Εκκλησιαστική ζωή και λαϊκός πολιτισμός
Του Μ. Γ. Βαρβούνη, Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός, όπως τον γνωρίζουμε στις παραδοσιακές εκδοχές του, δημιουργήθηκε την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, στα πλαίσια των παραδοσιακών κοινοτήτων του Γένους. Στα όρια δηλαδή μιας κοινωνίας που ως κύρια και βασική συσσωμάτωση και έκφρασή της είχε την ενορία και την ενοριακή ζωή.
Η πραγματικότητα αυτή εξηγεί λοιπόν τόσο την στενή σχέση των ελληνικών παραδοσιακών εκδηλώσεων με τις ελληνορθόδοξες πνευματικές και τελετουργικές μορφές, όσο και την άποψη που συχνά εμφανίζεται στην Εκκλησία ότι ο ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός είναι προνομιακό πεδίο διαχείρισης από την εκκλησιαστική ζωή και τους εκπροσώπους της.
Το διαπιστώνουμε αυτό και σήμερα, παντού γύρω μας. Το βλέπουμε κυρίως στις συμβολικές χρήσεις του λαϊκού πολιτισμού σε μορφές της εκκλησιαστικής ζωής, είτε τελετουργικές είτε πολιτισμικές, όπως για παράδειγμα η χρήση παραδοσιακών ενδυμασιών στα πλαίσια πανηγυρικών ιερών ακολουθιών ή παραδοσιακές πολιτισμικές αναπαραστάσεις σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από ενορίες και Μητροπόλεις, φαινόμενα που έχουμε κατά το παρελθόν αναλύσει σε σχετικά άρθρα μας.
Εκείνο που εδώ θέλουμε να διερευνήσουμε, είναι η ποιότητα των αναπαραστάσεων αυτών και σε τελική ανάλυση η αποτελεσματικότητα των σχετικών εγχειρημάτων, η οποία βεβαίως εξαρτάται από την πιστότητα και την ποιότητά τους. Και στον τομέα αυτό νομίζω ότι κατά κανόνα υπάρχει έλλειμμα, με ελάχιστες εξαιρέσεις περιπτώσεων ανάλογων εκδηλώσεων, οι οποίες όμως απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το έλλειμμα που διαπιστώνουμε, κατά κύριο λόγο έγκειται στην φολκλοριστική χρήση, πρόσληψη και προβολή των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού. Στη χρήση δηλαδή εξωτερικών μορφών για εξασφάλιση συναισθηματικής φόρτισης ή θεαματικότητας, χωρίς ωστόσο γνώση των υποκείμενων συνθηκών, χωρίς επίγνωση της βάσης και της ουσίας του λαϊκού πολιτισμού, άρα χωρίς δυνατότητα κατανόησης των επιμέρους, που στη συνείδηση των θεατών απομένουν ως ένα είδος αλυσίδας θεαματικών μορφών, άνευ συνδέσεων και κατανοήσεων.
Για να αποφευχθεί αυτό δεν επαρκούν τα –αμφίβολης συχνότατα ποιότητας και αποτελεσματικότητας– εισαγωγικά σημειώματα σε χορούς ή αναπαραστάσεις δρωμένων και λαϊκών τελετουργιών που επιχειρούνται σε ανάλογες εκδηλώσεις. Δεν επαρκούν οι αναμφίβολα καλές προθέσεις και οι επιζητούμενες νοσταλγικές αντιδράσεις του κοινού. Χρειάζεται περίσκεψη, μελέτη, γνώση, επαγγελματισμός και χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι όχι μόνο αντάξιο των προσδοκιών του κοινού, αλλά και λυσιτελές για όσους παρακολουθούν.
Ποια μπορεί να είναι η ωφέλεια που προκύπτει από ανάλογες εκδηλώσεις; Ο πνευματικός φρονηματισμός του κοινού, η μύηση σε παλαιότερες μορφές της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, οι οποίες σχηματοποιούν κοινές συλλογικές πολιτισμικές επιλογές και εκδηλώσεις του Γένους και συναποτελούν την ουσιαστική πολιτισμική μας ταυτότητα. Σε μια εποχή που ο κακώς εννοούμενος εξευρωπαϊσμός εισάγει και προπαγανδίζει όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένες αξίες και πολιτισμικές επιλογές, η προβολή των παραδοσιακών αξιών του Γένους, αυτών που συνδέονται με τις «πολιτισμικές μας ρίζες» μόνο σωτήρια για τη συλλογική εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπεία μπορεί να είναι. Αρκεί βεβαίως να γίνεται με τρόπο σωστό, επιστημονικά κατοχυρωμένο και μελετημένο, χωρίς ερασιτεχνισμό και κακόγουστη προχειρότητα.
Είναι εύκολο, δεδομένων των συνθηκών των κάθε είδους σκηνικών αναπαραστάσεων στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού, το θελκτικό να μετατραπεί σε αποκρουστικό, και το μεγαλείο να προσληφθεί ως γελοίο. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι λεπτές και η τήρησή τους εξαρτάται από το πόσο κιτς αναμειγνύεται κάθε φορά στις όποιες πολιτισμικές προσπάθειες. Για τον λόγο αυτό, οι αναπαραστάσεις αυτές δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό ή προσπάθεια προώθησης προσωπικών φιλοδοξιών προϊσταμένων ναών και κάποιων συνεργατών τους, αλλά βήματα ουσιαστικής γνώσης ενός αστικοποιημένου πολιτισμικά κοινού όχι με τα θεματικά επιφαινόμενα, αλλά με την ουσία του λαϊκού πολιτισμού. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται γνώση, επαγγελματισμός και κυρίως παραδειγματισμός από ανάλογες μορφές εκδηλώσεων που στηρίζονται σε σωστές αρχές και προϋποθέσεις.
Είναι κρίμα πολύμοχθες προσπάθειες εθελοντικού ζήλου να έχουν πενιχρό ή απορριπτέο τελικό αποτέλεσμα. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να αναπροσανατολιστεί, νομίζω, η σχέση της εκκλησιαστικής ζωής και πολιτισμικής δράσης με τις αξίες και τις μορφές του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού σήμερα.