Ο ορθόδοξος χριστιανός ζούσε ανέκαθεν και εξακολουθεί να ζει, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, σε αντίθεση με ό,τι κυρίως παρατηρείται στον ρωμαιοκαθολικό και στον προτεσταντικό χώρο. Για το Γένος μας, η Εκκλησία αποτελεί όχι μόνο σύναξη λατρείας, αλλά και σύναξη κοινωνικοποίησης, σύσφιξης, αναγέννησης, αναδημιουργίας και επιβεβαίωσης των δεσμών που μας δένουν με τους γύρω μας, στα πλαίσια των παραδοσιακών κοινοτήτων. Κι όταν η πεπερασμένη παραδοσιακή κοινότητα έδωσε τη θέση της στο πολυσυλλεκτικό, αχανές και χαώδες αστικό κέντρο, τη θέση της πήρε η ενορία, στη διαδικασία αυτή σύνδεσης του λατρευτικού με το κοινωνικό.
Ειδικά στην περίπτωση του Γένους μας, υπήρξαν βεβαίως και ιστορικοί λόγοι για την παγίωση αυτών των πρακτικών. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μετά την άλωση του 1453 η Εκκλησία ήταν εκείνη που συντήρησε τόσο τη συνοχή, όσο και τη θρησκευτική, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα του Γένους, ώστε αυτό να παραμείνει ενωμένο και να καταφέρει να διεκδικήσει, τέσσερις αιώνες μετά, την πολιτική του ανεξαρτησία. Ολους αυτούς τους αιώνες της δουλείας, κατά τους οποίους ουσιαστικά δομήθηκε η νεώτερη και σύγχρονη ιστορία και ταυτότητα του Γένους, η Εκκλησία ήταν ο βασικός και κύριος παράγοντας συνοχής και συγκρότησης της κοινωνίας.
Είναι λοιπόν μάλλον αναμενόμενο το ότι και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αλλά και μέχρις των ημερών μας, ο Ελληνας στον χώρο της Εκκλησίας αποζητά την έκφραση της κοινωνικότητας, αλλά και την κοινωνική καταξίωση και αναγνώριση. Γι’ αυτό και δομεί την οικογενειακή και κοινωνική του συνοχή με τη συμμετοχή στα πανηγύρια του τόπου του και αναδομεί τις οικογενειακές του σχέσεις μέσα από τις ακολουθίες και τα μυστήρια που οριοθετούν τους σταθμούς της ανθρώπινης ζωής, τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο.
Είναι απολύτως χαρακτηριστικό εν προκειμένω το ότι αν και η οικονομική κρίση οδήγησε στην αύξηση των πολιτικών γάμων, ωστόσο ο Ελληνας τον θρησκευτικό γάμο θεωρεί επίσημο και κυριαρχικό και τον τελεί πλέον μαζί με τη βάπτιση των παιδιών του, στις γνωστές «γαμοβαπτίσεις», οι οποίες μπορεί να προκαλούν ενίοτε την αντίδραση της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, ωστόσο ως τελετουργικές μορφές τείνουν να καθιερωθούν και να παγιωθούν. Δείχνει η στάση αυτή τον ρόλο που συνεχίζει να παίζει η Εκκλησία για την κοινωνική ζωή του Ελληνα.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος εξ αιτίας του οποίου υπάρχει πάθος και ένταση σε ό,τι αφορά την Εκκλησία στην καθημερινότητά μας. Ο μέσος Ελληνας, καθώς θεωρεί τα εκκλησιαστικά ζητήματα δική του υπόθεση, τα παρακολουθεί κατά κανόνα με ζέση, παίρνοντας δυναμική -αν και όχι πάντοτε μετά λόγου γνώσεως- θέση, επικροτώντας και καταδικάζοντας, ενίοτε δε εκφράζοντας δυναμικά, ως και περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται ή αρμόζει, την άποψή του. Επίσης είναι αξιοσημείωτη η τάση της επιβεβαίωσης της κοινωνικής ανάδειξης μέσω της θέσης που καταλαμβάνει κανείς στον ναό και μάλιστα σε επίσημες ημέρες ή μεγάλες πανηγύρεις.
Ενισχύεται αυτή η πρακτική και από την ξεχωριστή παρουσία στις μεγάλες εορτές των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών στους ναούς, στα πλαίσια των μορφών του δημόσιου τελετουργικού. Μιας παρουσίας που συχνά επικρίνεται όχι στα όρια της απόρριψης, αλλά στα πλαίσια μιας επιθυμίας μίμησης, που φέρνει συχνά στο προσκήνιο την κριτική, στην οποία υποκρύπτεται η επιθυμία απόλαυσης παρόμοιων τιμών. Κι αυτό επειδή πρωτίστως μέσα στον χώρο της Εκκλησίας αισθάνεται ο Ελληνας ότι τιμάται και εκεί τον ενδιαφέρει να ξεχωρίζει, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική του άνοδο. Κι αυτό δεν ξεφεύγει βεβαίως της προσοχής ορισμένων κληρικών, οι οποίοι συχνά αποδίδουν υπερβολικές τιμές σε όσους τυχαίνει να τους είναι αναγκαίοι ή χρήσιμοι και μάλιστα στη διάρκεια ακολουθιών και μυστηρίων, προκαλώντας αρνητικά σχόλια για τις προθέσεις και τις ενέργειές τους.
Σε τελική ανάλυση, η σύνδεση της κοινωνικότητας με την εκκλησιαστική λατρευτική ζωή, όπως αυτή διαπιστώνεται στη σύγχρονή μας Ελλάδα, αλλά και στους Ελληνες της διασποράς, έχει βαθύτατες ρίζες στο παρελθόν και απηχεί στιγμές του ιστορικού παρελθόντος του Γένους μας. Φανερώνει τη βαθύτατη ψυχολογική σχέση του Ελληνα με την Εκκλησία και δικαιολογεί το γεγονός ότι οι Ελληνες, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους λαούς της Ενωμένης Ευρώπης, θεωρούν ότι η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας