται μεγάλες επιρροές από τον τρόπο δράσης τους. Έπειτα, οι ανταγωνισμοί δεν γίνονται μέσα σε περιοριστικά πλαίσια, αλλά επεκτείνονται σε μεγάλες αποστάσεις. Υπάρχουν άνθρωποι και ομάδες που θέλουν να κυβερνούν τον κόσμο και να επικρατούν σε αυτόν.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική όσοι κινούν τα νήματα της κοινωνίας εντάσσουν και την Θρησκεία. Έτσι, όσοι χειρίζονται τα σύγχρονα αυτά Μέσα Ενημέρωσης, εκλαμβάνουν και την Θρησκεία ως ένα σύστημα της κοινωνίας, ως μια κοινωνική εξουσία, ή έστω ως έναν πολιτισμό, ακόμη και ως μια κοινότητα που επηρεάζει το κοινωνικό γίγνεσθαι και την αντιμετωπίζουν αναλόγως. Εμπλέκεται και ο χώρος αυτός μέσα στον μυστικό αυτόν πόλεμο. Στην καλύτερη μορφή θέλουν την Θρησκεία να παίζη έναν ρόλο κοινωνικό, εξισορροπητικό, να είναι ένα είδος κοινωνικής ομοιοστασίας, να περιθάλπη τα θύματα του οικονομικού πολέμου που αυτοί κάνουν, και να περιορίζη τα καταστροφικά αποτελέσματά του.
Πολλές φορές παρατηρούμε ότι θέλουν να εντάξουν την Θρησκεία μέσα στο σύστημά τους και αυτό το επιχειρούν με διαφόρους τρόπους, ασκούν πιέσεις, εκμεταλλεύονται τα αδύνατα σημεία της, και δημιουργούν σκανδαλοθηρικά ζητήματα.
Πάντως, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι ο κόσμος που χαρακτηρίζεται ως θρησκευτικός δεν είναι ενιαίος. Είναι η Θρησκεία, ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία. Κάθε ένα από αυτά είναι διαφορετικό μέγεθος. Η Θρησκεία, με τις ποικίλες εκφράσεις της λειτουργίας της στο σύστημα της κοινωνίας, θέλει να νέμεται την κοσμική εξουσία, να συμμετέχη σε αυτήν ή την αρνείται και μένει στο περιθώριο, καθώς επίσης πολλές μορφές του Χριστιανισμού ασκούν μια μορφή κοινωνικής εξουσίας.
Η Εκκλησία, όμως, στην πραγματική έκφρασή της, λειτουργεί διαφορετικά. Ζή και εργάζεται στην κοινωνία, χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν, γι’ αυτό δεν παραμένει σε έναν μυστικιστικό κόσμο, αλλά και ούτε εκκοσμικεύεται. Εργάζεται μέσα στην κοινωνία και με την Χάρη του Θεού μεταμορφώνει την κοινωνία και την αγιάζει, χωρίς βέβαια να καταργή την ελευθερία του κάθε ανθρώπου. Η Εκκλησία αποβλέπει στην μεταμόρφωση και στην ανατροπή του μεταπτωτικού συστήματος. Αποβλέπει σε μια νέα κτίση.
Ακολουθώντας την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας υποστηρίζω, όπως το έκαναν πολλοί ορθόδοξοι θεολόγοι, ότι η Εκκλησία λειτουργεί ως πνευματικό Νοσοκομείο. Αυτό το βλέπουμε στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη και σε άλλα αγιογραφικά και πατερικά κείμενα. Η εικόνα του Νοσοκομείου δείχνει τον τρόπο της εργασίας της Εκκλησίας. Το Νοσοκομείο ασκεί κυρίως την θεραπεία των σωματικών ασθενειών, διαθέτει γιατρούς, νοσοκόμους, φάρμακα και προ παντός θεραπευτική αγωγή, αλλά για την αντιμετώπιση των διαφόρων λειτουργικών και διοικητικών θεμάτων διαθέτει και Γραφεία, έχει διοικητικούς υπαλλήλους και βεβαίως χρησιμοποιεί τα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας, τους υπολογιστές, την γρήγορη ανταλλαγή πληροφοριών, τα ερευνητικά Κέντρα με την χρήση των υπολογιστών. Για παράδειγμα, οι σύγχρονες βιοϊατρικές έρευνες δεν θα μπορούσαν να ευωδοθούν αν δεν υπήρχε η σύγχρονη τεχνολογία, γι’ αυτό γίνεται λόγος για γενετική μηχανική.
Έτσι και η Εκκλησία δίνει νόημα ζωής στους ανθρώπους, αναπτύσσει τον πολιτισμό μέσα στον οποίο εντάσσεται ο άνθρωπος και αντιμετωπίζει όλα τα θέματά του, αλλά συγχρόνως χρησιμοποιεί και τους νέους τρόπους επικοινωνίας, ώστε να πραγματοποιή το γενικότερο έργο της, που είναι διττό, η ομολογία της πίστεως και η ποιμαντική των ανθρώπων.
Από μια άλλη πλευρά η Εκκλησία είναι ένας Θεανθρώπινος οργανισμός. Όπως το ανθρώπινο σώμα έχει εξωτερικές, αλλά και εσωτερικές λειτουργίες, που δεν φαίνονται, έτσι και η Εκκλησία έχει εξωτερική ζωή, λατρεία, εκδηλώσεις, φιλανθρωπία που φαίνονται, αλλά και εσωτερική ζωή που δεν μπορούν να την δουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ούτε τους χρειάζεται.
Ο Γουώλτερ Λίπμαν έχει επισημάνει ότι «οι ειδήσεις δεν είναι ένας καθρέπτης των κοινωνικών συνθηκών, αλλά η καταγραφή μιας όψης των πραγμάτων που έχει ξεπροβάλει. Οι ειδήσεις δεν μας λένε πώς βλασταίνει ο σπόρος μέσα στον χώμα, μπορεί όμως να μας πούν πότε σκάει στην επιφάνεια το πρώτο βλαστάρι. Μπορεί ακόμα να μας πούν τί λέει κάποιος ότι συμβαίνει στον σπόρο κάτω απ’ τη γή. Μπορεί να μας πούν ότι το βλαστάρι δεν βγήκε την ώρα που το περιμέναμε».
Ο Ντάνιελ Μπούρστιν θα το δώση αυτό με ένα παράδειγμα. Κάποιος που θα δη το μωρό μιας μητέρας θα πή: «Πώ! πώ! τί όμορφο που είναι το μωρό σας!». Και εκείνη θα απαντήση: «Ά! αυτό δεν είναι τίποτα που να δήτε την φωτογραφία του!».
Αυτό σημαίνει ότι τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται κυρίως για το πότε θα σκάση το βλαστάρι, ποιά είναι η φωτογραφία, δηλαδή το «φαίνεσθαι» του ανθρώπου, ενώ η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την ίδια την ζωή, το «είναι» του ανθρώπου.
Η Εκκλησία, πάντως, δεν αγνοεί και την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, η Ιερά Σύνοδος και οι Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος από πολύ καιρό έχουν συστήσει Γραφεία Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων με τα οποία ενημερώνονται οι ίδιες για ό,τι γίνεται στην κοινωνία και τον κόσμο, ενημερώνουν τους δημοσιογράφους, τις εφημερίδες και άλλους φορείς για το έργο που επιτελεί η Εκκλησία, και αντιμετωπίζουν διάφορα αρνητικά γεγονότα που τις αφορούν.
Βέβαια, οι Ιερές Μητροπόλεις και οι Ενορίες χρησιμοποιούν με τρόπο θετικό το διαδίκτυο στο διοικητικό, ποιμαντικό και κατηχητικό τους έργο. Διαθέτουν ραδιόφωνο, διαδίκτυο, τηλεόραση για να επικοινωνούν με τους Χριστιανούς. Δηλαδή, συγχρονίζονται, αλλά και επιδιώκουν να μήν εκκοσμικεύωνται. Είναι ενδεχόμενο να παρατηρούνται και περιπτώσεις εκκοσμικεύσεως, αλλά ο Θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας είναι πολύ δυνατός και διορθώνει τυχόν παρεκκλίσεις.
Επί πλέον στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υφίσταται, κατά τον Καταστατικό της Χάρτη, Συνοδική Επιτροπή επί του Τύπου, της οποίας έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος, και Γραμματεύς είναι ο παριστάμενος Αρχιμ. π. Τιμόθεος Άνθης, όπου συζητάμε διάφορα θέματα της αρμοδιότητάς μας, σε θεωρητικό, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα προβλήματα που υπάρχουν στον τομέα της ενημέρωσης και επικοινωνίας, και να τα αντιμετωπίζουμε με τον κατάλληλο τρόπο. Τόν τελευταίο καιρό καταρτίζουμε έναν κώδικα λειτουργίας των Γραφείων Τύπου που λειτουργούν σε κάθε Ιερά Μητρόπολη.
Σκοπός μας είναι να μήν είμαστε απομονωμένοι και ξεκομμένοι από την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα να μη χάσουμε τον μυστηριακό, πνευματικό χαρακτήρα και εκκοσμικευθούμε. Η Εκκλησία εργάζεται πάντοτε μέσα στην ιστορία. Επίσης, ενδιαφερόμαστε για το πώς θα μπορέσουμε να ενημερώνουμε τους ανθρώπους για το έργο που επιτελείται μέσα στην Εκκλησία, αλλά και πώς θα μπορέσουμε με θεολογικό και εκκλησιαστικό τρόπο, αλλά και με ψυχραιμία, σοβαρότητα και υπευθυνότητα να χειριζόμαστε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις, καθώς επίσης πώς θα αντιμετωπίζουμε περιπτώσεις κριτικής –καλόπιστης ή κακόπιστης– προς την Εκκλησία, από υπαρκτά ή κατασκευασμένα γεγονότα.
Γενικά, υποστηρίζω ότι τρεις δυνατές θέσεις μπορεί να λάβη κανείς απέναντι στα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας-Ενημέρωσης. Η μία είναι η «θεοποίησή» τους, όταν απολυτοποιούνται και τους αποδίδονται θεϊκές ιδιότητες, όπως έγινε πρόσφατα για το Google, αφού μερικοί αμερικάνοι ίδρυσαν την «Εκκλησία της Google», επειδή οι πολλές πληροφορίες που διαθέτει την κάνουν να προσεγγίζη πιο πολύ τον Θεό. Η άλλη είναι η «δαιμονοποίησή» τους, όταν θεωρούνται ως δαιμονικά μέσα, πηγή όλων των κακών που υπάρχουν στην κοινωνία. Και η τρίτη είναι η καλή χρήση τους, το να θεωρούνται ως δώρα του Θεού, ως εργαλεία για την καλή οργάνωση της κοινωνίας, με απώτερο σκοπό να κυριαρχήση ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτά και σε όλη την δημιουργία και όχι να γίνη δούλος τους.